Το Αντικείμενο

Το Αντικείμενο

Ο Άνθρωπος θ’ αναζητά πάντα την εμβρυική του θέση,

Για να ξορκίσει τους δαίμονες απ’ της γλώσσας του το Σύμπαν.

 

 

Πρώτη η Ανθρωπολογία και ακολουθούν οι λοιπές «Κοινωνικές Επιστήμες» ιδρύουν νησίδες μελέτης με αναγωγή σε «κατασκευασμένες κατηγορίες» στηριζόμενες στην «εθνογραφική έρευνα» και στην έννοια του «Πολιτισμού», όροι που δεν προσφέρουν κανένα εχέγγυο προς συγκρότηση συνεκτικής θεωρίας για τη συμπεριφορά του ανθρώπου, αφού η αμοιβαιότητα μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου υποκειμένου-φαινομένου συστηματοποιείται πάνω σε κατ’ επίφαση ομοιογενή σύνολα με παγιωμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Ο Freud εισάγει τη θεωρία ότι: «Ο Πολιτισμός και η ατομική προσωπικότητα αποτελούν ένα εννιαίο και αδιάσπαστο σύνολο» ενώ αργότερα ο Edward Sapir, επηρεασμένος από την Gestalt, υποστηρίζει τη θεωρία του «εννιαία οργανωμένου προτύπου», μέσα στο οποίο υπάγεται το κάθε διακριτό χαρακτηριστικό και αθροίζεται στην κρηπίδα προσδιορισμού των αιτιακών σχέσεων ανάμεσα στις διαδικασίες «κοινωνικοποίησης» και «πολιτισμικών σχηματισμών».
Ο όρος «Πολιτισμός» αναλύεται στη διττή του ερμηνεία:

 

  • ως περιγραφή διακριτικών μιας αυτόνομης πληθυσμιακής ομάδας, απ’ όπου απορρέουν οι κοινές παραδόσεις με γνώμονα την ανάδειξη ενός συγκεκριμένου «τύπου προσωπικότητας», στον οποίο να εμπεριέχεται η δυναντότητα μεταβίβασης από γενιά σε γενιά μέσω των πρακτικών ανατροφής.

  • ως αναφορά σε σκαριφήματα αξιών-ιδεών-συμπεριφορών εθνο-πολιτισμικών ομάδων, διαδικασία που εντοπίζει «κλειστά συστήματα» βασισμένα σε «βιολογικούς και συμβολικούς παράγοντες». Και εδώ ενσωματώνεται ο «κανονιστικός χαρακτήρας πεποιθήσεων».

 

Η «Ανθρωπιστική Μελέτη» ανατομεί την «κοινωνικοποίηση» με την απόδοση:

 

  • «θέσεων», αφορούν το σημείο ταυτοποίησης, σύζυγος-υπάλληλος-εργοδότης-κομματικό στέλεχος, το οποίο ευφευρίσκεται με σκοπό την «πολιτισμική ενσωμάτωση».

  • «ρόλων», υπαγορευμένη εκουσίως ή ακουσίως συμπεριφορά, η οποία υπόκειται στις προσδοκίες.

 

Και οι δύο έννοιες αποσκοπούν στην αναμόρφωση και οικοδόμηση του «Εαυτού» τόσο σε οικουμενικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Πρόκειται για τους όρους «unversitas» και «societas» που φέρνει ο Γάλλος Luis Dumont μεταπολεμικά για να εξηγήσει την εξουσιαστική ισχύ της ιεραρχικής διαστρωμάτωσης:

 

  • Η «ατομικιστική» αντίληψη του «κοινωνικού» ερείδεται στην προϋπόθεση ύπαρξης ατόμων ως «ανεξάρτητες κι αυτόνομες οντότητες που συνεργάζονται στη βάση συμβατικών κανόνων», τους οποίους θέτουν οι ίδιοι εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων. Σε αυτή την περίπτωση η κοινωνική δομή προσλαμβάνεται ως το «προϊόν συναινετικών διαδικασιών» και κατ’ εφαπτομένη το άτομο συμπηγνύει κοινωνικές συμμαχίες, των οποίων ο φέρων σκελετός συγκροτείται σε κεντρική πολιτική εξουσία και απεικονίζεται στους συνταγματικούς νόμους επί ορισμένου εδάφους.

  • Η «ολιστική» αντίληψη του «κοινωνικού» θεμελειώνεται στην προύπόθεση ύπαρξης «οργανικού όλου» ως προϋπάρχον των μελών. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο μετατρέπεται σε «συλλογικό πρόσωπο» με προοπτική την προσφορά των υπηρεσιών του στον «οργανισμό» που συστήνεται πάνω σε συγκεκριμένη και περιγεγραμένη εθνική ενότητα.

 

Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει και στις δύο εκδοχές είναι υπό ποιο πρίσμα συντελείται η δια-γενεακή μετάδοση του «Συμβολαίου=Contrat» ως «έμφυτη συμπεριφορά» χωρίς να αντανακλά την ιστορική-οικονομική-πολιτική συγκυρία ως «επίκτητη δράση».

Από τον 19ο αιώνα διακαής πόθος των «Ανθρωπιστικών μελετών» ήταν η ιεραρχική ταξινόμηση των κοινωνικών δομών. Οι Taylor στο έργο του «Researches into the Early History of Mankind» το 1865 και Morgan στο έργο του «Ancient Society» το 1877, δίνουν την κατάταξη σύμφωνα με το επίπεδο «τεχνικής τους ανάπτυξης». Τα στάδια, που ακολούθησαν οι κοινωνίες, είναι τα εξής:

 

  • Κατώτερο στάδιο της άγριας κατάστασης. Η επιβίωση συνίσταται στη συλλογή φρούτων και καρπών, τα οποία τρώγονται ωμά. Εμφανίζεται η γλώσσα. Δεν υπάρχει καμία κοινωνία, η οποία να μην πέρασε από αυτό το στάδιο.

  • Μέσο στάδιο της άγριας κατάστασης. Χρήση της φωτιάς για το μαγείρεμα ριζών και ψαριών. Χρησιμοποιούνται εργαλεία και κυνηγετικοί εξοπλισμοί από ξύλο και πέτρα. Στο στάδιο αυτό υποτίθεται ότι βρίσκονται οι Ιθαγενείς της Αυστραλίας και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Πολυνησίας.

  • Ανώτερο στάδιο της άγριας κατάστασης. Η εφεύρεση του τόξου και του βέλους, της καλαθοπλαστικής και των εργαλείων από λαξευτή πέτρα. Ορισμένες ομάδες Ινδιάνων της Δυτικής Αμερικής βρίσκονται σε αυτό το στάδιο.

  • Κατώτερο στάδιο βαρβαρότητας. Εφεύρεση της Κεραμικής, αρχές της καλλιέργειας της γης και της μόνιμης εγκατάστασης. Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής.

  • Μέσο στάδιο βαρβαρότητας. Αρχές αρδευτικών καλλιεργειών και κατασκευής σπιτιών από πλίνθους και πέτρες. Ινδιάνοι της Κεντρικής Αμερικής.

  • Ανώτερο στάδιο βαρβαρότητας. Εφεύρεση του σιδήρου, της καλλιέργειας με άροτρο και της Ιδεογραφικής γραφής. Ελληνικές φυλές κατά την εποχή του Ομήρου και οι Γερμανικές φυλές κατά την εποχή του Καίσαρα.

  • Εμφανίζεται ο πολιτισμός με την εφεύρεση της Γραφής.

 

Πάνω σε αυτή την αυθαίρετη σταθερά οι «Κοινωνικοί παρατηρητές» εργάζονται πυρετωδώς προς εκπόνηση «βασικών εθνογραφιών». Το 1771 ανιχνεύεται ο νεοεμφανιζόμενος όρος «εθνογραφία» στο έργο του Γερμανού Γλωσσολόγου-Ιστορικού Auguste Ludwig Schloger ως «volkerkunde=ethnographie=μελέτη των λαών» αλλά και ως «volkskunde=ethnologie=μελέτη των εθίμων των λαών». Ο Schloger, προσκεκλημένος από τη Ρώσικη Αυτοκρατορική Ακαδημία των Επιστημών, εργάστηκε μαζί με άλλους Ρώσους και Γερμανούς Ιστορικούς, ώστε να ερμηνευτεί η «ανομοιογένεια» στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η ομάδα των «Ειδικών» αφού μελέτησε τους κατοίκους των ανατολικών περιοχών της επικράτειας καθώς και αυτών της Σιβηρίας και της Μογγολίας, πρότεινε να «ξαναγραφτεί η Ιστορία σύμφωνα με εθνολογικό τρόπο».
Η Γαλλία, ως αποικιοκρατική Δύναμη, ενστερνίστηκε την «εθνολογία» αμέσως με την έναρξη των επεκτατικών εξορμήσεων και την ανακάλυψη των «Νέων Χωρών» και ιδρύει τη Γαλλική Εθνολογική Εταιρεία, η οποία συστηματοποιεί τις εθνολογικές εκδοχές-διαφορές, ώστε να μειώσει το ενδεχόμενο αποτυχίας κατά τις επιδρομές της στο Αφρικανικό και Ασιατικό έδαφος. Το 1843 ιδρύεται στη Γηραιά Αλβιώνα η «Εθνολογική Εταιρεία=Ethnological Society of London» και επιδίδεται στη «μελέτη των ανθρώπινων φυλών» με στόχο τη διερεύνηση των «φυσικών και πνευματικών χαρακτηριστικών» στο επίπεδο της «κοινής καταγωγής του είδους». Ακολουθούν οι ΗΠΑ και όλα τα δυτικόφρονα κράτη.

Κατά συνέπεια προκύπτει, όπως εργάστηκαν πάνω σε αυτό οι Lévy-Bruhl το 1910-Greenfield το 1966-Furby το 1971-Horton το 1967-Goody το 1968 και το 1977-Luria το 1974-Scribner 1979-Mangan το 1978-Hallpike το 1979-Denny το 1983, το περίγραμμα της Μεγάλης Διαίρεσης:

 

  • Οι «Πρωτόγονοι» είναι «Μη-Δυτικοί» ενώ οι «Πολιτισμένοι» είναι «Δυτικοί».

  • Οι «Πρωτόγονοι» βρίσκονται στο «Προλογικό» ενώ οι «Πολιτισμένοι» στο «Λογικό».

  • Οι «Πρωτόγονοι» ακολουθούν το «Πρακτικό» ενώ οι «Πολιτισμένοι» το «Επιστημονικό».

  • Οι «Πρωτόγονοι» εστιάζουν στο «Συγκεκριμένο» ενώ οι «Πολιτισμένοι» στο «Αφηρημένο».

  • Οι «Πρωτόγονοι» αναλύουν τα «Σημεία» ενώ οι «Πολιτισμένοι» τις «Έννοιες».

  • Οι «Πρωτόγονοι» διδάσκουν με «Μύθους» κι επομένως έχουν «Μαγική Σκέψη» ενώ οι «Πολιτισμένοι» διδάσκουν με «Τεχνική» κι επομένως έχουν «Επιστημονική Σκέψη».

  • Οι «Πρωτόγονοι» είναι «Κλειστοί-Αναλφάβητοι» κι επομένως το πλαίσο επικοινωνίας τους είναι «Άγριο-Γραφικό-Λειτουργικό» ενώ οι «Πολιτισμένοι» είναι «Ανοιχτοί-Καταρτισμένοι» κι επομένως το πλαίσο επικοινωνίας τους είναι «Εξημερωμένο-Υποθετικό-Επαγωγικό».

  • Οι «Πρωτόγονοι» αναπτύσσουν τις παραδόσεις τους «Εμπειρικά-Περιεκτικά-Συγκεκριμένα» κι επομένως το πλαίσιο εφαρμογής τους βρίσκεται σε «προσυλλογιστικό στάδιο» ενώ οι «Πολιτισμένοι» αναπτύσσουν τις παραδόσεις τους «Θεωρητικά-Επιλεκτικά-Ταξονομικά» κι επομένως το πλαίσιο εφαρμογής τους βρίσκεται σε «Στάδιο τυπικού συλλογισμού».

  • Οι «Πρωτόγονοι» εμφανίζονται «Δέσμιοι του Πλαισίου» ενώ οι «Πολιτισμένοι» έχουν την «Ικανότητα απομόνωσης».

 

Καμμία ταξινόμηση όμως δεν αφορμάται από ταπεινά έλυτρα, τουναντίον με βάση την πραγμοποιημένη αυθεντία της, όπως αποτυπώνεται σε παράλογα και ασαφή συγγράμματα «περί φυλετικών διαφορών στη νοημοσύνη», των οποίων το κίνητρο είναι εμφανώς οικονομικό-πολιτικό, κατηγοριοποιείται η προσαρμογή των παγκόσμιων προσδοκιών και γράφεται η Ιστορία. Όταν ο Lévi Strauss επιμένει να αναζητά τις «πανανθρώπινες ρίζες των πολιτισμικών δομών ως άλληλα δάνεια», οι «Κοινωνικές Ειστήμες» εγκλωβίζονται στην έμφαση στο «μερικό» και το «συγκεκριμένο». Ο Gould το 1981 καταγγέλλει τις πρακτικές αυτές καταδεικνύοντας:

 

  • μελέτες, που αξίωναν ότι αποκάλυπταν «διαπολιτιστικές διαφορές στο μέγεθος του εγκεφάλου», με δεδομένα αναμφιβόλως διαστρεβλωμένα από τις μεροληπτικές προσδοκίες των Ερευνητών.

  • προγράμματα εγχειρήσεων στείρωσης, νομικά επιβεβλήμενων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη συγκατάθεση ή έστω την επαρκή ενημέρωση των Γυναικών, που είχαν «χαμηλή βαθμολογία στα tests νοημοσύνης»!! Τα προγράμματα αυτά ήταν επιβεβλημένα δια νόμου σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι και το 1972 και απεικονίζουν με δραματικό τρόπο τις ακρότητες, που μπορούν να προκαλέσουν οι «αφελείς και ταυτόχρονα επιστημονικές πεποιθήσεις» ότι η νοημοσύνη καθορίζεται βιολογικά και ότι η επίδοση στα tests αποτελεί ακριβή αντανάκλαση.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11

Leave a Reply