Το πεπρωμένο μ’ ανάρμοστη συγκίνηση,
Σε δερματόδετους τόμους κρατά πρακτικά.
Από το 1600 ως και το 1900 οι «Ιστορικοί» επισημαίνουν «μείωση της πείνας», φαινόμενο που συσχετίζεται με την δημουργία των σύγχρονων κρατών, οι κεντρικές κυβερνήσεις βρίσκονται μεν στα απροσπέλαστα «ανάκτορα», οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων είναι δε σε θέση να ελέγχουν τη διαθεσιμότητα των τροφίμων.
Σημειώνεται θεαματική αύξηση της γεωργικής παραγωγής και των τεχνολογικών καινοτομιών, συμπορεύοντα με την αύξηση του πληθυσμού, για την οποία «ανησυχούν» κα προσπαθούν να εξηγήσουν πολλοί συγγραφείς-δοκιμιογράφοι:
-
Ο Malthus διατείνεται πως ο πληθυσμός αυξάνεται γεωμετρικά ενώ οι προήθειες σε τρόφιμα μεγεθύνουν αριθμητικά.
-
Ο Hugo δηλώνει πως στα μέσα του 20ου αιώνα ήταν ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι τα «μέτρα της Δημόσιας Υγείας» διευκόλυναν την αύξηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού, μειώνοντας τα οφειλόμενα σε ασθένειες ποσοστά θνησιμότητας.
-
Οι McKeown & Kaas αρνούνται ότι τα «ιατρικά μέσα» έπαιξαν μείζονα ρόλο αλλά μόνο η διεύρυνση της παροχής τροφίμων εξηγεί ικανοποιητικά την αύξηση του πληθυσμού.
-
Η Boserup επιμένει ότι η ίδια η αύξηση του πληθυσμού επέφερε την ανάγκη για αύξηση της παραγωγής και κατ’ εφαπτομένη των τροφίμων.
-
Οι Watkins & Van de Walle τοποθετούν ως ευλογοφανή τη θεωρία πως «ουδέποτε ο Λιμός αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα ανάσχεσης τπου πληθυσμού».
-
Ο McNeill συνεπέρανε πως οι διάφορες επιδημίες που προκλήθηκαν κατά την αποικιοκρατική μίξη των πληθυσμών απ’ την εισαγωγή νέων οργανισμών σε παρθένες πληθυσμιακές ομάδες που δεν είχαν προηγουμένως αντιμετωπίσει παρόμοια λοιμώδη νοσήματα, εξαλείφθηκαν όχι μέσω της παγκόσμιας υποβολής του ανθρώπου σε «μέτρα βελτίωσης της διατροφής και της υγιεινής» αλλά μέσω της επιβεβλημένης προσαρμογής του ανθρώπινου οργανισμού σε μικρο-οργανισμούς νέου τύπου.
Μέσα από την παρατήρηση των ως άνω εκδοχών προκύπτει μία αυξομείωση του πληθυσμού, η οποία εμφανίζει φαινομενική σχέση με τα διαθέσιμα αποθέματα τροφίμων, τουλάχιστον ως και το 1800, ενώ αργότερα και όσο πλησιάζουμε στο σήμερα η Πείνα ενδημεί σε πολλές περιοχές ανεξάρτήτως της διαθεσιμότητας των τροφίμων, πράγμα που καταδεικνύει ξεκάθαρα το πρόβλημα του «δικαιώματος επί των τροφίμων», το οποίο συγκαλύπτεται από την εμφάνιση του τεχνοκρατικού όρου «κυβερνητική επάρκεια» σχετικά με τον αμεσότερο προσδιορισμό κι αντιμετώπιση του επισιτισμού.
Στην προ-βιομηχανική Ευρώπη, η τροφοδοσία έθετε όρια στην αύξηση του πληθυσμού. Κατά τη μεταγενέστερη διεύρυνση της τροφοδοσίας προστατεύεται ανταλλακτικά το «δικαίωμα στην τροφή» σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα, όσοι υπηρετούν τον κρατικό μηχανισμό κυρίως. Συγκροτείται η «πολιτική αντιμετώπιση των Λιμών», που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά «εμποροκρατικές θεωρίες», μηχανισμοί δηλαδή ελεγχόμενης διανομής τροφίμων με σκοπό την ανάληψη ή την παραμονή των κυβερνήσεων στην Εξουσία.
Αν στην περίοδο αποικιοκρατίας τα υπερπόντια εδάφη εξασφάλιζαν μια «καινούρια παρτίδα λαών» για εκμετάλλευση, επειδή τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους έστεκαν ευεπίφορα στο σχηματισμό φυλετικών δογμάτων και παρεπομένως λειτουργούσαν ως κρηπίδα δικαιολόγησης της υποδούλωσής τους, σιγά-σιγά περνάμε στη διεύρυνση (ήσυχες νύχτες) του όρου «Πολίτης», «παγκόσμιος Πολίτης» κατά προτίμηση, ώστε να συμπεριλαμβάνεται οποιοσδήποτε κατοικεί σε «εθνικό κράτος». Το «δικαίωμα του Πολίτη» αποκτά «κοινωνική σημασία», ώστε:
-
να αντανακλά αφ’ενός ισχυρούς φραγμούς «κοινωνικής κάστας-τάξης» προς σμίλευση ενός ανθεκτικά ανταγωνιστικού σκαριφήματος ενδο-ευρωπαϊκού Ιμπεριαλισμού και εσωχώριας ανισότητας.
