Της Δασκάλας τα μάτια

Της Δασκάλας τα μάτια

Ἡ Εὐανθία ἐν ἀνίᾳ περιήρχετο περὶ τὰς δύο τραπέζας καὶ τὰ πρῶτα θρανία. Ἡ γραῖα Μονεβασιὰ ἐπλησίασε πρὸς τὰ μάγια, καὶ ἤρχισε νὰ θεωρῇ μετὰ προσοχῆς τὸ νεκρικὸν κρανίον.

― Νά, ἐδῶ εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ γράφουν τὴ μοῖρά μας, εἶπε δεικνύουσα τὰ ἱερογλυφικὰ ἐκεῖνα σημεῖα τῆς συναρμογῆς τοῦ μετώπου· ἐδῶ εἶναι γραμμένο ὅλο τὸ ριζικό μας. Ἔπαθα τά ᾽παθα, τά πάθω μέλλω;

― Τί θὰ πῇ αὐτό, μητέρα; ἠρώτησεν ἡ Εὐθαλία.

― Αὐτὸ θὰ πῇ, κορίτσι μ᾿, ξέρουμε τὰ ὅσα πάθαμε, μὰ δὲν ξέρουμε τί μᾶς μέλλει ἀκόμα. Ἦτον μιὰ ζηλιάρα, καὶ σὰν εἶδε ποὺ ὁ ἄνδρας της εἶχε ἕνα γυναίκειο καύκαλο κλειδωμένο μὲς στὸ ἀρμάρι του, ἀπ᾿ τὴ μανία της τὸ ἔρριξε στὸ φοῦρνο καὶ τό ᾽καψε· κι ὁ ἄνδρας της τὸ εἶχε φυλάξει ἀπὸ περιέργεια, ἐπειδὴ ἦτον μάντις, κ᾿ ἐγνώριζε νὰ διαβάζῃ τὰ μυστικὰ γράμματα τοῦ ριζικοῦ, κι ἀπόρησε· σὰν τί ἔμελλε νὰ πάθῃ ἀκόμα αὐτὸ τὸ κούτελο· κ᾿ ἐκείνη ἀπ᾿ τὴ ζήλεια της ἐπίστεψε πὼς ἦτον τῆς παλιᾶς ἀγαπητικιᾶς του· καὶ σὰν τὸ εἶδ᾿ ἐκεῖνος ὕστερα ποὺ κάηκε, ἐκατάλαβε γιατί ἐπάνω στὸ κούτελο ἦτον γραμμένο: «ἔπαθα τά ᾽παθα· τά πάθω μέλλω;»

Ἡ Εὐθαλία ἠκροᾶτο ἐν σιωπῇ. Ἡ μήτηρ της ἐπανέλαβε.

― Κι αὐτὸ ἐδῶ, πουλάκι μ᾿, φαίνεται νὰ εἶναι γυναίκειο κούτελο· καὶ σ᾿ αὐτὸ ἐπάνω κάτι τέτοιο θὰ εἶναι γραμμένο.

Τέλος ἔφθασεν ὁ παπα-Γληγόρης. Ἐφόρεσε τὸ πετραχήλι του, ἤνοιξε τὸ Εὐχολόγιον, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον καὶ βόμβον φωνῆς.

«Ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος, διάβολε… φύγε, δραπέτευσον, ἀναχώρησον, δαιμόνιον ἀκάθαρτον καὶ ἐναγές, καταχθόνιον, βύθιον, ἀπατηλόν, ἄμορφον, ἢ αὐτὸς εἶ ὁ Βεελζεβούλ, ἢ κατασείων, ἢ δρακοντοειδής, ἢ θηριοπρόσωπος, ἢ ὡς ἀτμίς, ἢ ὡς καπνός, ἢ ὡς ἄρρεν, ἢ ὡς θῆλυ, ἢ ὡς ἑρπετόν, ἢ ὡς πετεινόν, ἢ νυκτολάλον, ἢ κωφόν, ἢ ἄλαλον… ἢ λάγνον, ἢ δυσῶδες, ἢ φαρμακόφιλον, ἢ ἐρωτομανές, ἢ ἀστρομαγικόν, ἢ φιλόνικον, ἢ ἀκατάστατον· ἢ ὀρθρινόν, ἢ μεσημβρινόν, ἢ μεσονυκτικόν, ἢ ἀωρίας τινός, ἢ αὐγῆς… ἢ κρημνῶν, ἢ ἐκ λάκκου, ἢ καλαμῶνος, ἢ λίμνης ἢ ἐκ στέγης λουτροῦ, ἢ ἐκ μνήματος εἰδωλικοῦ, ἢ ὅθεν ἴσμεν, καὶ οὐκ ἴσμεν… φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε, μὴ ὑποστρέψῃς, μηδὲ ὑποκρυβῇς, ἀλλ᾿ ἄπελθε εἰς γῆν ἄνυδρον, ἔρημον, ἀγεώργητον, ἣν ἄνθρωπος οὐκ οἰκεῖ, Θεὸς μόνος ἐπισκοπεῖ, ὁ σειραῖς ζόφου ταρταρώσας σὲ πάντων τῶν κακῶν τὸν ἐφευρετὴν διάβολον· ὅτι μέγας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ Εὐανθία, οὔτε τὰς μαθητρίας ἀπέπεμψεν, οὔτε μάθημα εἶχεν ὄρεξιν νὰ κάμῃ· ἀλλ᾿ αὐτοσχεδίασε προχείρως ἀνακρίσεις, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ τὰ κοράσια ἂν ἐγνώριζον τίποτε ὡς πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα τὰ εὑρεθέντα εἰς τὸ Σχολεῖον. Πρὸ πάντων ἦτο ἄπορον: πῶς καὶ πόθεν εἰσῆλθε τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον εἷχε ρίψει αὐτὰ τὰ περίεργα πράγματα ἐντὸς τοῦ Σχολείου. Ἡ πόρτα ἦτον κλειδωμένη, τὰ παράθυρα ἦσαν ἐφωδιασμένα μὲ δικτυωτά… Ἀπὸ τὴν στέγην τάχα, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἐξορκισμοί, κατῆλθεν ὁ ἐχθρός, ἢ κάτωθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον δάπεδον τοῦ κτιρίου ἀνῆλθε τὸ καταχθόνιον δαιμόνιον;

Τέλος, ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, μετὰ πολλὰς προσπαθείας, ἀνεκάλυψεν ἓν ἴχνος, πραγματικὸν ἢ ἀπατηλόν. Καὶ τὴν ἑσπέραν, ὅταν ἐσχόλασαν τὰ κορίτσια, ἐγνώσθη ὅτι αἱ δύο μαθήτριαι, αἵτινες εἶχον κρατήσει τὰ κλειδιά, διὰ νὰ σκουπίσουν τὴν προλαβοῦσαν ἑσπέραν, εἶχαν ἔλθει εἰς συγκοινωνίαν μὲ μίαν πρῴην μαθήτριαν, τὴν Ἀρετὼ Καλκατζάκη, καὶ μ᾿ ἕνα κορίτσι τοῦ δρόμου, τὴν Μαχὼ τῆς Τσούναινας.
Αὐταὶ αἱ δύο εἶχαν κάμει τάχα τὰ μάγια;

 

 

 

  • Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑ», ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1985, Σελ. 325-332.

 

 

 

Μουσική:

  • 1. Jacula – Long Black Magic Night,  00:00-06:00

  • 2. Igra Staklenih Perli – Putovanje U Plavo,   06:01-13:18

  • 3. Blood Ceremony – Morning of the Magicians,  13:19-20:10

  • 4. Siouxsie and the Banshees – Voodoo Dolly,  20:10-27:20

 

 

 

* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply