Μη με φοβάσαι!
Έλα τα likes μας ν’ ανταλλάξουμε!
Θα νομίζω πως μ’ εγκωμιάζεις,
θα νομίζεις πως με νοιάζεις∙
Με τις 187Α εφαρμογές στο κινητό σου,
Ο βασικός μου θα γενείς κατάσκοπος…
Ενώ λοιπόν στον Καπιταλισμό η «εγκληματική δραστηριότητα» πηγάζει από την κοινωνική δυσαρμονία που τον χαρακτηρίζει κ επομένως δικαιολογείται και υπάγεται στο νομικό-δικαστικό πλαίσιο τιμωρίας, το οποίο χρησιμοποιεί και την ψυχιατρική καταστολή ως βραχίονά της, στον Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό η «κοινωνική αρμονία» δεν πυροδοτεί ποινικές πράξεις κι επομένως η επινόηση της ψυχιατρικής διαγνώσεως επιλύει την εκάστοτε παρανομία. Κάτι που αποτυπώνει με διαβολική ηρεμία το 1976 ο ρώσος Samuel Schwis, ανώτερος κομματικός αξιωματούχος-καθηγητής Δικαίου-αντιπρόεδρος της Εταιρείας Νομομαθών της Ρωσίας, όταν απαντά σε ερώτημα δημοσιογράφου ότι: «στη Ρωσία δεν υπάρχει αδίκημα γνώμης. Η επίκριση του καθεστώτος ή του Συντάγματος είναι αποδεκτή από εμάς. Αν όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι διανοητικά άρρωστοι, ασφαλώς πρέπει εμείς να τους φροντίσουμε».
Το ζητούμενο είναι η πειθαρχία και η άσκησή της προϋποθέτει έναν μηχανισμό που
εξαναγκάζει ακόμα καί με μία καί μόνη ματιά· μηχανισμό όπου οι τεχνικές οπτικής παρακολούθησης απολήγουν στην έπιβολή έξουσίας, καί όπου τα μέσα καταναγκασμού καθιστούν απόλυτα ορατούς εκείνους πού επιτηρούνται. Στήν κλασική εποχή αρχίζουν να οικοδομούνται τα «παρατηρητήρια της ανθρώπινης πολλαπλότητας», που έχουν ως ιδανικό πρότυπό τους το στρατόπεδο. Μία Πολιτεία δηλαδή που χτίζεται και ανασχηματίζεται σχεδόν κατά βούληση ανά τους αιώνες με στόχο την άσκηση εξουσίας σε οπλισμένους, με άρματα ή Σκέψη, ανθρώπους. Μια εξουσία που πρέπει να διαθέτει πολλή ένταση αλλά και διακριτικότητα, πολλή αποτελεσματικότητα αλλά και προληπτική δύναμη.
Το σχήμα εγκλεισμού-περίφραξης, που εμποδίζει την είσοδο-έξοδο, εναλλάσσεται στις «προοδευτικές κοινωνίες» με το οικοδόμημα-ίδρυμα «επιστημονικής οργάνωσης»:
-
Το Νοσοκομείο σαν όργανο «ιατρικής δράσης» που παρατηρεί για να «θεραπεύσει».
-
Το Σχολείο σαν όργανο «εκπαιδευτικής δράσης» που παρατηρεί για να «προσανατολίσει τη Σκέψη».
-
Το Στρατόπεδο σαν όργανο «αμυντικής δράσης» που παρατηρεί για να «συσπειρώσει το Έθνος».
-
Ο Σύλλογος σαν φορέας «πολιτισμικής κληρονομιάς» για να «ταξινομήσει τις παραδόσεις».
-
Το Εργοστάσιο ως όργανο «παραγωγικής δράσης» που παρατηρεί για να «συγκροτήσει την παραγωγικότητα».
-
Το Συνδικαλιστικό Σχήμα σαν όργανο «εργασιακού δικαιωματισμού» που παρατηρεί για να «ενισχύσει την εφαρμογή των κανονισμών».
Στον 20ο αιώνα εισβάλλει η χρήση του όρου «οργανωτική συμπεριφορά» ως «διεπιστημονικός κλάδος». Αδόκιμη η παράλειψη διασαφήνισης του όρου «organization» στην αγγλική ή «organisation» στη γαλλική, που ενέχει την ενέργεια του οργανώνειν και τα αποτελέσματά της, ενώ στην ελληνική ο όρος «οργάνωση» δηλώνει το συλλογικό πλαίσιο αλλά ο όρος «οργανισμός» δηλώνει την κρατικού ή ιδιωτικού ύφους εργασιακή-εργονομική συλλογικότητα.
