Το Αντικείμενο

Το Αντικείμενο

Κι η Γύμνια στη μέση του δρόμου.

Με την προστυχιά της, μια πλαστική βόμβα που προκαλεί∙

Ζημιές στα τροχοφόρα των Διπλωματών.

 

Οι πολιτικές συμβιβασμού εξαπλώνονταν και στα δύο άκρα του πλανήτη με περικοπές κατανάλωσης-αυξήσεις φόρων-στρατιές ανέργων-αφανισμό καταθέσεων-άδεια ταμεία-εκτεταμένες ταραχές.
Τα πεδία των «ανθρώπινων αναγκών» περιμένουν τους θεσμούς εκτόνωσής τους, και εφόσον ο θεσμός οριοθετεί εκ των πραγμάτων τη σχηματοποίηση οποιουδήποτε πεδίου καθορίζοντας κι επιβάλλοντας ορισμένα πρότυπα δράσης που χαρακτηρίζουν κάποια συνομάδωση, η Ηθική, το Δίκαιο, συλλαμβάνονται στις τυπικές λειτουργίες τους, Εκπαίδευση-Υγεία-Οικονομία-Πολιτικό Σύστημα, και εκπληρώνουν την «έννομη σχέση» τους με τον Πολίτη δια μέσου της οργάνωσης των τυπικών εκφάνσεών τους, Σχολείο-Νοσοκομείο-Στρατόπεδο-Δικαστήριο-Συνδικάτο-Κόμμα-Φιλοσοφικό Ιδεώδες-Θρησκευτική Πεποίθηση.
Δεν είναι καθόλου εφικτός ο σχεδιασμός μιας μελέτης για την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία να προσφέρει «θεωρητικοποιήσεις στηριγμένες σε αδιαμφισβήτητα ευρήματα», οι οποίες ωστόσο πολλαπλασιάζονται και δαιμονοποιούν κάποιες αντιδράσεις θέτοντας τα όριά τους, τα οποία «όρια» με τη σειρά τους καθορίζονται από συγκεκριμένα κριτήρια κάθε φορά ανεξάρτητα με την κοινωνική συνομάδωση. Είναι βέβαιο ότι σε κάποιο επίπεδο αφαίρεσης όλοι μοιάζουμε μεταξύ μας, επειδή είμαστε άνθρωποι. Αυτό ονομάστηκε «Ψυχική Ενότητα του Ανθρώπινου Γένους». Υπάρχουν ωστόσο δύο διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς στους όρους -ημική και -ητική, τους οποίους εισάγει πρώτος ο Ανθρωπολόγος Pike το 1954:

 

  • η ητική. Αν υπάρχει καθολικά αποδεκτή συμπεριφορά σε κάποιο επίπεδο υψηλής αφαίρεσης ως «επιθετική», τότε κρίνεται ως -ητική.

  • η ημική. Ένα συγκεκριμένο όμως είδος «επιθετικής συμπεριφοράς», η οποία ανήκει αποκλειστικά σε μια κοινωνία, ορίζεται ως -ημική.

 

Πρόκειται για νεολογισμούς, που αντανακλούν έννοιες που χρησιμοποιούνται ανέκαθεν στη Γλωσσολογία και αναφέρονται στις διαφορές μεταξύ των φωνημάτων=phonemics, δηλαδή οι ήχοι, των οποίων το νόημα ανήκει αποκλειστικά σε μία συγκεκριμένη γλώσσα, και των φωνητικών συμβόλων=phonetics, δηλαδή οι ήχοι που χρησιμοποιούνται σε όλες τις γλώσσες ανεξάρτητα από τη νοηματική τους διαφοροποίηση.
Ο ερευνητής Gordon το 1923 ενδιαφερόταν να παρατηρήσει μία ομάδα άπορων ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούσαν σε βάρκες σε Αγγλικά κανάλια και τα παιδιά δεν παρακολουθούσαν σχολείο κανονικά. Ο τρόπος ζωής τους προκαλούσε την περιφρόνηση των ευπορότερων μελών της Κοινωνίας, καθώς τους θεωρούσαν «τεμπέληδες και ηλίθιους», ενώ η ανικανότητά τους να συμπεριφερθούν όπως οι Μεσοαστοί αποδιδόταν σε «έλλειψη νοημοσύνης».
Αυτή ήταν μια κοινή αντίδραση της κυρίαρχης τάξης μιας κοινωνίας προς οποιονδήποτε, ο οποίος για διάφορους λόγους δεν επιτυγχάνει αυτό που οι μύθοι της Κοινωνίας θεωρούν ότι «μπορεί ο καθένας να επιτύχει, αρκεί να το θέλει».
Ο Gordon, αμφιβάλλοντας για την «εγγενή έλλειψη νοημοσύνης», αποφάσισε να «μετρήσει τη νοημοσύνη» των παιδιών με τα tests Binet, μέσω των οποίων έβγαλε μία «εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία» με δείκτη νοημοσύνης IQ ίσο με 60. Όσο τα παιδιά ήταν μεγαλύτερα, τόσο «χαμηλότερη» εμφανιζόταν η βαθμολογία. Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα πως «τα παιδιά δέχονταν αρνητικές επιδράσεις στη νοητική τους επίδοση, οι οποίες συσσωρεύονταν με την πάροδο της ηλικίας. Η επίδοσή τους στα tests αντανακλούσε τις πολιτιστικές συνήθειες του περιβάλλοντος και δεν αποτελούσε αντιπροσωπευτική μέτρηση νοητικών δυνατοτήτων».
Τα ευρήματα δηλώνουν την αδυναμία των tests. Επειδή απλώς και μόνο ένα test αποκαλείται test Νοημοσύνης, δεν σημαίνει πως μπορεί και να μετρά τη Νοημοσύνη!! Ο δείκτης νοημοσύνης αποτελεί απλώς μία κωδικοποιημένη έκφραση του επιπέδου επίδοσης του ατόμου σε σχέση με το επίπεδο επίδοσης άλλων ατόμων σε κάποιες ερωτήσεις, οι οποίες έχουν επιλεγεί στη βάση του κριτηρίου ότι το test προβλέπει ικανοποιητικά την όποια επίδοση, σχολική-κοινωνική-εργασιακή.
Ο ίδιος ο Binet έχει δηλώσει πως κατασκεύασε το test νοημοσύνης ύστερα από απαίτηση του Εκπαιδευτικού Συμβούλου του Παρισιού, που πίστευε ότι η πόλη δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά το βάρος της εκπαίδευσης όλων των παιδιών. Τα μέλη του Ανωτάτου Συμβουλίου ήθελαν να προβλέψουν ποια παιδιά είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποτύχουν, κάτι που συνάρθρωνε με την οικονομική τους κατάσταση!! Ένα test νοημοσύνης δεν είναι εν τέλει παρά ένα test σχολικής επίδοσης και είναι σαφές πως όσο περισσότερο ενσωματώνεται το άτομο στον συγκεκριμένο Πολιτισμό κι επομένως και στο Εκπαιδευτικό Σύστημα που προτάσσει, τόσο υψηλότερη επίδοση παρουσιάζει στα «tests» και στην κάθε είδους «βαθμολόγηση».

Οι μελέτες των προβολικών τεχνικών φαίνονται «χρήσιμες» για την Ψυχολογία αλλά «τεχνηέντως ορθές» και σίγουρα προβληματικές, όπως αναλύει ο Lindzey σε πραγματεία του:

 

  • Οι τεχνικές αυτές επιβάλλουν τη γλώσσα της Παθολογίας. Έτσι, οι προσωπικότητες που προκύπτουν από τη βαθμολόγηση εμφανίζονται απαραίτητα σχεδόν λίγο ως πολύ «ασθενείς».

  • Τα στοιχεία δεν προσφέρονται για ποσοτική και στατιστική μέτρηση. Οι μελέτες σπάνια προσδιορίζουν τη φύση της διαδικασίας δειγματοληψίας, που χρησιμοποιούν, έτσι ώστε δεν είναι γνωστό κατά πόσον η οποιαδήποτε περιγραφή, που προκύπτει, μπορεί να ισχύσει από συγκεκριμένο πληθυσμό.

  • Αναζητώντας τα υποτιθέμενα «βαθιά χαρακτηριστικά προσωπικότητας», όποια κι αν είναι αυτά, οι ερευνητές της Σχολής Πολιτισμού και Προσωπικότητας αγνοούν συνήθως την έκδηλη συμπεριφορά.

  • Η χρήση προβολικών τεχνικών στον Πολιτισμό για τον οποίον επινοήθηκαν, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, είναι αρκετά δύσκολη. Η χρήση τους απαιτεί τον προσδιορισμό λεπτών γλωσσολογικών στοιχείων, ενώ η αντικειμενικότητα των διαδικασιών βαθμολόγησης είναι αμφίβολη. Επίσης, οι απαντήσεις αντανακλούν, ενδεχομένως, πολιτιστικές μεταβλητές, όπως είναι οι πρόσφατες εμπειρίες-η στάση απέναντι στα tests-οι οποίες προέρχονται από τη συμπεριφορά του εξεταστή. Το καθένα από αυτά τα προβλήματα οξύνεται, όταν χρησιμοποιούνται τέτοια όργανα σε κοινωνίες ξένες προς τον ερευνητή.

 

 

Στην έρευνα για την «αντιληπτική σταθερότητα» υπάρχουν δύο Σχολές:

 

  • Οι Γενετιστές, οι οποίοι βεβαιώνουν πως η «αντιληπτική σταθερότητα» αποκαλύπτουν τις δομικές απαιτήσεις του ανθρώπινου νευρικού συστήματος και θεωρούν πως η εμπειρία ασκεί ελάχιστη σημασία στην αντίληψη. Στο έργο της η Gibson το 1950 υποστηρίζει ότι «το ζήτημα του πως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ένα τρισδιάστατο κόσμο, ακόμη κι αν αυτός παρουσιάζεται οπτικά σε επίπεδη επιφάνεια, τον αμφιβληστροειδή του ματιού, στην ουσία δεν αποτελεί πρόβλημα. Αυτό που συμβαίνει, είναι ότι η εικόνα του αμφιβληστροειδούς περιέχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται ο εγκέφαλος, προκειμένου να επεξεργαστεί αυτόματα το ερέθισμα. Έτσι το άτομο γνωρίζει άμεσα κι ενστικτωδώς, χωρίς να χρειάζεται να επεξεργαστεί περαιτέρω την πληροφορία ότι ζει σ’ έναν τρισδιάστατο κόσμο. Ο εγκέφαλος περιέχει μία εγγενή ικανότητα να αντιλαμβάνεται τον κόσμο στις τρεις διαστάσεις του». Οι περισσότεροι Ψυχολόγοι στην αρχή ήσαν «Μορφολογικοί Γενετιστές» και ακουθούσαν τη «μέθοδο Gestalt».

  • Οι Εμπειριστές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο τρόπος κατά τον οποίον συμπεριφέρεται ο οργανισμός, όταν κοιτάζει κάτι, αποκαλύπτει τον σημαντικό ρόλο της πρότερης εμπειρίας. Υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι ερμηνεύουν συστηματικά τα στοιχεία και από την προηγούμενη εμπειρία οδηγούνται με παραπλανητικό τρόπο στη «φαινομενική απολυτότητα». Είναι ο «αφελής ρεαλισμός», με τον οποίο ασχολήθηκαν πολλοί Φιλόσοφοι από την Αρχαιότητα ακόμη. Η αντίληψη δεν καθορίζεται από το ερέθισμα αλλά αποτελεί παράγωγο της εμπειρίας σε αλληλεπίδραση με το ερέθισμα. Υποστηρίζουν ότι το κλειδί της απάντησης στο κάθε ερέθισμα, βρίσκεται στην ανάλυση της εμπειρίας. Έτσι οι άνθρωποι διδάσκονται μέσα από τις προηγούμενες εμπειρίες τους και αυτό που μαθαίνουν τους καθιστά ικανούς να αποκτούν την εκάστοτε, ας πούμε τρισδιάστατη για το παραπάνω παράδειγμα, αντίληψη. Πρώτος ο Brunswik πρεσβεύει τον «συναλλακτικό λειτουργισμό», κατά τον οποίο «η αντίληψη αφορά σε μια σειρά από από λειτουργικές συναλλαγές μεταξύ του οργανισμού και του εισερχόμενου αισθητηριακού υλικού. Με τον όρο λειτουργικός προσδιορίζει τις συναλλαγές προσαρμογής, οι περισσότερες από τις οποίες συμβάλλουν στην επιβίωση του οργανισμού».

 

Η ανάγκη ανακάλυψης με παρεπόμενο στιγματισμό ή αποδοχή της σκέψης του «άλλου» εισάγει τον βιολογικό ντετερμινισμό υπό τας ευλογίας των «Επιστημών» και παραπέμπει σε λανθάνουσα μεροληψία αν όχι σε φανατικό εθνοκεντρισμό.
Ο Gould το 1981 καταγγέλλει τις πρακτικές αυτές καταδεικνύοντας:

 

  • μελέτες, που αξίωναν ότι αποκάλυπταν «διαπολιτιστικές διαφορές στο μέγεθος του εγκεφάλου», με δεδομένα αναμφιβόλως διαστρεβλωμένα από τις μεροληπτικές προσδοκίες των Ερευνητών.

  • προγράμματα εγχειρήσεων στείρωσης, νομικά επιβεβλήμενων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη συγκατάθεση ή έστω την επαρκή ενημέρωση των Γυναικών, που είχαν «χαμηλή βαθμολογία στα tests νοημοσύνης»!!

 

Τα προγράμματα αυτά ήταν επιβεβλημένα δια νόμου σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι και το 1972 και απεικονίζουν με δραματικό τρόπο τις ακρότητες, που μπορούν να προκαλέσουν οι «αφελείς και ταυτόχρονα επιστημονιές πεποιθήσεις» ότι η νοημοσύνη καθορίζεται βιολογικά και ότι η επίδοση στα tests αποτελεί ακριβή αντανάκλαση. Είναι προφανές ότι η χρήση «επιβεβλημένων προσεγγίσεων» ενέχει πολλούς κινδύνους, αφού δεν υπάρχει τρόπος εξακρίβωσης=επαλήθευσης των αποτελεσμάτων.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11

Leave a Reply