Ζώον δίπουν άπτερον

Ζώον δίπουν και άπτερον

Γράφει  η  Ευαγγελία  Τυμπλαλέξη.

 

Στην οικία των θεών κρουνοί το νέκταρ αναβλύζουν, πομφόλυγες απόδημοι αναριγούν στον αφρό του μούστου. Κάθε αυγή ευαγγελίζεται η ποδιά του Ήλιου, τα φιλιά της σέρνοντας στα επίγεια και του έλους φράζοντας τον καθρέφτη. Χαράματα στην κόλαση των ζωντανών. Στην ανέμη η κλωστή τυλιγμένη, και τ’ απάνθισμα των μεταμορφικών ειδώλων σε διαιρέσεις κι υποδιαιρέσεις διχασμένο, στο επ’ απείρου να παρελαύνει διχοτομημένο σύνολο. Αριθμοί, προεκτάσεις λογικευθέντων. Πλήκτρα, πόζες στον παντεπόπτη οφθαλμό. Σ’ ιδρυτική ερείδεται πράξη το αλλόκοτο παραλήρημα κι όλα στην ανευόδωτη μαραίνονται σχέση χρόνου κι αιτιότητας, π’ εντοπίζει της αλαζονείας το κατάφωρον σαν περίπτωση επανορθώσιμης αδικίας.

Κι όταν ανήγγειλε την απόφασή του, ένας ανίσχυρος ήταν υπερόπτης χωρίς αναστολές, λες και κάθε μηχανισμός κριτικής ικανότητας γεφυρωνόταν με το ανεκτέλεστο, το χιμαιρικό και ζητούσε στο φως να βγει με το τίμημα κάποιας απελευθέρωσης…

Και τώρα καταμεσής σ’ οσμές τοξικές, λάγνα αγκιστρώνεται η διαστροφή τους σε φοβέρας ριπές.

Ήχοι, χνάρια, κραυγές στ’ ορίζοντα παγιδευμένες τ’ ακαθόριστο. Ανάλγητη η Μοίρα απίθωνε τη σκέπη της σε τύμβους, πλεκτάνη να κομπάζει ανιστόρητη στων γηγενών τ’ απέραντο νεκροταφείο.

Κι αυτός με το χακί περίζωμα παραλλαγής, όμοιο με τόσων άλλων, άλλοτε ποθητό, επίμωμο πια έλυτρο, σάστιζε μπρος στ’ ατελέσφορο παιχνίδι, το κυνήγι παρεμφαίνοντας των κεραυνών με τ’ αλεξικέραυνα. Κάθιδρη κι απηυδισμένη η σχοινοβασία, σ’ ένα επέκεινα δυσνόητο που σ’ αρένα εκφυλλίζεται χωλαίνουσα, την πνευματική του κλόνιζε συγκρότηση. Αργά στο χείλος βάδιζε βαρβαρότητας υποστασιοποιημένης, όπου η εικόνα προωθείται σε βάρος του λόγου, σε βάρος οιασδήποτε λογικής επεξεργασίας.

Στο μεθύστερον λοιπόν, στην ενδότερη μπήγονταν τα δάχτυλα, του λαιμού εσοχή. Το παράφωνο υποβαστάζοντας πανδαιμόνιο. Οι ραφές, ξιφολόγχες ανανήψασες στην αγκαλιά του άλγους. Τα παιδικά θα ήσαν τάχα πέλματά τους, κλωνιά να λυτρώσουν τα φτύματα στους τάφους.

Κι όπως σαν αξίνα πάνσοφη το μυδραλιοβόλο του, τις ανεστραμμένες υλακές σε χαυνότητα βαράθρωνε. Κι όπως τα βήματα βαριά κι οι αισθήσεις σ’ εγρήγορση. Οι αντιστάσεις ισχυρές και στη χαότητα των εσωτερικών ωκεανών τα μήκη και τα πλάτη άναυδα. Παραμέριζε ασελγώς τ’ αποσαθρωμένα κουφάρια η αιματοβαμμένη του αρβύλα, την αταραξία του διατηρώντας μπρος σε τούτη την αλληλουχία βδελυγμάτων, οι διάλεκτοι των σφαδασμών δύσαρθρες. Σαν αόρατη ορθώθηκε πύλη ένα κάλεσμα άψαυστο και απ’ την φωλιά του χώματος εμφανίστηκε ένας σκορπιός.

-Ποιος είσαι περαστικέ διαβάτη; Πορφύρας χρυσοκέντι ανεμίζει στο καφέ των ματιών σου βελούδο.

-Κατά τον Αριστοτέλη, αρχαίος Έλληνας Φιλόσοφος, είμαι ζώον πολιτικόν. Κι εφ’ όσον εμπίπτω σε νόμους είμαι το καλύτερο απ’ τ’ άλλα ζώα.

Τ’ αρθρόποδο ανασήκωσε την ουρά του, έτοιμο για επίθεση, κι αγνοώντας τη στέγνα της κομπορρημοσύνης του, με λαιμαργία επιδόθηκε ακλυδώνιστη στην βρώση ενός ζωύφιου που μόλις άδραξε. Ασύγκριτη η αχθεινότητα με όσα είχε ο ίδιος διαπράξει, αλλά τον τάραξε η απόλαυση λες ενός δικού του προνομίου. Της δικαιοδοσίας οι σειρήνες, δίχτυα ιχνογραφούσαν μ’ ανίδωτες κλωστές.

-Κατά τον Μαρξ, Γερμανός Φιλόσοφος, είμαι ζώον κοινωνικόν. συνέχισε επικαλούμενος προσωπικότητες αδιαμφισβήτητου κύρους.

Οράματα φτερωτά στης τρικυμίας αποσπασμένα τα βράχια κι η μνήμη να ρουφά τ’ αναφύλλισμα των κόκκων. Τ’ απαλό χνούδι στ’ αμούστακό του μάγουλο με πλέρια είχε παραχωρήσει διάθεση τη θέση του σε μια πυκνή γενειάδα. Η γνώση κι η πείρα μακρές. Τις ρίζες όσο κι αν έσκαψε, το λάθος του μήνυσε τον δρόμο. Πόσο άπληστος εφάνη, αβυσσαλέες της εξορίας οι χοάνες να του ψήνουν τα χείλη. Η ατραπός της επιστροφής δύσβατη, κι οι άφτρες ν’ ανακράζουν λυσσαλέες. Στο λευκό του δέρμα θαμμένοι αμφορείς, τραύματα επισωρεύουν πυορροούντα.

Pages: 1 2

Leave a Reply