Πρώτος ο Frederick Taylor, που εργάστηκε ως μηχανικός σε αμερικάνικη χαλυβουργική εταιρεία, μελέτησε και χρονομέτρησε τους υφιστάμενους εργάτες με σκοπό τον επανασχεδιασμό και τυποποίηση της εργασίας. Ο εργάτης θεωρείται ως ένα απλό εργαλείο-εξάρτημα του μηχανισμού παραγωγής. Παράλληλα η ανθρωπότητα είναι προ των πυλών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και για την επιλογή στρατιωτικού προσωπικού επινοείται το ψυχομετρικό test Army Alpha.
Στη Βρετανία δημειουργείται το 1915 η «Επιτροπή Υγείας των εργατών Πυρομαχικών=Health Munition Workers Committee» με στόχο τη μελέτη της κόπωσης των εργαζομένων στα πολεμικά βιομηχανικά συγκροτήματα και το 1921 το «Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανικής Ψυχολογίας=National Institute of Industrial Psychology» με στόχο τη μελέτη της κόπωσης-τον επαγγελματικό προσανατολισμό-την επιλογή προσωπικού.
Την περίοδο 1924-1926 οι «μελετητές» της Βιομηχανικής Ψυχολογίας έκαναν μια σειρά πειραμάτων στο εργοστάσιο Χώθορν της Δυτικής Ηλεκτρικής Εταιρείας του Σικάγου=West Electric Company, που αποσκοπούσαν στην «εξακρίβωση της σχέσης ανάμεσα στα επίπεδα φωτισμού και στο παραγωγικό αποτέλεσμα».
Το 1928 η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ σχεδίασε μά σειρά πειραμάτων ομαδοποιώντας σε πειραματικά δωμάτια συναρμολόγησης εργάτες τροποποιώντας το σύστημα αμοιβής, θα πληρώνονταν σύμφωνα με τους κανονισμούς που η ίδια η ομάδα κάθε φορά θα έθετε ρυθμίζοντας την ένταση εργασίας. Οι «ειδικές κοινωνικές συνθήκες» έκαναν την ομάδα των εργαζομένων να υπερηφανεύεται για την αύξηση του παραγωγικού αποτελέσματος υπό τη συνθήκη «συμμετοχικής διαδικασίας κοινωνικών παραγόντων»!
Η γραφειοκρατικά διαρθρωμένη-διοικούμενη οργάνωση περιλαμβάνει τμήματα-αξιώματα-θέσεις με καθορισμένες προδιαγραφές όσον αφορά στη λειτουργία τους, ο Κοινωνιολόγος Robert Merton επισημαίνει ότι: «η γραφειοκρατία έχει ως αποτέλεσμα την προβλεψιμότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς». Το «Βρετανικό Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Σχέσεων» του Τάβιστοκ μελέτησε το «κοινωνικό-τεχνικό σύστημα» στα βρετανικά ανθρακωρυχεία, καθώς η εξόρυξη μεταπηδούσε από τη χειρωνακτική μέθοδο στην μηχανοποίησή της. Η εξειδίκευση των εργαζομένων συνδαύλισε υφέρποντες ανταγωνισμούς-εχθρότητες-αυθαιρεσίες. Τα εγχειρίδια σε Σχολές «Οικονομικών Επιστημών»-«Διοίκησης Επιχειρήσεων»-«Βιομηχανικής Ψυχολογίας»-«Εργασιακής Κοινωνιολογίας» διαπραγματεύονται τις θεωρίες:
-
«Ενστίκτων». Ο Δαρβινισμός καθόρισε το ένστικτο ως «εγγενή παράγοντα συμπεριφοράς», κάτι το οποίο αντιστρατεύτηκαν αρκετοί υποστηρίζοντας πως το ένστικτο είναι «εκμαθημένη συμπεριφορά», αφού προσδιορίζεται και ερμηνεύεται απ’τον κοινωνικό παράγοντα. Σε αυτή την περίπτωση το ένστικτο απαλείφεται και τροποποιείται «κατά το δοκούν».
-
«Ορμής κι Ενίσχυσης». Ο «Νόμος του Αποτελέσματος», όπως τον ονόμασε ο Thorndike, παρεμφαίνει παρελθούσες συμπεριφορές που δημιουργούν δεσμούς «Ερεθίσματος-Αποκρίσεως» ως «συνάρτηση της έντασης και της συνήθειας». Ο δημιουργούμενος συσχετισμός ανάμεσα στη συμπεριφορά και στο ευχάριστο επακόλουθο, στην περίπτωση της εργασίας, είναι η οικονομική επιβράβευση, απολήγει στην εξάρτηση, την τάση δηλαδή για επανάληψη της συμπεριφοράς και κατ’ εφαπτομένη του αποτελέσματος. Η συνήθεια επαφίεται στην εξάρτηση, είτε ως «κλασική εξάρτηση=classical conditioning», που βασίζεται σε πειράματα του Ρώσου Pavlov και ισχυροποιεί την αμοιβή ως εξάρτηση, είτε ως «συντελεστική εξάρτηση=operant conditioning», που στοιχειοθετείται σε πειράματα του Αμερικανού Skinner και ισχυροποιεί τη συνήθεια ως εξάρτηση. Και οι δύο θεωρίες καταλήγουν στην ενίσχυση του «μηχανιστικού συμπεριφορισμού», κατά τον οποίον δομείται μια κάθετη πυραμίδα και το κάθε ιεραρχικό επίπεδό της υπόκειται στην απόλυτη εξουσία του αμέσως υπερκείμενου επιπέδου, με τρόπο ώστε μια διαδοχή αναγωγών να στέφει στην κορωνίδα την απόλυτη εξουσία.
