Η ήρεμη στέγη αυτή η γεμάτη περιστέρια
Ανάμεσα απ`τα πεύκα και τους τάφους πάλλει.
Η δίκαιη Μεσημβρία πλάθει εδώ από φλόγα
Τη θάλασσα που ξαναρχίζει πάλι!
Ω ανταμοιβή των τόσων στοχασμών:
Την ηρεμία ν`ατενίζεις των Θεών!
(Ακούστε την απαγγελία)
Ποιο έργο αγνό από λεπτές λάμψεις αναλώνει
Χίλια απ`αδιόρατον αφρό διαμαντικά
Και ποια θαρρείς πως συλλαμβάνεται γαλήνη!
Σαν στέκει ο ήλιος απ`την άβυσσο ψηλά,
Καθάρια έργα από μια αιώνιαν αιτία,
Μαρμαίρει ο Χρόνος κι είναι τ’ Όνειρο σοφία.
———————-
Ναέ του Χρόνου που ένας στεναγμός σε κλείνει,
Ανέρχομαι εδώ πάνω πια και συνηθίζω,
Απ`το θαλασσινό μου βλέμμα κυκλωμένος.
Και σαν στους θεούς την προσφορά μου να κομίζω,
Σκορπίζει η γαλήνη μαρμαρυγή
Μια καταφρόνια στα ύψη μεγαλοπρεπή.
———————-
Όμορφε, αληθινέ ουρανέ, δες με ν`αλλάζω!
Μετά από τόσο τύφο, τόσην οκνηρία
Παράξενη, όμως δύναμη γεμάτος,
Αφήνομαι στων διαστημάτων τη μαγεία,
Στους οίκους των νεκρών σαν σκιά βαδίζω,
Την άτονη την κίνησή τους συνηθίζω.
———————-
Ω μοναχά για μένα και σ`εμένα, δίπλα
Σε μια καρδιά, στου ποιήματός μου τις πηγές,
Ανάμεσα στο γεγονός και το κενό
Ακούω του εντός μου μεγαλείου την ηχώ,
Στέρνα πικρή, ηχηρή και ζοφερή, που βγάζει
Μες στην ψυχή μου υπόκωφο ήχο και μελοντικό!
Ξέρεις, κίβδηλε αιχμάλωτε των φυλλωμάτων,
Κόλπε που ετούτες τις ισχνές κιγκλίδες τρως,
Μες στα κλειστά μου μάτια λάμψεις μυστικές,
Ποιο σώμα με τραβά στο Τέλος διαρκώς,
Ποιο μέτωπο το σπρώχνει στη σκληρή αυτή γη;
Στοχάζεται εδώ τους νεκρούς μαρμαρυγή.
———————–
Πάμφωτη σκύλα, διώξε τους ειδωλολάτρες!
Όταν μειδιώντας σαν ποιμένας μοναχός μου
Βόσκω το μυστηριώδες μου κοπάδι για ώρα,
Των τάφων τη λευκήν αγέλη εμπρός μου,
Τις φρόνιμες περιστερές διώξε επιτέλους,
Όνειρα μάταια και περίεργους αγγέλους!
Εδώ που ήρθα, είναι νωχέλεια το μέλλον
Το έντομο ξύνει εδώ σκληρά την ξηρασία,
Τα πάντα φλέγονται και γίνονται στον αέρα
Κάποια αυστηρή μα κι άγνωστή μου ουσία…
Η ζωή πλατιά και μεθυσμένη απ`απουσία,
Καθάριο είναι το πνεύμα και γλυκιά η πικρία.
———————–
Pages: 1 2