Αιδώς, Αργείοι!!!
Τουλάχιστον απ’ το 1979 υπάρχουν εμπεριστατωμένες αναφορές στην επαγγελματική σχέση ανάμεσα στις οικογένειες Μπους-Λάντεν. Λίγες ημέρες μετά το συμβάν και συγκεκριμένα στο φύλλο της 27ης Σεπτέμβρη, η Wall Street Journal ανακοινώνει: «Εάν οι ΗΠΑ αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τη θεωρούμενη τρομοκρατική δραστηριότητα του Οσάμα μπιν Λάντεν, μπορεί να βρουν έναν εντελώς απρόσμενο ευεργέτη, την εξαιρετικά εύπορη σαουδαραβική οικογένεια του κυρίου Λάντεν, η οποία έχει επενδύσει σ’ ένα πρόγραμμα του ομίλου Carlyle στοχευμένο στις εξαγορές εταιρειών συστημάτων αμύνης…». Αναξέει πληγάς η εν λόγω ρήση για τον απλό λόγο ότι ο Μπους ο πρεσβύτερος ανήκει στο εντεταλμένο συμβούλιο του Ομίλου Carlyle, τουτέστιν είναι υπάλληλος των επιχειρήσεων της οικογένειας Λάντεν!
Περίπου ένα δίμηνο αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 2001 η Agence France Presse δημοσιοποιεί τη διαρρεύσασα είδηση: «Πράκτορες του FBI στις ΗΠΑ, που ανακρίνουν συγγενείς του σαουδαραβικής καταγωγής υπόπτου για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες Οσάμα μπιν Λάντεν έλαβαν τη διαταγή να διακόψουν τις έρευνες τους, λίγο μετά την ανάληψη της προεδρίας απ’ τον Τζορτζ Μπους…» Δόκιμο σ’ αυτό το σημείο ν’ αναρωτηθεί ο αναγνώστης σχετικά με τη διαφορά του όρου «αποτυχία», στην οποία στήριξαν οι Κυβερνώντες τ’ αποκαΐδια του φονικού, και στην έννοια «ντιρεκτίβα», η οποία περικλείει τα απολωλότα πρόβατα αυθαιρεσίας κι αρπακτικότητας των ισχυρών. Δόκιμο επίσης να θυμηθούμε τον John Rawls όταν διατείνεται στο βιβλίο του «Η θεωρία της Δικαιοσύνης»: «Ένας περιορισμός συνιστά η εξέταση των αρχών της Δικαιοσύνης, που θα διείπαν μία ευτεταγμένη Κοινωνία. Καθένας τεκμαίρεται ότι ενεργεί δίκαια και συνεισφέρει ό,τι του αναλογεί υποστηρίζοντας τη λειτουργία δίκαιων θεσμών…», η οποία ρήση εγείρει συγκεκριμένα ερωτήματα: 1) Πόσο ευτεταγμένη μπορεί να είναι μία από-πολιτικοποιημένη Κοινωνία; 2) Ποια η λειτουργία δίκαιων θεσμών σε κατακερματισμένο κι αγνοών κοινωνικό ιστό; Η αρχετυπική ισχύς του λαού, δηλαδή η επαναστατική πρόσβαση του συνόλου στα τεκταινόμενα, δεν υφίσταται. Συνακόλουθα δεν υφίσταται ούτε Δημοκρατία.
Ένα ακόμη λιθαράκι στην ενημερωτική γέεννα του πυρός έρχεται να προσθέσει η Washington Post στις 3 Οκτωβρίου κοινοποιώντας: «…απ’ τον Μάρτιο του 1996 οι σουδανικές υπηρεσίες θα αναλάμβαναν με μεγάλη χαρά να παρακολουθούν από κοντά τον Λάντεν για λογαριασμό των ΗΠΑ. Κι αν αυτό δεν ήταν αρκετό, η κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να τον συλλάβει και να τον παραδώσει. Ωστόσο Αμερικανοί Αξιωματούχοι ζήτησαν μόνο την απέλαση απ΄ τη χώρα του Σουδάν…». Το 1998 η κυβέρνηση Κλίντον βομβαρδίζει το εργοστάσιο Αλ Σίφα στο Σουδάν υπό το πρόσχημα υπόθαλψης τρομοκρατών, μεταξύ των οποίων και του Λάντεν, οι οποίοι συμμετείχαν στην παρασκευή χημικών-βιολογικών όπλων. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται για την άμοιρη αφρικανική χώρα, αφού στην ουσία το εργοστάσιο κατασκεύαζε εμβόλια για τον ΟΗΕ! Ακόπως καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο Λάντεν τυγχάνει μίας διακομματικής ασυλίας.
Η Μεγάλη σκακιέρα…
Κατά ειρωνική σύμπτωση κηρύσσουμε τον πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας. Και η κατάκτηση του Αφγανιστάν δεν είναι τίποτ’ άλλο από την αντικατάσταση των Ταλιμπάν από μία πιο συγκαταβατική κυβέρνηση, η οποία θα επιτρέψει στον κολοσσό Union Oil of California να διανοίξει τον πετρελαιαγωγό της. Μία μικρή αναδρομή σε άρθρα εφημερίδων κι ανακοινώσεις διθυραμβικές ιθυνόντων θα μας δημιουργήσει εύλογες απορίες για την έκβαση της σχέσης ανάμεσα σε ΗΠΑ-Αφγανιστάν ή καλύτερα ΗΠΑ-Ταλιμπάν.
