Αγαπημένε οδοιπόρε,
Καθόσουν σταυροπόδι δίπλα στη μεγάλη βαλίτσα, μικρή παιδούλα αμίλητη και σκεφτική. Φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα και τα πανταλόνια με προσοχή διπλωμένα μη και χαλάσει η τσάκιση. Εκούσια ή ακούσια θα κλίνονταν για τόσες ώρες τα ενδύματα μέσα στη σκοτεινή αποσκευή; Μα κανείς δεν τα ρωτούσε, ούτε κι αυτά θ’ απαντούσαν. Ίσως από αξιοπρέπεια, ίσως επειδή ανάλογη γνώση θεωρούταν μερική, ενίοτε άχρηστη. Κι όλοι κούρνιαζαν στην πρώτιστη ασφάλεια της αδαημοσύνης. Κι όπως η Περσεφόνη κατάπιε του ροδιού πυρσό στον Κάτω Κόσμο διαρρηγνύοντας την επιβεβλημένη νηστεία εισορμώντας στον Κυρίαρχο των Ίσκιων κι εναλλάσσοντας τη διαβίωσή της στον Πάνω και Κάτω Κόσμο, έτσι μόνο κι η άγνοια μπορεί να διαρραγεί απ’ ανθρώπου παρέμβαση. Κι ο μπαμπάς ωστόσο βουβός και περίσκεπτος. Να ‘κανε κι εκείνος τις ίδιες σκέψεις για τα ρούχα, δείκνυε αδύνατον. Να βαθουλώσεις ήθελες μ’ ένα κατσαβίδι τον λογισμό του, να ξεπηδήσουν τα κλωθογυρίσματα απ’ τ’ απάτητο της λίμνης, όπου μονάζουν σαν μόρφωμα λαθροβίωτο. Κι όταν το φερμουάρ γρύλισε και τα τοιχώματα της βαλίτσας φάσκιωσαν τον ρουχισμό σφιχτά κι η μαμά εξαφανίστηκε στ’ άδυτα της κουζίνας, γονάτισε μπροστά σου κοιτώντας τους σαγηνευτικούς ιριδισμούς στα μπλε σου μάτια. Κι ήταν σαν να έβλεπε τα δικά του, σαν το βλέμμα του προσωπείου του να διέφυγε και να βρήκε καταφύγιο στα δικά σου σκαψίματα.
-Θα με περιμένεις όνειρό μου; Σου υπόσχομαι να γυρίσω γρήγορα.
Και θα ήταν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που δεν θα τον συγχωρούσες, επειδή είπε ψέματα και δεν τήρησε την υπόσχεση. Κι ΕΣΥ σε πείσμα υποσχέθηκες στον εαυτό σου πως το ψέμα θα είναι εχθρός σου και πως άλλον άνδρα δεν θα εμπιστευτείς ν’ αγαπήσεις, έτσι για τιμωρία του πεθαμένου που φεύγοντας κλείδωσε όλα σου τα συναισθήματα κι εκείνα ανεξάρτητα κι ασάλευτα δεν αχολογούσαν. Ούτε όταν τις νύχτες ξυπνούσες κάθιδρη και κουρασμένη που προσπαθούσες να διώξεις εκείνον τον θεόρατο μαύρο σκύλο που στρογγυλοκαθόταν δίπλα στο σκαμνί σου κι εκζητούσε τη συντροφιά σου. Κι όταν βεβαία ήσουν πως τον έβγαλες έξω και μαντάλωσες την πόρτα, γυρίζοντας το βλέμμα τον θωρούσες πάλι στην ίδια θέση, περιχαρή να θεμελιώνει την αδιάσειστη πίστη του κι ατάραχο να σε περιμένει. Κι ο μόνος τρόπος να τον αποφύγεις ήταν ο ξύπνος, κάλλιο να κρυφοδάγκωνες του σκοταδιού τις παχιές στρώσεις, αφού αυτόνομες κι αυτές τον έλεγχο επιδίωκαν της σκέψης και των συναισθημάτων. Κι όπως η μούργα κατακάθιζε σε πάτο ξύλινου βαρελιού, με καρτερία όμοια καταχτιόταν η θλίψη. Κι είχε την ικανότητα να καμπυλώνει ακμές, να κοιλαίνει της ψυχής τ’ αβαθή, να οξύνει την τραχύτητα, ακόμη και την αξιοπρεπή κι απαραίτητη στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Και κάθε που έβλεπες τη μάνα να ετοιμάζει τους κουβάδες, τ’ απορρυπαντικά και τα σφουγγάρια, ψυχανεμιζόσουν την πολύωρη επίσκεψη. Κι ήθελες λίγη σκόνη ν’ αρπάξεις απ’ τα τριμμένα κάρβουνα, ν’ αλείψεις το πρόσωπό σου, να γίνεις αόρατη. Ή να τρέξεις πίσω απ’ το κούφωμα της