Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα κωλοτούμπες των πολιτικών ανδρείκελων αλλά και των αργυρώνητων επιστημόνων, πασών αποχρώσεων κομματικών, διότι να μην ξεχνάμε πως τη Χούντική συνθήκη που ζούμε, την ενορχήστρωσαν όλοι συνειδητά και υστερόβουλα.
Έχουμε εισέλθει, βασικά έχουν εισαγάγει το ποίμνιο με το ζόρι χωρίς να ρωτήσουν, σε προεκλογική περίοδο, κι επομένως λύνεται αφ’ ενός κάπως το ζωνάρι και αυξάνεται σφ’ ετέρου κατακόρυφα η δημαγωγία, που σημαίνει άγω τον δήμο, τραβώ απ’ τη μύτη τους «Πολίτες» δηλαδή λαϊκιστί προς την κατεύθυνση που θέλω.
Είναι εξακριβωμένο πως το Κράτος σέρνει από τη μύτη το ποίμνιο χρησιμοποιώντας τρεις τρόπους, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία:
-
με τη ρουσφετολογία κατά τη νομή της εξουσίας, είναι η προεκλογική περίοδος δηλαδή, κατά την οποία το κομματικό σκυλολόι υπόσχεται στους ψηφοφόρους του προς άγραν ψήφων και κατ’ επέκταση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
-
με τη νοθεία κατά την εκλογική αναμέτρηση, είναι οι νόμοι διεξαγωγής εκλογών που ψηφίζονται πάντα με ορίζοντα το μαγείρεμα και την συγκρότηση κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, έστω κι αν ψηφίζει το 10%.
-
με τη βία κατά την εκλεγμένη πλέον θητεία του.
Ξεκινώντας λίγο αντίστροφα, η περίοδος της βίας είναι σίγουρα η πλέον και άμεσα κατανοητή στους «Πολίτες», απ’ τα παχιά τα λόγια έχουν πέσει απότομα σε τσιμεντένια ανέχεια-δυσπραγία-φορολαίλαπα και με τη μούρη ματωμένη απ’ την πρόσκρουση ψάχνουν τρόπους διαφυγής με μόνη τους αντίσταση τα παρακάλια και τη γκρίνια. Το Κράτος ωστόσο δεν μπορεί να σταθεί σαν Ιδέα αν δεν έχει υποστηριχτές, τους οποίους σαφώς και άντλησε από τις λαϊκές δεξαμενές καθιστώντας τους συνενόχους.
Ο όρος «λαός» όμως δεν είναι παρά μία ομογενοποίηση των κατ’ επίφαση συγγενών. Αν θέσουμε υπό το πρίσμα τις τεράστιες αυτές μάζες θα διαπιστώσουμε αντινομικές συνευρέσεις ετερόκλητων στοιχείων. Μέσα στο μαγγανοπήγαδο του «λαού» βρίσκονται οι βολεμένοι και οι μη βολεμένοι – οι μηδενιστές και οι θρησκόληπτοι – οι ευαίσθητοι και οι μισάνθρωποι – οι ευυπόληπτοι και οι παραβατικοί. Όταν ο ένας προσπαθήσει να προσελκύσει προς το μέρος του τον άλλον, αμφότεροι θα ομιλούν για φασίζουσα συμπεριφορά. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολύεδρες, που όμως συμφωνούν σ’ ένα κομβικά παράδοξο στοιχείο: συναινούν στη διασπάθιση της εργατικής τους δύναμης προς όφελος του καπιταλιστικού τρόπου εφαρμογής διευθέτησης των Νόμων. Είναι η εργατική κανιβαλία.
Η νοθεία σηματοδοτεί περίοδο ιδεολογικών συναλλαγών, «τακιμιάζουν» οι ηγετικές ομάδες μεταξύ τους κι ανταλλάσσουν προνόμια με στημένα ψηφίσματα ή «αρνήσεις» ψηφισμάτων στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου κώδικα αποπροσανατολισμού.
Η συγκεκαλυμένη ωστόσο υποκρισία και εκτεταμένη δημαγωγία βρίσκεται κατά την περίοδο της νομής της εξουσίας, η λεγόμενη προεκλογική περίοδος, όπου η ρουσφετολογία ακμάζει.
Η ρουσφετολογία δεν περιορίζεται μόνο στην προσωπική κι απ’ ευθείας συναλλαγή του κομματικού παράγοντα με τον «Πολίτη».
Όλοι έχουμε στον περίγυρο γνωστούς που βολεύονται με τον άλφα ή βήτα τρόπο, εκεί που απορείς «για ποιον λόγο εσύ μένεις συνέχεια στην απ’ έξω».
Ο πυρήνας ωστόσο της ρουσφετολογίας εδράζεται σε άμεση ή έμμεση δωροδωκία ολόκληρων κλάδων από το Κράτος. Όπως έγινε στην περίοδο της χουντο-covid-Ô-συνθήκης.
Αφ’ ενός φαρμακοβιομηχανίες εξαγόρασαν μαζικά κλάδους και ρουσφετολόγησε νομικά το Κράτος καθιστώντας τους με το χρίσμα του «ακαταδίωκτου» σίγουρους στυλοβάτες της κοινοβουλευτικής του μοναρχίας.
Αφ’ ετέρου κατασκεύασαν μία «ανάγκη» για κοινωνική προστασία, ώστε να αδειοδοτεί τίνι τρόπω την κρατική παρέμβαση.
Αν καθίσουμε και αναλύσουμε πολύ βαθύτερα το «κοινωνικό κράτος», πάνω στο οποίο βασίζονται ολόκληρες εκλογικές καμπάνιες και τάχα αψιμαχούν οι κομματικές ιδεολογίες, δεν είναι παρά κατασκευασμένες προσδοκίες.
Στην ουσία πρόκειται για δημαγωγία, αφού η κρατική διακυβέρνηση επιμερίζει κομμάτια του δημόσιου πλούτου κατά το δοκούν και δημιουργώντας τεχνητές αποστάσεις μεταξύ των ανθρώπων. Δε είναι ωστόσο θέμα «ταξικό», όπως αρέσκονται να θέτουν ως επίδικο οι αριστερές ιδεοληψίες αλλά «κλαδικό».
Δόκιμο να ξεκαθαρίσω επίσης την κάθετη εναντίωσή μου προς τον «Δημόσιο» Τομέα με τον τρόπο που αυτός έχει δομηθεί και είναι τελικά κρατικός και όχι δημόσιος, διότι:
-
Άλλο σύσταση δημόσιου κορβανά, στον οποίο έχουν πρόσβαση τα ενεργούμενα της Αστοκρατίας με προοπτική τις διεκπεραιώσεις της καταπιεστικής επικυριαρχίας της, η οποία καταλήγει σε κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, αφού ορίζονται Πολίτες Α’ και Β’ κατηγορίας με διαφορετικά δικαιώματα-υποχρεώσεις.
-
Άλλο σύσταση αυτόνομων συλλογικοτήτων ανά την επικράτεια, οι οποίες αποτελούμενες από ισότιμες ομάδες Πολιτών εργάζονται-διαχειρίζονται τον δημόσιο πλούτο με προοπτική τον διαμοιρασμό των αγαθών και την υπαγωγή όλων σε ίδια προνόμια-υποχρεώσεις. Σε αυτή την περίπτωση οι κοινωνικές ισορροπίες θα μπορούσαν να αντλούν την ευρέως δημόσια διάστασή τους δια της τήρησης κοινωνικών συμβολαίων.
Είναι ηλίου φαεινότερον πως το κράτος συγκροτεί συγκεκριμένους κλάδους ως «καλά παιδιά» του κι επομένως υποζύγιά του θεσπίζοντας ένα νομικό κρηπίδωμα, πάνω στο οποίο στήνει το Δούναι & Λαβείν.
Τα «καλά παιδιά» στέκουν απαρέγκλιτα αρωγοί σε όποια κρατική προσταγή, απόρροια της ρουσφετολογίας.
Οι ρωμαίοι δημαγωγοί προσεταιρίζονταν την «πλέμπα», τους φτωχούς δηλαδή που στην ουσία τους καθιστούσε το ίδιο το κράτος φτωχούς, με διανομές τροφίμων. Κάπως έτσι ξεκινά η επιδοματοποίηση, στην οποία εισέρχονται και σήμερα ακουσίως δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Κάτι στο οποίο βοηθούν τα «καλά παιδιά» δια της φιλανθρωπίας.
Η φιλανθρωπία δεν είναι χαρακτηριστικό, το οποίο θα έπρεπε να διατυμπανίζουν οι άνθρωποι ως αρετή, επειδή στην ουσία είναι αποτέλεσμα της ρουσφετολογίας προς όφελος των «καλών παιδιών».
Δεν είναι τυχαίο που στη ρητορική τους, ειδικοί και κομματάρχες κάνουν κοινή αλλά ταυτόχρονη χρήση των όρων «κοινωνικό κράτος» και «ασφάλεια».
Στην ουσία εξοστρακίζουν μεγάλες μερίδες ανθρωπομάζας από τον παγκόσμιο κορβανά αγαθών αλλά προς «αποφυγή κινδυνου», επειδή τρέμουν τις αναστατώσεις-εξεγέρσεις, θεσπίζουν «παροχές», οι οποίες όμως έχουν τη μορφή «υπηρεσίας», και στην οποία μάλιστα προσδίδουν και τον εξωραϊστικό επίθετικό προσδιορισμό «κοινωνική».
Όταν όμως η «παροχή» γίνεται «υπηρεσία», εκτός της διαχωριστικής νοοτροπίας επί των ανθρώπων που καλλιεργεί, επειδή «για ποιους λόγους κάποιος έχει εξουσία ώστε να στερεί από άλλους και μετά να εμφανίζεται ως πάροχος;;», «ευλογεί» κυρίως την «κομματική ελπίδα», βασισμένη στο αίτημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης», όρος εντελώς καθορισμένος κάθε φορά από το Κράτος και μάλιστα μέσα σε πλαίσιο εξουσιαστικής διαπραγμάτευσης.