-
«Γνωστικού Συμπεριφορισμού».Ο Lewin το 1951 θεωρητικοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων, αφ’ ενός ως «πρόκληση κατάστασης έντασης» και αφ’ ετέρου ως «άμβλυνση κατάστασης έντασης».
Ο «ηδονισμός» είναι ανιστορικός, που σημαίνει το άτομο δίνει προτεραιότητα στις τωρινές του πεποιθήσεις και προσδοκίες. Επομένως κάθε φορά ο άνθρωπος στην εργασία:
-
ξεκινά μια προσπάθεια σε κάποιο συγκεκριμένο έργο. Η Βιομηχανική Ψυχολογία επιφορτίζεται να οριοθετήσει τι είναι αυτό που ενεργοποιεί την προσπάθεια.
-
καταβάλει κάποια ποσότητα προσπάθειας στο συγκεκριμένο έργο. Η Βιομηχανική Ψυχολογία μετέρχεται την κατεύθυνση της προσπάθειας.
-
επιμένει στην καταβολή προσπάθειας στο συγκεκριμένο έργο για κάποιο χρονικό διάστημα. Η Βιομηχανική Ψυχολογία αφιερώνεται στους τρόπους επιμήκυνσης της προσπάθειας.
Η «Κοινωνική Ψυχολογία» κινείται μεταξύ άλλων κυρίως ανάμεσα σε δύο θεωρίες σχετικά με την «οργάνωση-αντιμετώπιση» των εργαζομένων:
-
η «θεωρία της Ισότητας». Συνδέεται με τη «θεωρία της γνωστικής συνοχής=cognitive consistency», κατά την οποία οι πεποιθήσεις πρέπει να βρίσκονται εν αρμονία επειδή σε αντίθετη περίπτωση το άτομο «κινδυνεύει» να οδηγηθεί σε «ψυχολογική ένταση», και με τη «θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής=exchange theory», κατά την οποία οι σχέσεις υποθάλπουν επένδυση και αναμένουν το όφελος. Η εν λόγω θεωρία εφαρμόζεται κυρίως σε θέματα παραγωγικότητας και αμοιβών σε σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού τύπου συνομαδώσεις, όπου καλλιεργείται η ψευδαίσθηση «της ισότιμης πρόσβασης σε αγαθά» με απαραίτητη προϋπόθεση την υποταγή στις πεποιθήσεις.
-
η «θεωρία της Στοχοθεσίας». Είναι απαραίτητο κάθε ανθρώπινη ενέργεια να κατευθύνεται από ένα στόχο. Το πείραμα στον κλειστό χώρο, που ανέθετε διάφορα καθήκοντα στους συμμετέχοντες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «όσο πιο δύσκολο το πρόβλημα, τόσο πιο υψηλή απόδοση». Έτσι το 1975 0 Latham μεταφέρει το πείραμα στον εργασιακό χώρο, σ’ ένα εργοτάξιο υλοτομίας. Οι οδηγοί των φορτηγών φόρτωναν τα φορτηγά με κομμένους κορμούς κατά το 60% της νόμιμης χωρητικότητας υπό τον φόβο επιβολής προστίμου. Κλήθηκαν λοιπόν να φορτώσουν κατά το 94% της νόμιμης χωρητικότητας, πράγμα το οποίο έπραξαν υπό τις προϋποθέσεις μη επιβολής ποινής και καλύτερης αμοιβής. Η εν λόγω θεωρία εφαρμόζεται κυρίως σε θέματα παραγωγικότητας και αμοιβών σε φιλελεύθερου τύπου συνομαδώσεις, όπου καλλιεργείται η ψευδαίσθηση των «ικανοτήτων που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου».
Υπό το πρόσχημα της «ανθρωπιστικής προσέγγισης» οι «μελετητές» εφευρίσκουν τρόπους έντασης της παραγωγής και της πολεμόχαρης διαθέσεως και ο εργαζόμενος, είτε αποκομίζει αίσθημα ικανοποίησης δια της «επίτευξης των στόχων» είτε νιώθει δίκαιος δια της «ισότιμης ομογενοποίησής του», στην ουσία επιτρέπει στις πολυειδείς σχέσεις εξουσίας να διατρέχουν τον Νου και το Σώμα του εδραιώνοντας τον «ηδονισμό» στην άμεση συμμετοχή του στην παραγωγή και σώρρευση καταναλωτικών αγαθών ή στον ιδεολογικό φενακισμό.