Το Αντικείμενο

Το Αντικείμενο

Κι ένας θάλαμος γεμάτος μωρά,

Μπλε-Κόκκινα-Πράσινα-Μαύρα-Κίτρινα∙

Μα όλα τα χρώματα από μπογιές πλαστικές.

Το βράδυ οι Γυναίκες τα ‘πλεναν πέρα στο Ποτάμι,

Όλες ΜΑΖΙ και ΜΟΝΕΣ∙

κα τ’ άλλο πρωί οι Υπεύθυνοι τα ξανάβαφαν,

Κι ο Εφιάλτης δεν θα ‘χε ποτέ ΤΕΛΟΣ!

 

 

Κοινωνικά σύμβολα-γλώσσα-Εκπαίδευση συνιστούν τους ακρογωνιαίους λίθους στην επινόηση των πολιτισμικών σχηματισμών ως μορφώματα εξουσιαστικής ισχύος και κρατικής συνάφειας, κάτι που αδειοδότησε αφ’ ενός στις «Κοινωνικές-Ανθρωπιστικές Επιστήμες» τη χρήση κατασκευασμένων εννοιών προς εξήγηση της συμπεριφοράς των «άλλων ανθρώπων» και κατέστησε αφ’ ετέρου τον «άλλον και τη συμπεριφορά του» ως παθητικό δέκτη των αντιλήψεων και των αξιολογικών κριτηρίων των «Ειδικών».
Πρόκειται για μία τακτική, η οποία απομονώνει διάφορες ομάδες χαρακτηρίζοντάς τες ως «Ιθαγενείς», όρος που σηματοδοτεί ένα «αποκύημα της φαντασίας των Ανθρωπολόγων» σύμφωνα με τον Arjun Appadurai στο άρθρο του «Putting Hierarchy in Its place». Δόκιμο σε αυτό το σημείο να επιστήσουμε την προσοχή στη γέννηση όρων, που χρησιμοποιούνται στην ουσία για να οριοθετήσουν τον κρατισμό, αφού ο όρος «Πολιτισμός» ως «μία διακριτή ομάδα ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με κοινούς κανόνες και μοιράζονται ένα κοινό τρόπο ζωής» ισχυροποιεί το έθνος-κράτος και την «ηγεμονία» του ως «εξουσία και άσκηση δύναμης ως ομάδα σε άλλες», ισχυρισμός του Antono Gramsci το 1971. Συνακόλουθα η «πολιτισμική ηγεμονία», ισχυρισμός του Raymond Williams το 1989 ως επέκταση της σκέψης του Gramsci, αναφέρεται στους μηχανισμούς διατήρησης εξουσίας όχι μόνο μέσω της ιδιοκτησίας αλλά και μέσω του βιωμένου πολιτισμού.
Το δημιουργημένο σύστημα των εννοιών περικλείει και τη διατύπωση της ομιλίας ως «άνιση σχέση που προκύπτει από εθνοτικές-φυλετικές-κοινωνικές διαφορές», ένα μόρφωμα που επιδιώκει να ενσωματώσει τη φαντασία και την εμπειρία τω ανθρώπων στο ερμηνευτικό μοντέλο του δομικού εθνικισμού-της εθνικής ταυτότητας-του εθνοτισμού συσχετίζοντας τα πάντα με τη δημιουργία εθνικού κράτους, και παρεπόμενο είναι ο καθορισμός της επικοινωνίας ως «συστατικό ετερότητας», αλλά η έννοια «ετερότητα» συνδέεται ιστορικά με τις αποικιοκρατικού τύπου επιδρομές και με τον ορισμό της «νοημοσύνης».
Σχετικά με τους βιωματικούς άξονες της «ετερότητας» πλείστες λαογραφικές-κοινωνικές μελέτες παρατίθενται οι οποίες διακρίνονται:

 

  • σε εθνογραφικές αναλύσεις με «ανθρωπιστική προσέγγιση» που περιλαμβάνουν επιτόπια-συμμετοχική έρευνα σε αυτόχθονες πληθυσμούς.

  • σε αναλύσεις επικεντρωμένες στα προβλήματα ένταξης οικονομικών μεταναστών και προσφύγων.

  • σε εμπειρικές έρευνες όσον αφορά στα προβλήματα της ξενοφοβίας.

 

Όλες επαίρονται για συμπεράσματα μέσω της «συμμετοχικής παρατήρησης», κατά την οποία ο «παρατηρητής» δεν διακρίνεται απ’ τον «παρατηρούμενο». Παρακάμπτεται ωστόσο το γεγονός ότι ο «παρατηρητής» διαπνέεται απ’ τη «γνώση του δικού του πολιτισμού» και παραδόξως αποκτά τη νομιμοποίηση επεμβατικής έρευνας σε ομάδες με άλλα επίπεδα «γνώσης», κάτι που δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να θεωρηθεί ηθικά ουδέτερο ούτε βέβαια πολιτικά ορθό. Ο Michael Herzfeld ευλόγως αναφέρει ότι «η νομιμοποίηση αυτή προέρχεται κυρίως από τη λαογραφία του 19ου αιώνα, η οποία αναπτύχθηκε με βάση τη λογική ότι το δικαίωμα των λαογράφων να διαμορφώνουν ένα λαϊκό πολιτισμό πήγαζε από κάποια δική τους λογιοσύνη, που τους επέτρεπε να επεμβαίνουν διορθωτικά στα λαογραφικά κείμενα-γεγονότα ενώ οι ίδιοι παρέμεναν εξωτερικοί προς αυτά». Ωσαύτως η Επιστήμη φέρει στη φαρέτρα της την αναπόδεικτη «αυθεντία» μέσα απ’ τη διαμεσολάβηση του «συμμετέχοντος παρατηρητή», γεγονός που:

 

  • πυροδοτεί την αλληλεπίδραση μεταξύ θεωρίας και μεθόδου, έτσι ώστε η παρατήρηση να κατασκευάζεται ως «προϊόν μιας ενεργητικής επιλογής» και όχι ως μία «παθητική έκθεση».

  • εκλύει ένα είδος εγγενούς εξουσίας, η οποία ασκείται προς τον «παρατηρούμενο», επειδή τα «δεδομένα» είναι πάντοτε δεδομένα που σχετίζονται άμεσα με μία υπόθεση εργασίας κι επομένως ο «παρατηρητής» οφείλει να υπόκειται σε κατάλληλα διαμορφωμένες υποθέσεις, ώστε να τις προσλάβει.

 

Σιγά-σιγά φτάνουμε στον Θετικισμό, σύμφωνα με τον οποίο «τα κοινωνικά φαινόμενα εξηγούνται με βάση παρατηρήσιμες κανονικότητες έξω από τα υποκείμενα υπό παρατήρηση», η Κοινωνία προσλαμβάνεται δηλαδή ως ένα σύστημα, στο οποίο υπάγονται μέρη σχετιζόμενα με προδιαγεγραμμένο τρόπο, ευεπίφορο στην ανάδειξη μιας «μορφής κοινωνικότητας». Η «συμμετοχική παρατήρηση» παρουσιάζει αδιαμφισβήτητα παρεμβατικό χαρακτήρα στην καθημερινότητα της παρατηρούμενης ομάδας, σαν Βία εκπεφρασμένη στη συνεπειοκρατία της. «Συνεπειοκρατία είναι η θεωρία, σύμφωνα με την οποία το κριτήριο ορθότητας μιας εναλλακτικής είναι οι συνέπειες που θα έχει η απόφαση του δρώντος», όπως εξηγεί ο Philip Pettit.

Παρεπομένως η θεώρηση της «οικουμενικής γενικής νοημοσύνης» το 1983 από τον Dasen και το 1984 από τον Berry καταλήγει σ’ ένα «γνωστικό ύφος βασισμένο σε ομάδες γνωστικών λειτουργιών σε συνάρτηση με συγκεκριμένες οικολογικές-πολιτιστικές μεταβλητές», επειδή «πριν υπήρχαν πλείστοι εκλαϊκευμένοι ορισμοί της Νοημοσύνης, που αντιστοιχούν σε εθνο-θεωρίες»:

 

  • η έννοια lakkal, όρος που μεταφράζεται ως νοημοσύνη στην ομάδα Djerma-Sonhai στη Νιγηρία της Δυτικής Αφρικής. Στη συγκεκριμένη ωστόσο κοινωνική ομάδα προποθέτει κατανόηση-τεχνογνωσία-εφαρμογή των επιβίωσης, έχει δηλαδή δύο διαστάσεις, τη γνώση καθεαυτή και τις κοινωνικές δεξιότητες. Τα παιδιά δεν γεννιούνται με έμφυτη τη lakkal. Κριτήριο απόκτησης είναι η εκμάθηση μέτρησης από το ένα ως το δέκα ανεξάρτητα με την ηλικία. Ένα παιδί, που διαθέτει lakkal, έχει καλή μνήμη-είναι υπάκουο-έχει σεβασμό προς τους μεγαλυτέρους-εκτελεί γρήγορα και αυθόρμητα «αυτό που πρέπει». Σ’ ένα παιδί, που δεν διαθέτει lakkal, οι σαμάνοι χορηγούν «φάρμακα» αλλά χωρίς να είναι βέβαιη η μελλοντική απόκτηση.

  • η έννοια obugezi, όρος που μεταφράζεται ως νοημοσύνη στην ομάδα Baganda στην Ουγκάντα. Εδώ ο όρος σημαίνει σοφία και δεξιότητες προσαρμογής στις δυσκολίες του περιβάλλοντος, αφού για τους Χωρικούς υποδηλώνει τον αργό-σταθερό-προσεκτικό-φιλικό χαρακτήρα, ενώ για όσους ζουν κοντά στην πρωτεύουσα, υποδηλώνει την προσαρμογή στον τρόπο ζωής ενός αστικού κέντρου και στο Σύστημα Εκπαίδευσης.

  • η έννοια n’ glouèlê, όρος που μεταφράζεται ως νοημοσύνη στην ομάδα Baoulé στην Ακτή Ελεφαντοστού. Ο όρος περικλείει την κοινωνική διάσταση προς επιβίωση της ομάδας. Περιλαμβάνει τρία συστατικά: Το συστατικό ô ti kpa, μεταφρασμένο ως «προθυμία για βοήθεια» και «μέριμνα για εθελοντισμό», είναι μεγίστης σημασίας. Το συστατικό I sa si n’ glouèlê, μεταφρασμένο ως «επιδεξιότητα των χεριών», είναι επίσης αρκετά σημαντικό ως προς την αντιμετώπιση δυσχερειών σχετικά με την επιβίωση όλης της ομάδας. Το συστατικό o si floua, μεταφρασμένο ως «προσαρμογή στο σχολικό σύστημα», δηλώνει σημαντικότητα μόνο αν το σχολικό επίτευγμα χρησιμοποιείται για το καλό της κοινότητας, διαφορετικά παρακάμπτεται.

  • η έννοια kecerdasan, όρος που μεταφράζεται ως νοημοσύνη σε ομάδες στη Μαλαισία και στην Αυστραλία. Οι Αυστραλοί προσδιόρισαν την ανάγνωση-την ομιλία-τη γραφή ως τις τρεις σημαντικότρες δεξιότητες ένδειξης νοημοσύνης. Οι Μαλαίσιοι επέλεξαν την ομιλία και τις συμβολικές δεξιότητες ενσωμάτωσης στο περιβάλλον.

  • η έννοια listura, όρος που μεταφράζεται ως νοημοσύνη στην ομάδα Ladino στη Γουατεμάλα. Εδώ ο όρος δεν φαίνεται να έχει καθόλου κοινωνικές διαστάσεις, αφού σημαίνει ζωτικά επινοητικό μυαλό. Τα παιδιά που διαθέτουν listura είναι ανεξάρτητα και εκφραστικά.

  • Στην Κίνα οι άνθρωποι επιλέγουν ως δείκτη νοημοσύνης την πρωτοτυπία στις δεξιότητες επίλυσης άμεσων προβλημάτων-την επίμονη αποφασιστικότητα συλλογικής ευθύνης, ενώ θεωρούν την επιδίωξη προσωπικής αυτοποεποίθησης ως μη-αποτελεσματική στις ανθρώπινες σχέσεις.

 

Ο «Άλλος» όμως δεν απειλεί μόνο με τη διαφορετική του «πολιτισμική-εθνολογική» αλλά και με την «πνευματική, βιολογική ή συμπεριφορική» του ταυτότητα.
Το 1860 ο Francis Galton ξεκινά μία προπαγάνδα ορισμού της «ανεπάρκειας», στην οποία εντάσσονται «ανάπηροι-ορφανά-τρελλοί-αριστερόχειρες-εκδιδόμενες-ηλικιωμένοι-παράφρονες-πένητες-επιληπτικοί-άτομα με σύνδρομο Down-παραβάτες του ποινικού Δικαίου» ως «κοινωνικά ακατάλληλοι». Σύσσωμη η «Διανόηση», «Επιστήμονες-Ανώτεροι Υπάλληλοι», υπερθεματίζει, ώστε να κατασκευαστεί ο «κάδος των κοινωνικών απορριμάτων». Χρηματοδότες «Φιλανθρωπίας» ή «Επιστημονικής Έρευνας» συναινούν στην εμφάνιση του όρου «eugenics=ευγονική ή ευγονισμός», τον οποίο εισάγει ο Galton το 1883 με την προσδοκία ενός εγχειρήματος «επιστημονικής αναβάθμισης» των «εγγενών δεξιοτήτων-χαρακτηριστικών».
Με το έργο του «Inquiries into Human Faculty», ο Galton υποστηρίζει ότι η Ευγονική είναι η «επιστήμη που βελτιώνει το ζωικό απόθεμα=the science of improving stock» επειδή «ασχολείται με όλες τις επιδράσεις που βελτιώνουν τις εγγενείς ποιότητες και αυτές που τις αναπτύσσουν στο μέγιστο δυνατό πλεονέκτημα», αφού «περιλαμβάνει τη μελέτη των φορέων κάτω από κοινωνικό έλεγχο», ώστε «να βελτιώσει τις ποιότητες ή να εξασθενήσει οιοδήποτε ανυπιθύμητο χαρακτηριστικό στις επόμενες γενιές». Και με το έργο του «Essays in Eugenics» πλειοδοτεί αναφέροντας ότι «Στόχος της Ευγονικής είναι να προκαλέσει όσο το δυνατό περισσότερες εφαρμόσιμες επιδράσεις, ώστε οι χρήσιμες τάξεις στην κοινότητα να συνεισφέρουν περισσότερο απ’ ό,τι τους αναλογεί στην επόμενη γενιά. Αυτό που η Φύση πράττει αυτοματοποιημένα και ανηλεώς, ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει προοικονομιστικά και με καλοσύνη»!
Ο Mundy-Castle το 1974 διαχωρίζει τη νοημοσύνη σε δύο διαστάσεις, τεχνολογική και κοινωνική. Καταλήγει πως η κατάρτιση επιτρέπει μία απρόσωπη αντικειμενικότητα και στοχεύει στο «έχειν» και στις «σχέσεις με τα αντικείμενα-αποκτήματα». Η κοινωνική νοημοσύνη, απ’ την οποία αφορμώνται οι Αφρικανικοί όροι, στοχεύει στο «Είναι» και στις «διαπροσωπικές σχέσεις». Στην Αφρική δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην συλλογικότητα και στην ατομική ευθύνη προς διαφύλαξή της.
Σε αντίθεση οι Cole & Bruner συνόψισαν την ιδια περίοδο τις θεωρίες τους με επίκεντρο ότι «η προέλευση των εθνικών και ταξικών διαφορών βασίζεται στη νοητική επίδοση», γνωστή ως «Υπόθεση της Ανεπάρκειας», κατά την οποία «μια κοινότητα σε συνθήκες φτώχειας είναι μια αποδιοργανωμένη κοινότητα και η αποδιοργάνωσή της εκφράζεται με διάφορες μορφές ανεπάρκειας».
Η βιβλιογραφία των Κοινωνικών Επιστημών σε Ευρώπη και ΗΠΑ, που ασχολείται με τις «κοινωνικές τάξεις», προχωρεί σε διαχωρισμό «κατώτερων ή ανώτερων ομάδων και εθνικών μειονοτήτων», υπονοώντας «αδυναμία-ανικανότητα-προσωπική ή κοινωνική ανεπάρκεια», η οποία μπορεί να δικαιολογεί «επιστημονικά» τη «χαμηλή νοημοσύνη των Φτωχών-Υποαναάπτυκτων-Κατώτερων-Υποσιτιζόμενων-Απροσάρμοστων», οι οποίοι «μεταβιβάζουν τα κατώτερης ποιότητας γονίδια στους απογόνους τους».
Όλα αυτά συμβάλλουν στην άνθιση κατά τη δεκαετία του 1960 του κινήματος κατ’ αρχάς «Cultural Studies» στη Αγγλία και στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, μετεξέλιξη του οποίου καθίσταται η ίδρυση του «Κέντρου για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές=Birmingham Centre For Contemporary Cultural Studies», του οποίου οι μελέτες βασίζονται σε θεωρίες πολιτικών ιδεολογιών κα σημειολογίας, οι οποίες με τη σειρά τους κυοφορούν ούτως ή άλλως τα διχοτομικά δίπολα «πρωτόγονος-πολιτισμένος», «παραδοσιακός μοντέρνος», «οι άλλοι-εμείς».

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11

Leave a Reply