Έμαθα πως οι Πόλεμοι δεν ήταν αναίμακτοι και παραφρόνησα!
Να φλέγομαι άρχισα από ενθουσιασμό,
Που γίναν οι Λαοί κακόγνωμοι γα κάποιους λόγους∙
Η ανθρώπινη φύση είναι βασισμένη στα άγρια ένστικτά της και μη-υποκείμενη σε μάθηση-τάσεις. Οι προσπάθειες «ερμηνείας» της συντάσσουν καταστατικά προγραφών προς οργάνωση των βιολογικών διαστάσεων παρακάμπτοντας όμως σημαντικά στοιχεία που καταδεικνύουν σαφείς αποκλίσεις και επικαλύψεις προσδιορισμού.
Η «Κοινωνικοποίηση» ενδύεται σιγά-σιγά τον χιτώνα της «κανονικοποίησης», μέσα στο πλαίσιο της οποίας η «ανθρωπιστική μελέτη» ανατομεί τη χρησιμότητα κι επιγεννά την «Εθνογραφία» και τον «Πολιτισμό» ως μοχλούς αναπαραστάσεων επιβολής και διαχωρισμού.
Κάθε «Ιδέα» συνιστά ωστόσο ένα ολοκληρωμένο «Σύστημα Σκέψης», το οποίο αποκτά συγκεκριμένη ιεραρχική οργανωτική έκφραση προς συντήρηση και διαιώνισή του ανάλογα με την εσωτερική του τάση εξελικτισμού:
-
αν πρόκειται για «Ριζοσπαστική» τάση, ο πυρήνας της «Ιδέας» επικεντρώνεται στον συγκερασμό της αρχικής σύλληψης μέχρι και την έσχατη συνέπεια παρακάμπτοντας τις πιθανότητες «συμβατικής κοινωνικής επικύρωσης».
-
αν πρόκειται για «Συμβιβαστική» τάση, οι μοχλοί στρέφονται προς την επικύρωση της «Ιδέας» διαμέσου πλείστων συμβιβασμών ή και διαστρεβλώσεων.
-
αν πρόκειται για «Σταθεροποιητική» τάση, η προοπτική της «Ιδέας» περιορίζεται στη διατήρηση των «στενών κατακτήσεων» και στην προάσπιση της «απαραίτητης ισορροπίας».
Οι «Ιδέες» της «Εθνογραφίας» και του «Πολιτισμού» επινοούνται τεχνηέντως για να αποτελέσουν τον φέροντα σκελετό της Εξουσίας σε μία περίοδο, κατά την οποία καταρρέουν οι βεβαιότητες της φεουδαλικής καθημερινότητας και εισάγεται η «πίστη στην πρωτοκαθεδρία του ατόμου», μία «πρωτοκαθεδρία» όμως που «κινδυνεύει» να μετατραπεί σε «ασυδοσία» και κατ’ εφαπτομένη ο ίδιος ο άνθρωπος οφείλει να επιδείξει την ευμένειά του στην όποιας μορφής τροχοπέδη στην ελευθερία του ή σε αυτή των άλλων, κάτι που «επιχειρηματολογείται» το 1859, καθόλου επαρκώς κατά την ταπεινή μου γνώμη, απ’ τον Πολιτικό-Οικονομολόγο John Stuart Mill όταν ισχυρίζεται ότι «ο μόνος λόγος για τον οποίον μπορεί να ασκηθεί θεμιτά η εξουσία πάνω σε οποιοδήποτε μέλος της πολιτισμένης κοινότητας, παρά τη θέλησή του, είναι για να αποτραπεί κάποια βλάβη στους άλλους».
Αδόκιμο να μην επισημάνουμε την ασαφή οριοθέτηση των περιθωρίων της «βλάβης», η οποία για να αποφευχθεί αποκτά οργανωτικά χαρακτηριστικά πρόληψης πέντε σταδίων:
-
Το «Στάδιο της Ανόδου», κατά το οποίο το ενδεχόμενο «βλάβης» λειτουργεί ως μαγιά ζύμωσης «Ιδεών». Με ένθερμο ζήλο οι συμμετέχοντες επικαλούνται τη «νομιμοποίηση της ποικιλλομορφίας» και την «επαναφορά της άμεσης Δημοκρατίας».
-
Το «Στάδιο της Σταθεροποήσης», κατά το οποίο η ζυμωμένη «Ιδέα» φουσκώνει και δογματοποιείται, κάτι που περιχαρακώνει την ετερογένεια εν τέλει και παγιώνει την κυριαρχική επιβολή.
-
Το «Στάδιο της Επιβολής», κατά το οποίο η αρχική ζέση μεταλλάσσεται σε τυφλό φανατισμό, επικαλυμμένο απ’ το γραφειοκρατικό καθήκον, τόσο μα τόσο εθιστικό που οδηγεί τον άνθρωπο στις διαδικασίες του «αντιπροσωπευτικού Ολοκληρωτισμού», ο οποίος για να επιβιώσει πρέπει να αποκηρύξει οιαδήποτε «αιρετική σκέψη».
-
Το «Στάδιο της Αποσύνθεσης», κατά το οποίο η «γραφειοκρατική αντίληψη» αναφύεται ως η μοναδική λύση επιβίωσης, παρά την αποκάλυψη των εσωτερικών της αντιφάσεων. Ο «πλουραλισμός» βροντοφωνάζει την παρουσία του, τόσο επίπλαστη επειδή τελεί υπό ασφυκτικό έλεγχο κι εκφυλιστική πορεία.
-
Το «Στάδιο του Δημιουργημένου Χάους», κατά το οποίο ανασυντίθενται οι ήδη κατακτημένες «Ιδέες» ως μονοδρομική σχηματοποίηση φατριών με τις επανατοποθετήσεις τους να ισχυροποιούν τον «Πολιτικό Ολοκληρωτισμό».
Δεν αποπέμπεται αβρόχοις ποσί όμως η «αιρετική σκέψη». Ο «Πολιτικός Ολοκληρωτισμός» αναπάυεται στα «καθοδηγητικά του κέντρα», στρατιωτικές μονάδες-εκπαιδευτικά Ιδρύματα-νοσοκομειακές δομές-θρησκευτικές εστίες-προσκοπικές εγκαταστάσεις, όπου μεθοδεύεται η «Ενότητα» και συνήθως τελεσφορεί ο εξοβελισμός. με το αγκάθι της ανατροπής να ελλοχεύει πάντα εξ’ αιτίας των «ιδεολογικών» αντινομιών ως προς τον τρόπο επικυριαρχίας.
Όταν καραδοκεί η ανατροπή ο «Πολιτικός Ολοκληρωτισμός» αξιώνει τη «δημόσια ομολογία σφαλμάτων», η οποία με τη σειρά της αναγάγει το «σφάλμα» στο πλαίσιο της «κοινωνικής αξιολόγησης» με βάση την «κοινωνική ωφελιμότητα», η διεύρυνση ή συρρίκνωση της οποίας επαφίεται στο Δικαστικό Σώμα. Επιγέννημα της διαδικασίας αυτής είναι ο θεσμός της Φυλακής.
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό έδαφος ταλανίζονται από αλλεπάλληλες συγκρούσεις, Ένδοξη ή Βρετανική Επανάσταση το 1688-Αμερικανική Επανάσταση το 1775-Γαλλική Επανάσταση το 1789-Ρωσική Επανάσταση, 1917, οι οποίες εγκαθιδρύουν τον Κοινοβουλευτισμό και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο αστισμός και ο κομμουνισμός στα σπάργανά τους βασίζονται στην «Αρχή της Χρησιμότητας» ως «επιθυμία για ηδονή ή ευτυχία». Ο Jeremy Bentham, «Ωφελιμιστής=Utilitarian», αποκαλούσε τα φυσικά δικαιώματα «ανοησίες με ξύλινα πόδια» και υποστήριζε ότι «όπως κάθε άτομο μπορεί να υπολογίσει το τι είναι ηθικά καλό από την ποσόστητα ηδονής που αποκομίζει από μία συγκεκριμένη ενέργεια, έτσι και η Αρχή της μεγαλύτερης Ευτυχίας για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων μπορεί να χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να καθορίσει ποιες πολιτικές πρακτικές θα επωφελήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της Κοινωνίας». Παρεπομένως πρώτιστη μέριμνα ήταν να συγκροτήσει τις συνθήκες επώασης της «μεγαλύτερης Ευτυχίας για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων», τουτέστιν μιας ελεγχόμενης ευμάρειας για τις πελατειακές πληθυσμιακές ομάδες, κάτι που έγινε με συνταγματικά συστήματα, υπό την έννοια ότι προσπαθούν να περιορίσουν την εξουσία της διακυβέρνησης και να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα των πολιτών.
Απεργάζονται τοιουτοτρόπως:
-
έναν «εσωτερικό εμφύλιο στα όρια της πατρίδας» προς προστασία των κλαδικών κεκτημένων και κατά συνέπεια τη συντέλεση των ελαχίστων λειτουργιών της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης.
-
μία «εξωτερική ασύμμετρη απειλή απ’ την οποία κινδυνεύει η πατρίδα» προς άγραν συναίνεσης σχετικά με τις ελάχιστες λειτουργίες της διαφύλαξης της παγκόσμιας τάξης.
