Πράξη 3η
Διέσχιζα μπαρ γεμάτα φωνακλάδες
Για να φτάσω στην καρέκλα να τραγουδήσω
Ένα όργανο και ήχος άθλιος
Θαμώνες πνιγμένοι στο κρασί
Αντλούσαν δύναμη
Πάλευαν λίγο ακόμη με τους φόβους
«Λίγη υπομονή κι όλα γίνονται»
Βροντοφώναζαν ο ένας στον άλλον
Μέρες
Μήνες
Χρόνια
Σαν κατάδικοι δεμένοι
Με σπάγκους στο στρώμα
Με τα χλωμά τους πρόσωπα μαρασμένα
Να μετράνε κάτι ψωροδεκάρες
Στο πεζούλι της άδειας πλατείας
Πίνεις κι ένα σκέτο διπλό δυνατό καφέ
Και κρυώνεις ονειρευάμενος και γνήσιος
«Απόγονος αειφανής»
Τα χαράματα αποπνέουν μια προσποιητή απελπισία
Δίνουν την αίσθηση ενός απόλυτου Χάους
Τόσα χρώματα σκορπισμένα
Και αλληλοσυγκρουόμενα
Πόρνες και καθαρίστριες με βλέμμα θυμωμένο
Οι πρώτες μόλις τέλειωσαν τη δουλειά
Και πάνε για ύπνο
Οι δεύτερες μόλις είχαν έναν άγριο Ξύπνο
Πιάνουν σε λίγο δουλειά
Άστεγοι τουρτουρίζουν στις γωνιές
Καπνίζουν οι καμινάδες των κτηρίων
Τα κρεοπωλεία ανοίγουν πρώτα
Φορτώνουν τα σφάγεια
Κάποια κοπρόσκυλα κουτσαίνουν παραδίπλα
Όλο και κάποιο απότομο φρενάρισμα ακούς
Κάποιος μεθυσμένος οδηγός
Τα πρωινάδικα στο ραδιόφωνο
Και κάμερες
Σε κάθε γωνία της Πλατείας
Θεωρία Επισκόπου
Και καρδία Μυλωνά
Don’t try this again
Σβήσε Ρε
Σβήσε λέω…