Της Δασκάλας τα μάτια

Της Δασκάλας τα μάτια

Ἡ Εὐανθία ἐκάλεσεν εἰς ἐπικουρίαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητα τοῦ πνεύματός της.

― Ἐμᾶς, κυρία, ὁ καθηγητής μας ὁ Β., μᾶς ἐδίδασκεν ἀνθρωπολογίαν, ὡς καὶ ἀνατομίαν… μᾶς ἐσυνήθισε νὰ μελετᾶμε τοὺς σκελετοὺς τῶν ἀποθαμένων, καὶ νὰ μὴν ἔχουμε προλήψεις.

Ἡ ἀγαθὴ γραῖα τὴν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴ ἐννόει.

― Παρήγγειλα νὰ μοῦ φέρουν αὐτὸ τὸ κεφάλι καὶ τὰ κόκκαλα, διὰ νὰ διδάξω τὰς μαθητρίας ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς εἴμεθα φτιασμένοι.

Ἡ γραῖα ἀνεσήκωσε τὴν ἄκραν τῆς ποδιᾶς, κ᾿ ἐξήτασε διὰ τοῦ βλέμματος ὅλα τ᾿ ἀντικείμενα.

―Ἄ! θὰ τὶς μάθῃς οὗλα τὰ πάντα, μαθές, εἶπεν ἀφελῶς, εἰς τρόπον ὥστε δὲν ἦτο πολὺ σαφὲς ἂν εἶχε πεισθῆ ἢ ἂν εἰρωνεύετο· καὶ γιὰ ταῦτο* ἔφερες, πουλάκι μ᾿, οὗλα τὰ σκέλεθρα αὐτὰ ἀπ᾿ τὰ Μνημούρια… καὶ τὶς κανναβένιες κλωστές, καὶ τὶς τρίχες τὶς ἀλογίσιες, καὶ τὶς παπαροῦνες, καὶ τὰ μαϊολούλουδα;

― Καιρὸς εἶναι νὰ λάβουν τὰ κορίτσια μίαν ἰδέαν γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶπεν ἡ δασκάλα· κοντεύουν οἱ ἐξετάσεις, καὶ πῶς θὰ κάμουμε κ᾿ ἡμεῖς φιγούρα;

Ὅταν εἶχαν φθάσει τὴν πρώτην στιγμὴν ἡ Εὐανθία καὶ ἡ μικρὰ συνοδεύτριά της εἰς τὸ σχολεῖον, ἔξω εἰς τὸ προαύλιον ἦσαν πέντε ἢ ἓξ μαθήτριαι, μὲ τὰ τετράδιά των καὶ μὲ τὰ ἐργόχειρα, περιμένουσαι. Αὗται εἶχαν εἰσέλθει ἤδη, κ᾿ ἐπῆγαν εἰς τὰ θρανία των. Ἄλλαι δέκα ἕως δεκαπέντε ἔφθασαν εὐθὺς κατόπιν. Τὸ Σχολεῖον ἐγέμιζεν ἤδη ἀπὸ κορίτσια. Δύο ἢ τρεῖς κορασίδες, εἶτα ἑπτὰ ἢ ὀκτώ, ὕστερον ὅλαι ὅσαι ἤρχοντο, ἀφῆκαν τὶς σάκκες ἐπὶ τῶν θρανίων των, καὶ κατευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἵσταντο αἱ τρεῖς γυναῖκες. Ἡ μία εἶπε τῆς Οὐρανίας:

―Ἀρή, τί εἶναι;

― Μάγια, εἶπε μὲ μορφασμὸν τὸ Οὐρανιώ.

Ἤδη τῆς εἶχε περάσει ὁ φόβος, καὶ τῆς ἐπανήρχετο ἡ συνήθης εὐθυμία της.

― Μάγια; ἠρώτησεν ἡ Σινιωρίτσα τοῦ Μυτιληνιοῦ.

― Μάγια; ἐπανέλαβεν ἡ Ματούλα τοῦ Καλοειδῆ.

― Μάγια· ἐβεβαίωσεν τὸ Ὀρσάκι τοῦ Ζαχαριάδη.

― Μάγια· ἐπεκύρωσεν ἡ Φλωροὺ τοῦ Λαμιαίου.

Τὰ κορίτσια εἶχαν περικυκλώσει τὴν μικρὰν τράπεζαν, κ᾿ ἐκοίταζαν μὲ μεγάλα μάτια καὶ μὲ ἀνοικτὰ στόματα τ᾿ ἀξιοπερίεργα ἀντικείμενα.

― Τί θέλετ᾿ ἐδῶ; ἔκραξε μὲ αὐστηρότητα ἡ Εὐανθία. Γλήγορα στὰ θρανία σας… στὰς θέσεις σας!

Ἔδραξε τὴν βέργαν, κ᾿ ἐφοβέρισε τὰς μαθητρίας.

Ἡ γραῖα Μονεβασιά, ἡ μητέρα τῆς δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τὰς χεῖρας, κ᾿ ἔκραξε:

― Τώρα, τί νὰ κάμουμε; Τ᾿ ἦταν αὐτό;… Μὴ λές, πουλάκι μ᾿, πὼς τὰ εἶχες παραγγελιά, γιὰ νὰ μάθῃς τὰ κορίτσια κατὰ πῶς εἴμαστε φτιασμένοι, οὗλα τὰ πάντα. Μάγια σᾶς ρίξανε· ἀκοῦς τὰ κορίτσια τί λένε;

― Ξέρουν τὰ κορίτσια τί τοὺς γίνεται; εἶπεν ἡ Εὐανθία.

― Τώρα χρειάζεται ἁγιασμὸς νὰ ψαλῇ ἐδῶ… ξορκισμοὶ νὰ διαβαστοῦνε… Μὴν ἀρχινᾶτε, πουλάκι μ᾿, τὸ μάθημα, πρὶν ξορκισθῇ ὁ ἐχτρὸς ἀποδῶ μέσα.

Ἐκάλεσε τὴν μικρὰν Ματούλαν, κόρην τοῦ Παπαγληγόρη.

― Πᾷς, πουλάκι μ᾿, νὰ πῇς τ᾿ παπᾶ σ᾿, νὰ πάρῃ τὸ πετραχήλι του νά ᾽ρθῃ ἐδῶ;… Νὰ πάρῃ πές, καὶ τὸ Εὐχολόγιο μαζί του… ξορκισμοὺς πρέπει νὰ διαβάσῃ.

Ἡ μικρὰ δὲν ἐπερίμενε νὰ ἐπικυρώσῃ τὴν διαταγὴν ἡ δασκάλισσα. Πάραυτα ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν. Ἡ Εὐανθία, ὡς ναρκωμένη, δὲν εἶπε τίποτε. Μόνον ὅταν ἡ παιδίσκη ἐξῆλθεν, ἐστράφη πρὸς τὴν γερόντισσαν καὶ τῆς εἶπε:

― Τί θέλεις, σταυρομάννα*· γιὰ νὰ μᾶς ἀκούουν κι ἄλλοι;

― Αὐτό, πουλάκι μ᾿, δὲν εἶναι πρᾶμα ποὺ νὰ κρυφθῇ, μαθές, εἶπεν ἡ γραῖα· ὁ παπὰς ποὺ θά ᾽ρθῃ δὲν θὰ τὸ κοινολογήσῃ;… Ἔχεις ψαλίδι γιὰ νὰ κόψῃς τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν κοριτσιῶν;

Ἡ Εὐανθία ἔσεισε τοὺς ὤμους.

― Κὶ νὰ τὶς κόψῃς, πουλάκι μ᾿, ἄλλες θὰ φυτρώσουνε· μιὰ θὰ κόφτῃς, δυό, τρεῖς, τέσσερες θὰ βγαίνουνε…

Δὲν ἔχουν παιδεμὸ τῶν γυναικῶν οἱ γλῶσσες.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply