Γράφει η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη.
Οι Καλλιτέχνες δεν μιλούν!
Οι Διανοούμενοι σιωπούν!
Ασθμαίνουν οι λαοί…
Αγορεύουν οι Καλλιτέχνες!
Δημηγορούν οι Διανοούμενοι!
Δυσφορούν οι Κοινωνίες…
Καλλιτέχνες…
Ας ξεκινήσω με την ετυμολογία του όρου. Σύνθετη λέξη απ’ το κάλλος και την τέχνη. Όπου Τέχνη διίστανται οι απόψεις: Ειδικότερα ινδοευρωπαϊκής ρίζας η λέξη με αρχική σημασία το ρήμα ξυλουργώ και κατ’ επέκταση την επιδεξιότητα – ομόρριζη της λέξης τέκνο εκ του ρήματος τίκτω που σημαίνει γεννώ και κατ’ επέκταση το γέννημα. Γενικότερα ένα σύνολο υλικών – μέσων που προάγουν μία ελεύθερη δραστηριότητα με προοπτική την επίκληση στη διάνοια και στην αίσθηση. Συνακόλουθα Τέχνη συνιστά μία ανθρώπινη έκφραση της πνευματικής επεξεργασίας των εμπειριών και ανάπλασή τους. Που εδράζεται το ερώτημα «Γιατί δεν μιλούν οι Καλλιτέχνες;», τη στιγμή που η κοινότητά τους αποτελεί μία μικρογραφία της Κοινωνίας, εκτός κι αν περιμένουμε μέσα απ΄ την θέση που θα πάρουν να διατυπωθεί η διακαής επιθυμία μας.
Η Τέχνη ήταν – είναι – θα είναι πάντα ταξική. Στρατεύεται κι αποστρατεύεται κατά το ιδεολογικό δοκούν, το οποίο εγείρει, σύμφωνα με την οπτική απ’ την οποία την θωρούμε, προβληματισμούς. Αναμένοντας συνομάδωση των εκπροσώπων της Τέχνης είναι σαν να αναμένουμε παγκόσμια ιδεολογική σύμπνοια, όνειρο θερινής νυκτός δηλαδή.
Η Τέχνη, κι αυτό το βλέπουμε κάνοντας ανασκόπηση στα κινήματα, ρομαντισμός – συμβολισμός – υπερρεαλισμός και άλλα, συνυφαίνεται με θρησκεία – μαγεία – αξιακή συνείδηση – ενωτικές ή αποσχιστικές πολιτικές ιδεολογίες. Επομένως λειτουργεί σαν συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στα κατακερματισμένα μέλη του κοινωνικού ιστού αλλά και στον αντίποδα σαν πρακτική ενέργεια διεμβόλισής του. Η Τέχνη σαν αποκάλυψη – μαρτυρία – εμβάθυνση – ερμηνεία συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο εργαλείο πολέμου, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί ωστόσο σύμφωνα με την κρίση του κατόχου. Σε περιόδους πολέμου ο πολεμιστής επιλέγει ενίοτε να αμυνθεί – να καυτηριάσει – να εγκληματήσει. Ομοίως η Τέχνη εκπροσωπεί τον πλούτο ή την φτώχεια – το δίκιο ή το άδικο – την εντελέχεια ή την ατέλεια και κατ’ εφαπτομένη την ταξική διαστρωμάτωση εμπερικλείοντας τις όποιες αλληλεπιδράσεις.
Σίγουρα η Τέχνη είναι ένας προνομιούχος χώρος, διότι μπορεί να μετουσιώσει τα πάντα με λογοκρισία – ευαισθησία – προπαγάνδα – σκοπιμότητα – ενόραση κι ανάλογα να παγιωθεί ή να αυτοαναιρεθεί. Ο δημιουργός, Ποιητής – Εικαστικός – Λογοτέχνης έχει δική του αυτόνομη ψυχοσύνθεση και δια μέσω του έργου του λειτουργεί σαν προέκταση του κοινωνικού συνόλου. Θα ενσαρκώσει πληθυσμιακές μερίδες με περιφρόνηση προς το κοινό ή με ανεκτικότητα, και σ’ αυτό το σημείο ας αναρωτηθούμε ποια απ’ τις δύο έννοιες συνιστά προδοτική διαδικασία. Ο Καλλιτέχνης ομιλεί. Άλλοτε με νηφαλιότητα. Άλλοτε με στείρα πολιτικολογία. Άλλοτε με συνθηματολογική προπαγάνδα. Πάντως ομιλεί…
Διανοούμενοι…
Πάλι με την ετυμολογία θα εκκινήσει η εκτύλιξη του συνειρμού μου. Εκ του ρήματος διανοέω – διανοώ και κατ’ επέκταση του ουσιαστικού νους. Η Ελευθερία ποδηγετείται αφ’ ης στιγμής το άτομο αποδέχεται την ύπαρξη πιστοποίησης. Η Κοινωνία ενεπλάκη εδώ και πολύ καιρό σ’ ένα ειδεχθές πείραμα, το οποίο απολήγει σήμερα στον ευνουχισμό του ατόμου, αφού η διανόηση έγινε συνώνυμη της επαγγελματοποιημένης – πιστοποιημένης γνώσης και προωθείται σαν καταναλωτικό προϊόν. Brands – names λοιπόν και στη σκέψη!!! Ο άνθρωπος δεν ακούει – διαβάζει τις αράδες – ρήσεις υπό τα όμματα – ώτα αλλά σαγηνεύεται απ’ την εμβληματική φιγούρα που ομιλεί – γράφει – ζωγραφίζει και κατά συνέπεια ακολουθεί αγεληδόν. Μιμητισμός – ξενομανία – έλλειψη κριτικής ικανότητας καθιστούν δεκάδες προϊόντα υποκουλτούρας σε μαζικά viral=τυποποιημένα αναγνώσματα. Η Διανόηση αποχωρίζεται βάναυσα απ’ τα αρχικά της συμφραζόμενα, εφ’ όσον καλείται να αποδείξει τις περγαμηνές του ενεργούμενού της επικυρώνοντας τις ναρκισσιστικές άμυνές της – την ανορθολογική ιεραρχία – την ορθολογική οχληρότητα. Γιατί εφησυχάζει ο απλός άνθρωπος σε εκθειασμούς απολυτοποιημένων ρητορειών;
Πλείστοι αυλοκόλακες Καλλιτέχνες-Διανοούμενοι συνεργούν στην καθιέρωση της φήμης-υστεροφημίας…
Με το πέρας των χρόνων το τερπνόν του Ηροδότου και το χρήσιμον του Θουκυδίδη δεν παρουσιάζουν κατά βάσιν διαφορές. Διαμέσου των Ιστοριογραφίας-Γραμμάτων-Τεχνών δηλώνονται σαν ισόκυρα πιστοποιητικά.
Η Τέχνη οφείλει να σηματοδοτεί την ατόφια γνώση διευρύνοντας τους ορίζοντες μέσω της εντρύφησης στα γεγονότα και πέρα απ’ τις βεβαιωμένες χρηστικές τους ιδιότητες-συσχετίσεις με ίδιον συμφέρον. Δυστυχώς πολλοί επιστήμονες-άνθρωποι των Γραμμάτων διατείνονται ιδεολογικούς προσανατολισμούς μεταχειριζόμενοι την προσφιλότητα, την οποία έχουν αποκτήσει σε ευρύ κοινό, ψιμυθιώνοντας την ασχήμια-ωραιοποιώντας τη βαρβαρότητα-ευτελίζοντας την αρετή.
Πολλοί λογοτέχνες ολκής συνέργησαν διαιωνίζοντας την κληρονομική ερμηνεία και τις παραχαράξεις. «Η πνευματική και η καλλιτεχνική αξία-η υψηλή ποιότητα των κειμένων, δεν συνακολουθούνται πάντοτε από ήθος-αρετή-αξιοπρέπεια» υποστηρίζει ο Κος Σιμόπουλος αναφερόμενος στην απεχθή-γλοιώδη στάση του Βολταίρου, ο οποίος με πλούσια ανταλλάγματα εξυμνούσε τους τσάρους Πέτρο-Αικατερίνη, στην έρπουσα συμπεριφορά του Γκαίτε, ο οποίος διορίζεται μυστικοσύμβουλος του δούκα της Βαϊμάρης αναλαμβάνοντας τον στραγγαλισμό του ελεύθερου λόγου και της φίμωσης των πολιτών, αφού επέβαλε λογοκρισία σε εκπαιδευτικά ιδρύματα κι έλεγχο μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο της Ιένας οργανώνοντας δίκτυο καταδοτών στους σπουδαστικούς πυρήνες. Ο ίδιος ο Γκαίτε ανέλαβε τη λογοκρισία του περιοδικού «Algemeine Literatur» εξαπολύοντας πυρρά ενάντια σε φιλοσόφους-καλλιτέχνες αντιφρονούντες, τη στιγμή που και ο ίδιος ανεχόταν τη λογοκρισία σε πονήματά του, περιεκόπη ένα απόσπασμα απ’ το κείμενό του «Έγκμοντ».
Οι υπηρετούντες τη μυθοπλαστία…
Οι μάστιγες, που ταλάνισαν την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες, εντυπώνονται στη μνήμη των εθνών επικυρωμένοι από περιλάλητους και μη εξαιρετέους διανοούμενους-καλλιτέχνες, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη διαιώνιση της αποσιώπησης των κακουργημάτων υμνολογώντας τις φρικαλεότητες.
Αρχαιότητα: Τον Δ’ αιώνα, κατά τον οποίο η Δημοκρατία βρίσκεται στον κολοφώνα της, πολλοί διανοούμενοι στρέφονται προς τα τυραννικά καθεστώτα, κάτι που προοιωνίζεται την εγκαθίδρυση των πολιτευμάτων βίας και θηριωδιών που ακολούθησαν για τα επόμενα δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Ο Ξενοφών, μισθοφόρος και στρατιωτικός ακόλουθος του Κύρου, τον οποίο υμνολογεί κι εγκωμιάζει αποβλέποντας σε πλουτισμό και αξιώματα. Διασύρει την Αθήνα ισχυριζόμενος πως έλαβε συγκαταβατικό χρησμό, ώστε να σπεύσει στο πλευρό των εχθρών και ανταμείβεται απ’ τους Λακεδαιμόνιους συνεργάτες του με μία πολυτελή έπαυλη στη Σκιλλούντα της Ήλιδος. Κι ενώ ο Πλάτων στην Πολιτεία αναζητεί έναν «ηγεμόνα φιλόσοφο», ο Ξενοφών προτιμά ένα στρατιωτικό με «φιλοσοφική κατάρτιση». Στα ίδια χνάρια ακολουθεί ο Πίνδαρος, επιφανής Ποιητής που αφιερώνει διθυραμβικές ωδές σε τυράννους της εποχής, Ιέρωνας-Θήρωνας. Στο έργο του ο Πλάτων απορρίπτει το δημοκρατικό πολίτευμα όπως και αυτά της τιμοκρατίας-ολιγαρχίας-τυραννίδας για να αναδείξει με τον συλλογισμό του την αριστοκρατία ως φωτισμένη απολυταρχία, υποστηρίζοντας πως απ’ την πλήρη ελευθερία απορρέει η αγριότερη δουλεία.
Φιλομοναρχικός υπήρξε και ο Αριστοτέλης, με έργο σελασφόρο για τις επόμενες γενιές τόσο σε ποιότητα όσο και σε εμβέλεια. Οι διασυνδέσεις του ωστόσο με τις Αυλές Μοναρχών μεταφέρονται στο έργο σαν ψήγματα υπονομευτικά για τη Δημοκρατία, ενστερνιζόμενος πάνω απ’ όλα την μακεδονική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο. Ο ρήτορας Ισοκράτης, ολιγαρχικών φρονημάτων και κενόδοξος, ανέπτυσσε σχέσεις με τυράννους του ελληνικού αλλά και δυτικού κόσμου προς άγραν οικονομικών ανταλλαγμάτων, γράφοντας παραινετικούς λόγους. Διακατεχόταν απ’ το πάθος του ιμπεριαλισμού και αναδεικνύεται τυφλό φερέφωνο του Φιλίππου κατά το αιμοσταγές εγχείρημα της εκθεμελίωσης της αυτονομίας των πόλεων-κρατών.
Καλλισθένης-Λύσιππος-Ανάξαρχος-Απελλής και πλείστοι άλλοι συγκροτούν την κουστωδία των «Αλεξανδροκολάκων». Στο ίδιο μήκος κύματος εκπέμπουν οι υμνητικές μυθοπλαστικές ψευδολογίες για τους κληρονόμους του, τα βασίλεια των Πτολεμαίων-Αντιγονιδών-Σελευκιδών-Ατταλιδών, κατά τη θητεία των οποίων αλληλοσπαραγμοί και αχρειότητες συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό και οι μορφές των μοναρχών θεοποιούνται.
Ρωμαϊκή ηγεμονία: Το κλίμα τρομοκρατίας και δουλοπρέπειας, που δημιουργεί η «θεά Ρώμη», εκθειάζεται με ανέγερση επιβλητικών μνημείων και λατρευτικούς παιάνες από καλλιτέχνες-ιστορικούς. Η ποιήτρια Μελινώ απ’ τη Λέσβο εξεικονίζει τη Ρώμη σαν Αμαζόνα-Άνασσα, ο Οράτιος αποκαλεί τον Πομπήιο «Ποσειδώνιο Ηγεμόνα», με τις πιο τερατώδεις εξυμνήσεις να αφορούν στον Καίσαρα, μέγιστο σφαγέα και εκδουλωτή λαών.
Η αποθέωση του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, οι οποίοι απεικονίζονται σε νομίσματα σαν Έρως και Αφροδίτη αντίστοιχα. Ο Κικέρων είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ της μοναρχικής εξουσίας υποστηρίζοντας πως ο θρίαμβος ενός κράτους κρηπιδώνεται στην υπακοή των πολιτών και τη διάθεσή τους να μιμούνται τη συμπεριφορά των αυθεντών και ο Βιργίλιος δεν διστάζει να διατυπώσει για τον Αύγουστο πως προορίζεται για την ουράνια κατοικία, ενώ συχνό ήταν το φαινόμενο διορισμού ρητόρων-συγγραφέων ως πρεσβευτές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων σε πόλεις της Ανατολής.
Βυζάντιο: Οι Επίσκοποι εξαγοράζονται ασύστολα απ’ τον Κωνσταντίνο και κατ’ εφαπτομένη η Εκκλησία ελέγχεται πλήρως, κάτι που οδηγεί σε διαφθορά τρομακτικών διαστάσεων κατά τον Μεσαίωνα. Παρόλο που η διδασκαλία του Ιησού αντιτασσόταν στην πολιτιστική παράδοση, που καλλιεργούσε η εκκλησιαστική εξουσία, πολλοί απ’ τους αποστόλους εναρμονίζονταν με το απολυταρχικό πολίτευμα, με κορυφαίο τον απόστολο Παύλο να καλεί τους χριστιανούς σε προσευχή για τους παράγοντες της εξουσίας και τις γυναίκες σε υποταγή στους άνδρες. Μόνη εξαίρεση ο Ιωάννης, ο οποίος απεικονίζει τη Ρώμη ως «πόρνην μεγάλην» καθισμένη πάνω σε «θηρίον κόκκινον» με επτά κεφαλές και δέκα κέρατα.
Αναγέννηση: Ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ περιτριγυρίζεται από πλείστους αυλοκόλακες. Ο ποιητής Chateaubriand τον συγκρίνει με τον Ναπολέοντα, ο Pascal τον αποκαλεί «λάμψη της θεότητας», και ο La Fontaine δοξολογεί στους μύθους του τους αυτοκράτορες γενικότερα. Ο Βολταίρος αποτελεί μία διάνοια, η οποία προσφέρεις λαμπρό πνευματικό έργο σαν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές αλλά η συμπεριφορά και το ήθος του αποδεικνύονται ενίοτε αμαυρωμένα. Φτάνει στο έσχατο σημείο να αποκαλεί τον Φρειδερίκο «Σολομώντα του Βορρά» ενώ αφιερώνει ύμνο στην Αικατερίνη προσφωνώντας την «Αμαζόνα» και «Σεμίραμι του Βορρά». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Diderot επιδεικνύοντας δουλοφροσύνη μεγίστη ενώ ο λόγιος και πολιτικός Montesquieu στο έργο του «Παρατηρήσεις για τα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής των Ρωμαίων» διατείνεται πως οι επιτυχίες οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική αξία των αυτοκρατόρων παρακάμπτοντας εντελώς την συνεισφορά πολεμιστών και λαού.
Στη Δύση γενικότερα φαίνεται να επικρατεί μία άτυπη συμφωνία μεταξύ μοναρχίας και διανοούμενων αυλοκολάκων. Ο υποκριτικός και πλαστογραφημένος εθνικισμός κυριαρχεί. Ο Hegel ενθουσιάζεται τόσο με τη νίκη του Ναπολέοντα στην Ιένα, που τον αποκαλεί «ψυχή του κόσμου» και ο Καντ τάσσεται υπέρ της ισοτιμίας των μελών μίας κοινωνίας την ίδια στιγμή που αποκλείει τον αυτοκράτορα απ’ το μέτρο σύγκρισης, αφού «δεν είναι μέλος της κοινότητας αλλά ο δημιουργός της».
Pages: 1 2