Αναδιαρθρώνεται εκ βάθρων λοιπόν η ρύθμιση της Τιμωρίας. Το Ποινικό Σύστημα υπόκειται σε αναθεωρήσεις και οι όροι «Νόμος» και «Έγκλημα» ανοικοδομούνται εννοιολογικά. Διακαής πόθος του Αστισμού αλλά και του Κομμουνισμού είναι το «Δικαίωμα της Τιμωρίας» και οι «επιστημονική δικαιολόγησή» του. Και η Ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά στον σχεδιασμό «Σύγχρονων Κωδίκων», Ρωσία, 1769-Πρωσία, 1780-Πενσυλβανία καί Τοσκάνη, 1786-Αύστρία, 1788-Γαλλία, 1791, οι οποίοι συνδέονται με τον «ανθρωπισμό» και καλλιεργούν υπερβολική ρητορεία. Στο όνομα της «εξαφάνισης των βασανιστηρίων» υιοθετούνται θεσμικές αλλαγές και ενιαίοι κανόνες δικονομίας, που υποθάλπουν αμφιλεγόμενες μορφές «θεσιακής αντικειμενικότητας», ώστε να αποφεύγεται η ανάλυση-εφαρμογή τους και δύσκολα να κλονίζονται καθώς στηρίζονται σε «ειδικές επιστημοσύνες» στο πλαίσιο συγκεκριμένων «ανθρώπινων σχέσεων».
Οι οδύνες του βασανισμού γίνονται διακριτικά «λεπταίσθητες» μέσα από τη συγκρότηση του «προλεταριάτου» και συγκαλύπτονται από την «ταξική τους Συνείδηση», ας μην ξεχνάμε πως το καθολικό δικαίωμα ψήφου για όλους τους άνδρες παραχωρείται στη Γαλλία το 1848, σε μία επικράτεια κατά κύριο λόγο αγροτική και βαθειά θρησκευόμενη, ώστε η πλειοψηφία των συντηρητικών ψηφοφόρων να επιθυμεί η ίδια την «εξαφάνιση του σώματος ως κύριο στόχο της ποινικής καταστολής». Το «προλεταριάτο» μάχεται στο προσκήνιο για την ανατροπή του Καπιταλισμού αλλά στο παρασκήνιο εναντιώνεται στο πρόταγμά του υπερασπιζόμενο τα «συμφέροντα της εργασίας».
Παρεπόμενο διακύβευμα είναι ο ψευδεπίγραφος εσντερνισμός του «ανθρωπιστικού εκμαγείου». Ο όχλος τώρα πια δεν συγκεντρώνεται στις πλατείες για ν’ ανταλλάξει προκλήσεις-χειροδικίες με τους βαρυποινίτες λίγο πριν την εκτέλεσή τους, τουναντίον «εκπολιτίζεται» και συναινεί στη μετατροπή της εκτέλεσης σε απλή «διοικητική πράξη». Η ποινή εν δήμω υποψιάζει πλέον τον θεατή, επειδή τον καταδεικνύει ως συνένοχο, μία θεσιακή ψευδαίσθηση αρκετά ύπουλη, επειδή μπορεί να θέσει σοβαρά εμπόδια στην «επιδίωξη της Δικαιοσύνης». Συνακόλουθα κι εφόσον προέχει η «κοινωνική ευημερία», η οποία δεν επιτυγχάνεται με την εξόφθαλμη «αναζωπύρωση της βιαιότητας», εξοβελίζεται η Τιμωρία στους κλειστούς χώρους της Φυλακής, ώστε η θεαματική της ένταση να απομακρύνεται από το πεδίο της «καθημερινής αντίληψης» και να εμφιλοχωρεί στην περιοχή της «αφηρημένης συνείδησης» ο βέβαιος κίνδυνος και μόνο της ποινής,
Στον μηχανισμό των αντιδράσεων του «Πολίτη» εισχωρεί ο συγκερασμός της «αποκλειστικής εξάρτησης από την ατομική ωφελιμότητα», τη δύναμη της οποίας οφείλει να εξυμνεί καθημερινά δια της παραγωγικότητάς του, και της «απόρριψης οποιασδήποτε γόνιμης διαπροσωπικής σύγκρισης των επιπέδων ωφελιμότητας», το κύρος της οποίας οφείλει να προασπίζει δια των «γραφειοκρατικών διεκπεραιώσεων». Η νόμιμη Βία του Δημίου επί του βασανισμένου σώματος παλαιότερα στιγματιζόταν από συγκεχυμένη φρίκη, η οποία μετέτρεπε σε καταισχύνη την υπόσταση του Δημίου. Η Δικαιοσύνη του Αστικού Κράτους ασκεί τη βιαιότητα χωρίς να επωμίζεται τις υποδηλώσεις ατίμωσης του εν λόγω θεσμού ή των εκπροσώπων και απλώς αναθέτει στον Φορέα της Φυλακής τα «θεραπευτικά αποτελέσματα» αυτής της βιαιότητας.