-
να συνοψίζεται αφ’ετέρου στην «αναγκαιότητα» της Διεθνοποίησης προς αποδοχή των Εθνών ως επιμέρους γρανάζια της Οικονομίας, επειδή η ύπαρξη μιας μορφής Οικονομίας συνιστά βασική προϋπόθεση προς πυροδότηση επαναστάσεων που στην ουσία αποτυπώνουν απλώς την ανάπτυξη της «Δημόσιας Σφαίρας», έναν χώρο τουτέστιν δημοσίων συζητήσεων πάνω στην ημερήσια διάταξη των θεμάτων.
Σαφέστατα ο Λιμός και ο Υποσιτισμός ταλάνιζε πολλές περιοχές από αρχαιοτάτων χρόνων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τη Γης, η αγωνία για τον επισιτισμό των ανθρώπων προϋπάρχει του αποικισμού από τους Ευρωπαίους. Όπως ευφραδώς αναλύει ο Eric Wolf «ο διαχωρισμός των πληθυσμών σε αποικιακούς και σε προ-αποικιακούς συνιστά μία ανέντιμη παραπλάνηση». Οι «πρωτόγονοι» δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά κατά την «ανακάλυψή» τους από τους Ευρωπαίους, απλώς οι Eυρωπαίοι ηθελημένα και τεχνηέντως συσχετίζουν όλες τις δραστηριότητες εξαρτήσεων-ανταλλαγών με την «Δυτική Ιστορία» και αφού προηγουμένως προξένησαν τεράστιο ρήγμα, το οποίο παρακάμπτουν ενδύοντάς το με τη θεωρία του «ιστορικού συνεχές».
Σε κάθε τύπου κοινωνική συσσωμάτωση οι ιδεοληψίες συμπλεγμάτων-ιεραρχίας κατασκευάζουν «ελλείψεις τροφίμων» προς κατασίγαση. Ενώ στις πρωταρχικού τύπου ανθρώπινες ομαδοποιήσεις ο Λιμός περιοριζόταν σε περιοχές άγονες ή στέρφα νερά με συνηθέστερη αντιμετώπιση την μετακίνηση σε ευφορότερα εδάφη και υδάτινα οικοσυστήματα προς άγραν τροφίμων. Κατά τις χιλιετίες του «εκ-πολιτισμού» η σύγκρουση με την τεχνολογική παραγωγή και τη δέσμευση των ανθρώπων στην «αυτοχθονία» τους μεγεθύνει, παρατηρείται το φαινόμενο του «μη-εντοπισμένου» Λιμού, όρος που εισάγουν οι Pelto & Pelto γα να εξηγήσουν την έξαρση του υποσιτισμού στα κράτη-έθνη πλέον, μέσα στο πλαίσιο των οποίων η εκμετάλλευση των φυσικών χώρων δεν είναι αντικείμενο αυτοσχεδιασμού αλλά διαδικασία μάθησης που απαιτεί σκληρή «εκ-παίδευση» και καταλήγει στη διαίρεσή της σε ατομικές περιουσίες που διαχωρίζονται με διοικητικά όρια.
Οι Pankhurst & Zwede δίνουν στοιχεία για την Οικονομία της Αιθιοπίας, η οποία και πριν από την αποίκησή της ως εθνικό κράτος δημιουργούσε σοβαρές ελλείψεις τροφίμων με στόχο την κατόπτευση εξεγερσιακής δυσαρέσκειας και παρεπόμενη επιστασία επί των κατοίκων. Ο Durrill καταδεικνύει την τοπική Αρχή της Σομαλίας για το σύστημα αντιμετώπισης της ξηρασίας, το οποίο λειτουργούσε ως μοχλός ανατροπής εισαγωγής αγαθών.
Όλες οι μικρο-κοινωνίες, μετά σαφώς από την μετάβαση στην καλλιέργεια-οικειοποίηση αγαθών, είχαν επινοήσει συστήματα παραγωγής τροφίμων απλής ωστόσο συντήρησης. Με την έλευση των Ευρωπαίων το ενδιαφέρον στρέφεται αφ’ενός στη διασφάλιση του σφετερισμού των νέων πλουτοπαραγωγικών πόρων και αφ’ ετέρου στον χαρακτηρισμό των επιχώριων ως «εργατικό δυναμικό» και παρεπόμενη εκμετάλλευσή του, οι γηγενείς αναγκάζονταν να καλλιεργούν πλέον τα φυτά των Ευρωπαίων στις φυτείες, τα λεγόμενα «Μεγάλα Αγροκτήματα=Hacientas», θεσμός που εισάγεται-επιβάλεται δια της βίας και των όπλων.
Ο Brockway αναφέρει τα εγκαίνια των «περίφημων Βασιλικών Κήπων Kew» το 1759 στην ομώνυμη περιοχή δυτικά του Λονδίνου, οι οποίοι συνιστούν ένα από τα γνωστότερα κέντρα ενός απέραντου δικτύου βιολογικών πόρων, που ιδρύονται με σκοπό την «επίτευξη-εξέλιξη-εξαγωγή υβριδίων». Πρόκειται για τους «Ανακαινιστές» της Αγγλίας του 18ου αιώνα της μείζονος Αποικιοκρατίας, οι οποίοι επιδίδονται στην επινόηση βιοχημικών-μηχανικών καινοτομιών, χημικά λιπάσματα-θεριστικές μηχανές-εκκοκιστές-πιστοποιημένοι σπόροι. Η συνεχής αναζήτηση παραγωγικής γης προς καλλιέργεια εξαγώγιμων προϊόντων προοιωνίζεται την επιστάμμενα σχεδιασμένη «διεθνοποίηση« των φυτών, η οποία με τη σειρά της υποθάλπει τον «Βιολογικό Ιμπεριαλισμό».