χαλασμένης να κρυφτείς πόρτας, μη κι αποφύγεις στην αλάνα να σε τραβολογήσει των πεθαμένων. Επειδή όταν νυχοπατούσες ανάμεσα στα μνήματα βλέποντάς την να τρίβει με μανία τον τάφο του πατέρα, «να γυαλίσει το μάρμαρο» όπως έλεγε, ένας άνεμος παγωμένος ξεκλήριζε τις ορθόκλαδες αφάνες των δένδρων, που διασπαθίζονταν βλοσυρά στης γλίτσας την ανημποριά. Κι ένιωθες μπρος σε τέτοια εμπνευσμένη αποκάλυψη απαρηγόρητη κι απελπισμένη. Ίδια ο Κυπάρισσος που μόνος υπαίτιος για τη θανάτωση της αγαπημένης του συντροφιάς. Κι αναρωτιόσουν για ποιο λόγο άραγε χρειαζόταν να γεμίζεις συνέχεια τον κουβά με νερό, αφού κι εκείνο σάστιζε απ’ τα δάκρυα που ρετσίνιαζαν πάνω στους κορμούς. Κι έφερνες, το δάχτυλο αργά στα χείλη παρακαλώντας τη μικρή σου αδερφή να μην θορυβεί, επειδή δημιουργούσε παράσιτα σ’ εκείνη τη μελωδία, που ερχόταν από κάπου μακρυά, αφού στο νεκροταφείο απαγορεύονται οι μουσικές υποκρούσεις, και δεν ήταν παρά κάποιοι κόκκοι κονιορτού που τολμούσαν την παρθενική τους εξόρμηση, και παρέσυραν του θανάτου τις νόμιμες αξιώσεις στη συμπάθεια. Κι αυτό το μειδίαμα ικανοποίησης, που φράκαρε στο στόμα της μάνας με το πέρας της καθαριότητας, δεν σου φαινόταν παρά μια παράλυτη ζαρωματιά, που όσο κι αν προσπαθούσε να εξογκώσει την αξία της πράξης, το μόνο που κατάφερνε ήταν να επιτείνει την απάθειά σου…
Και τότε είναι που ξυπνάς ιδρωμένη. Τι αξεδιάλυτο όνειρο! Τα όνειρα μας επισκέπτονται δίχως γιατί, δίχως διότι. Πρώτη φορά π’ η στενότητα σε πνίγει του χώρου. Το θώρι ν’ αναζητά παρηγοριά στον καλόγηρο στη γωνιά του δωματίου, ‘κει που το ξεθωριασμένο καφέ κρέμεται παλτό, μια θλίψη αναδίδοντας άθικτη στις πτυχώσεις. Πάντα μαζί της σιωπηρά καυγάδιζες, χωρίς να υφίσταται σοβαρός λόγος ή βαρύγδουπη αιτία. Ύστερα μια παραίτηση ξεδίπλωνε μ’ άτεγκτη ευδαιμονία τα μαγνάδια της. Κι ΕΣΥ κρατούσες μούτρα στο πανωφόρι, που για να το εκδικηθείς, έρμαιο το παρέδωσες στη σκόνη, η οποία με νηφαλιότητα το πάχνιασε, όχι για να σταθεί σύμμαχός της αλλά για να της αποδείξει την εύγλωττη παραφθορά. Απτόητο το ένδυμα, στη διάρθρωση της ύφανσης υπόθαλπε δυνάμεις σύγκρουσης κι ενότητας. Και τον μεγάλο καθρέφτη που έσπασες πάνω στα νεύρα σου. Μην από φόβου αλύχτισμα δεν ήταν πάλι!
Τρέχουν οι άνεμοι αναμαλλιασμένοι, στην καμπή τ’ ουράνιου ν’ αγγιχτούν τόξου. Τη Γη να θωπεύσουν, να τίκτει το κύμα υπό το όραμα του αφοπλισμένου κόσμου. Με πόση λεπτότητα σφαιρικά να καλύψεις, τους συμβιβασμούς ισχύος και ηθικής. Είναι κάθε που της ασφάλειας οι στόχοι, βασικούς διαμορφώνουν παράγοντες. Είναι κάθε που της ισορροπίας τα σκοπούμενα, σε συναινετική ενώνονται ηγεμονία. Βαριές οι αλυσίδες στη σκέψη, κι αυλάκι το αίμα στα χαλάσματα. Διαθλάται ή περιθλάται ο αφανισμός;
Όσες ράγες σιδηροδρομικές κι αν έστρωσες, τη φτώχεια σου αντίκρυζες το βράδυ. Και γύρωθεν άδειες αγκαλιές, να μην κλαίνε-να μην γελούν-να μην ζητούν. Σαν πράξη συνεχή κι ατελεύτητη. Κι όπως το κάθε Κόμμα τους διαφωνούντες σαν διασπαστές αποκήρυττε. Κι η συρρίκνωση του Κόσμου, σαν συναίσθημα αθιγγανικό.
Pages: 1 2