Ο «ανθρωπισμός» απαγορεύει φανερά τις αβάσταχτες σωματικές ταλαιπωρίες και τις διαβαθμίζει σε «στέρηση δικιαωμάτων», το πρακτικό πλεονέκτημα της προαναφερθείσας τάσης είναι προφανώς η «ειρηνική συμβίωση» με τους «ανώτερους σκοπούς» της Φιλανθρωπίας ως διαιώνιση των ανισοτήτων-ωμοτήτων.
Στρατιές «Ειδικών», που εισέρχονται στο καγκελόφραχτο σημείο της Φυλακής, παίρνουν τη σκυτάλη υποκαθιστώντας τον Δήμιο και το σώμα του υπόδικου θίγεται πλέον πάντα υπό «ανθρωπιστική διακριτικότητα»:
-
ο Εκπαιδευτής για να απασχολήσει «μαθησιακά» τον κρατούμενο, ώστε να τον υπευθυνοποιήσει σχετικά με τις «κοινωνικές του πραγματώσεις».
-
ο Ψυχίατρος για να ορίσει τα «δηλωτικά της διαταραχής» του κρατούμενου, στον οποίον ανιχνεύεται «διαφοροποιημένη συμπεριφορά», η οποία αποσαφηνίζεται κατά τον Ιπποκράτη ως «ανισορροπία των χυμών του σώματος»-κατά τον Ηρώφιλο ως απροσδιόριστη «εγκεφαλική βλάβη»-κατά τον Ασκληπιό ως «συνέπεια συναισθηματικών διακυμάνσεων», θεωρίες ανακυκλούμενες κι εντελώς αάσιμες ως σήμερα.
-
ο Ιερωμένος για να μετριάσει την «αίσθηση της οδύνης» του κρατούμενου, ο οποίος μέσα από τη διαδικασία «αποκάθαρσης και αυτοσυγκέντρωσης» απαλλάσσεται από τους «Δαίμονες», φτάνει στην επικοινωνία με τον «Θεό» και στον εξευμενισμό των πόνων του.
-
ο Ψυχολόγος για να διερευνήσει την τάση «απελευθερωτικών συμπτωμάτων» του κρατούμενου, τα οποία καθορίζονται στα όρια της «συνεπειοκρατίας» ως σχετικά επακόλουθα «ηθικών παραλείψεων» του κρατουμένου.
-
ο Γιατρός για να κάνει τις ηρεμιστικές ενέσεις στον κρατούμενο, ώστε να διευκολύνει το «έργο» των αρμόδιων σωφρωνιστικών υπαλλήλων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την κατάλυση της ζωής του κρατούμενου.
Οι Επαναστάσεις επαίρονται για «κολαστική λιτότητα-μείωση της σκηνοθεσίας του βασανισμένου σώματος» τη στιγμή που το Σώμα των Ενόρκων επικροτεί την επέκταση των εγκλημάτων τιμωρούμενα με θάνατο στη Νομοθεσία. Η Ποινική Τελετουργία ως βραχίονας της Εξουσίας, από την ανάκριση ως και το δικαστικό βούλευμα, είναι σαν ένα ποινίο, το οποίο φορτίζεται από αντιθετικά πεδία, τα «νομικώς προσδιορισμένα αντικείμενα». Όταν οι «παράνομες πράξεις» σταχυοθετούνται στο «πεδίο των αντικειμένων», επιδέχονται «επιστημονική ανάλυση», που σημαίνει ότι ο μηχανισμός της Τιμωρίας πριμοδοτείται από μία «επιχειρηματολογημένη επιβολή» τόσο στο αδίκημα όσο και στον υπόδικο.
Στην ουσία έχουμε ένα παιχνίδι Σεμνότυφου και Ηδονιστή μπροστά σε μία πορνογραφική ταινία. Ο Σεμνότυφος μισεί το πορνό και υποφέρει ακόμη περισσότερο βλέποντας τον Ηδονιστή να παρακολουθεί την ταινία με προσήλωση ενώ ο Ηδονιστής βλέπει το πορνό αλλά θέλγεται ακόμη περισσότερο στην ιδέα να πείσει τον Σεμνότυφο να την δει. Κι εδώ εύλογα αναρωτιέται ο Foucault: «Αν το ποινικό σύστημα, μέ την πιο αυστηρή του μορφή, δεν στρέφεται πια στα σώμα, τότε πάνω σε τί εγκαθιστά την επιβολή του»;;