Αυτό στην ουσία είναι η «διανεμητική δικαιοσύνη», που νομθετεί με τρόπο ώστε να βοηθά το Κράτος να καταχράζεται τη δημόσια περιουσία και μετά να εμφανίζεται ως «διαλλακτικός ή αδιάλλακτος πάροχος», ανάλογα με την κομματική φαρέτρα κάθε φορά, ενώ στην ουσία το αρχικό έγκλημα δεν αλλάζει, η υφαρπαγή του πλούτου έχει ήδη συντελεστεί και εκλαμβάνεται από τους «Πολίτες» ως «θεμιτή διαχείριση», η οποία είναι εν γένει ρουσφετολογική διαδικασία.
Όταν ο Κουίντος Κικέρωνας υποδείκνυε στον αδερφό του τρόπους ψηφοθηρίας, κυρίως τον προέτρεπε να καλέσει «αυτούς που είχαν κάποια υποχρέωση απέναντί του, ώστε ν’ αποδειχτεί τώρα με την ψήφο η ευγνωμοσύνη τους».
Αυτές οι κωλοτούμπες των ψηφοφόρων, των κομματοκενταύρων, των ειδικών, ανήκουν στη σφαίρα της «blanditia», της κολακείας δηλαδή. Όλοι όσοι στάθηκαν ναζιστικότεροι των ναζιστών, με τον Λόγο και τις Πράξεις τους, έχουν περάσει στο στάδιο της κολακείας.
Κολακεύουν το Κοινό, βασιζόμενοι στη ρουσφετολογία, κι ας μην κοιτάμε τα «εξεγερτικά» likes στα profiles, οι θνητοί πείθονται στην κρατική παρέμβαση, για να μην πω την επιζητούν διακαώς, ως εξασφάλιση παραπληρωματικών τους προνομίων, κοινώς ρουσφέτι, ως Κλάδοι κυρίως, έναντι άλλων ανθρώπων.
Γι’ αυτό και η ελευθερία καταπνίγεται εν γένει του Ατόμου, διότι στο Άτομο μπορεί να ανιχνευτεί ψήγμα ήθους ενώ στον Κλάδο όχι, επειδή κανονικοποιείται στον βωμό νομικών διατάξεων της εργασιακής «υπεροχής» του.
Αυτό το είδαμε περίτρανα με τους υγειονομικούς, οι οποίοι απαξίωσαν εντελώς τους συναδέλφους τους κατά την απόφασή τους να μην ακολουθήσουν τις προσταγές του κράτους, κι αυτό κυρίως επειδή ο Κλάδος εν συνόλω κι ένεκα των «διατάξεων-συσφίξεων με την κρατική εξουσία» υποτάχτηκε, όχι βέβαια αμισθί αλλά λαμβάνοντας περαιτέρω προνόμια, ενταγμένος στη ρουσφετολογία δηλαδή.
Η ρουσφετολογία ως άξονας της Πολιτικής έχει εντάξει στο οπλοστάσιό της όλες τις βαρβαρότητες της προκατόχου της, θρησκοληψία, αλλά και του συνοδοιπόρου της, επιστημονισμός. Η σύγχρονη επιστήμη έχει επιταχθεί στην κατασκευή ψευδών στοιχείων.
Κάθε άλλη θέαση πραγμάτων πολεμιέται αγρίως, επειδή ακριβώς τα ψευδολογήματα που παρουσιάζονται ως «επιστημονική αλήθεια» είναι τόσο εύθραυστα ως προς την απόδειξή τους, που για να τύχουν ευρείας αποδοχής επιστρατεύεται η Πίστη.
Θυμόμαστε όλοι τους ειδικούς να καλούν σε «ευλαβική τήρηση των μέτρων», όπως ακριβώς καλεί ο ιερέας από άμβωνος.
Για να συντηρηθεί η Πίστη, μετά την επιστράτευσή της ως «εχέγγυο» υπόστασης επιστημών, πολιτικής, θρησκειών και πασών δογματισμών, υπάρχει η ανάγκη των αλλεπάλληλων «Κρίσεων», οικονομική-υγειονομική-κλιματική, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η διακοπή σύνδεσης του Ανθρώπου με το Γίγνεσθαι και τη φυσική αλληλουχία των γεγονότων.
Κατ’ εφαπτομένη το μόνο που θα έχει να κάνει εν μέσω διαδοχικών βομβαρδισμών στο θυμικό-το λογικό-το επιθυμητικό, είναι να «περιμένει τον επόμενο σωτήρα», εξ ου και παρακολουθήσαμε την ιατρική να σφάζεται με την Εκκλησία, καθένας για την πρωτοκαθεδρία της Πίστης του επί του ποιμνίου, ενώ στην ουσία υποστήριξαν ακριβώς το ίδο αφήγημα και συνέπραξαν με τα ίδια Κέντρα εξουσίας.