Απ’ τον Δεκέμβριο του 1997 εκπρόσωποι των Ταλιμπάν εισέρχονται στο έδαφος του Τέξας, όπου εδρεύει η Εταιρεία Union Oil of California, με σκοπό να εκπαιδευτούν στην κατασκευή πετρελαιαγωγών προς εκμετάλλευση των πυλώνων ενεργειακών κοιτασμάτων της Κασπίας. Η προπαγάνδα στα ΜΜΕ αρχίζει να εμβολίζει τις ανθρωπομάζες, δυσμενώς διακείμενες όσον αφορά στην πολιτική των Ταλιμπάν. Τοιουτοτρόπως το Inter Press Service: «Ορισμένοι δυτικοί επιχειρηματίες αρχίζουν να αντιμετωπίζουν θερμά τους Ταλιμπάν, παρά το γεγονός ότι έχουν εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς τρόμου-σφαγών-απαγωγών-φυλακίσεων». Το CNN μπαίνει στην αρένα με τη φράση: «Οι ΗΠΑ επιθυμούν καλές σχέσεις με τους Ταλιμπάν, αν και δυσκολεύονται να τις επιδιώξουν ανοιχτά, όσο οι γυναίκες καταπιέζονται με αυτόν τον τρόπο». Η Wall Street Journal πως να σιωπήσει μπρος σε τέτοιας εμβέλειας αγρό του κεραμέως: «Είτε μας αρέσουν είτε όχι, οι Ταλιμπάν είναι οι πιο ικανοί τη δεδομένη στιγμή να διασφαλίσουν την ειρήνη στο Αφγανιστάν». Η New York Times ευπειθώς αναφέρει: «Η αμερικανική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την άποψη ότι μία ενδεχόμενη νίκη των Ταλιμπάν θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στο Ιράν και θα άνοιγε πιθανώς νέους εμπορικούς δρόμους που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την επιρροή της Ρωσίας και του Ιράν στην περιοχή».
Η επικοινωνία όμως μεταξύ ΗΠΑ-Αφγανιστάν το 1999 αρχίζει να βαίνει κατά κρημνών ένεκα της μη διασφάλισης εκ μέρους των Ταλιμπάν των προ-συμφωνηθέντων, συνδαυλίζοντας ορατό τον κίνδυνο πια να τεθεί η αμερικανική επιχειρηματικότητα που αναλύσαμε στη δεδομένη ζώνη εκτός νυμφώνος. Και η Washington Post στηρίζει την αλλαγή στη γραμμή πλεύσης: «Οι ΗΠΑ ευθυγραμμίζονται σιωπηρά με τα μέλη της ρωσικής κυβέρνησης που ζητούν ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον του Αφγανιστάν, ενώ φλερτάρουν μες την ιδέα μιας νέας εισβολής με σκοπό την εξάλειψη του Οσάμα μπιν Λάντεν». Υπαναχωρούσε η κυβέρνηση της Καμπούλ στην κατασκευή του πετρελαιαγωγού, σημαίνει τεράστια ζημία για την Union Oil of California και την Chevron, πρώην εργοδότη της Κοντολίζα Ράις! Κι ενώ στο όνομα της διάσωσης του Κόσμου βυσσοδομούν οι Άρχοντες ανά τη Δύση. Κι ενώ οι σκευωρίες περί της πολεμικής συρράξεως κατά της Ανατολής αφορμάται απ’ τα αμπάρια του ψεύδους, έρχεται ο Μοχάμεντ Χαϊκάλ, έγκριτος Αιγύπτιος δημοσιογράφος, να χλευάσει τις μηχανορραφίες: «Ο Οσάμα Λάντεν δεν έχει τις δυνατότητες για μία επιχείρηση τέτοιου μεγέθους. Όταν ακούω τον Μπους να μιλάει για την Αλ Κάιντα λες και είναι η Ναζιστική Γερμανία ή η Σταλινική Ρωσία, γελάω, γιατί ξέρω την πραγματικότητα. Ο Οσάμα βρίσκεται υπό παρακολούθηση εδώ και χρόνια, ενώ στην οργάνωση της Αλ Κάιντα έχουν παρεισφρήσει στελέχη των αμερικανικών-πακιστανικών-σαουδαραβικών-αιγυπτιακών μυστικών υπηρεσιών…»
Και σ’ αυτό το σημείο ας επισημανθεί μία φράση της κυρίας Hélène l’ Heuillet: «Ο πόλεμος εγγράφεται πάντοτε σε ένα σύστημα δικαιολόγησης που μας κάνει να αποδεχόμαστε ορισμένους φόνους και να απορρίπτουμε κάποιους άλλους. Ο επαναστατικός πόλεμος δεν είναι τόσο πόλεμος του λαού, όσο πόλεμος, ο οποίος διεξάγεται στο όνομα του λαού με βεβαιωμένο στόχο τη διασπορά του τρόμου μεταξύ των πολιτών»…
(Συνέχεια στην επόμενη σελίδα)