Όχι!
Κάθε σωματικό ξερίζωμα, κάθε έλάττωση τής φυσικής δραστηριότητας κι αύτό τό βάσανο νά νιώθεις τόν έαυτό σου έξαρτημένο μέσα στό σώμα σου, κι αύτό τό ίδιο τό σώμα παραφορτωμένο μάρμαρο και ξαπλωμένο σ’ ένα κακό ξύλο, δέν άντισταθμίζουν τόν πόνο νά είσαι άποστερημένος άπό τή σωματική αίσθηση και τήν αίσθηση τής έσωτερικής σου ίσορροπίας.
Ή ψυχή άς χαθεί άπ’ τή γλώσσα ή ή γλώσσα άπ’ τό πνεύμα, κι αύτή ή ρήξη άς χαραχτεί μέσα στούς κάμπους τών αισθήσεων σάν ένα άπέραντο αύλάκι άπελπισίας και αίματος.
Νά ό μεγάλος πόνος πού ύποσκάπτει όχι τή φλούδα ή τό σκελετό, άλλά τήν ΥΦΗ τών σωμάτων. Μένει νά χαθεί αύτή ή περιπλανώμενη σπίθα, γιά τήν όποια νιώθουμε ΠΩΣ ΗΤΑΝ μιά άβυσσος, πού άπλώνεται σ’ όλη τήν έκταση τού πιθανού κόσμου, και τό συναίσθημα μιάς ματαιότητας ίδιας μέ τόν κόμπο τού θανάτου.
Αύτή ή ματαιότητα είναι σάν τό ήθικό χρώμα αύτής τής άβύσσου κι αύτής τής έντονης κατάπληξης, και τό φυσικό χρώμα έχει τή γνώση ένός αίματος πού άναβρύζει καταρρακτωδώς μέσα άπό τ’ άνοίγματα τού έγκεφάλου.
Ματαιοπονούν λέγοντάς μου πώς βρίσκεται μέσα μου αύτή ή άπειλή τού θανάτου, εγώ συμμετέχω στή ζωή, έκπροσωπώ τό πεπρωμένο πού μέ διάλεξε και δέν είναι δυνατόν όλη ή ζωή τού κόσμου νά μέ λογιαριάζει μιά κάποια στιγμή μαζί της γιατί άπό τήν ίδια της τή φύση άπειλεί τήν άρχή τής ζωής.
Υπάρχει κάτι πού βρίσκεται πάνω άπό κάθε άνθρώπινη δραστηριότητα: είναι τό παράδειγμα αύτής τής μονότονης σταύρωσης, αύτης της σταύρωσης, όπου ή ψυχή δέ σταματά πιά νά χάνεται.
Ή χορδή τής νόησης, πού μέ διαπερνάει και μ’ άπασχολεί και τού άσυνείδητου, πού μέ τρέφει, άποκαλύπτει νήματα όλο και πιό λεπτά στήν καρδιά τού διακλαδώμενου ιστού της. Κι είναι μιά καινούργια ζωή πού ξαναγεννιέται, όλο και πιό βαθιά, έκφραστική, ριζωμένη. Ποτέ καμιά διευκρίνιση δέ θά μπορέσει νά δοθεί άπ’ αύτή τήν ψυχή πού στραγγαλίζεται, γιατί ή όδύνη πού τή σκοτώνει, πού τής κατατρώει τίς ίνες, συμβαίνει άπό κάτω άπ’ τή σκέψη, άπό κάτω άπό ‘ κεί όπου μπορεί νά φθάσει ή γλώσσα, άφού είναι ή ίδια ή ένωση έκείνου, πού τήν κάνει καί τήν κρατά πνευματικά συσσωματωμένη, πού σπάει καθώς ή ζωή τήν καλεί στή μονιμότητα τής διαύγειας.
Πού νά βρείς διαύγεια σ’ αύτό τό πάθος, σ’ αύτό τό είδος κυκλικού καί θεμελιακού μαρτύριου. Κι ώστόσο ζεί μέ μιά διάρκεια όμως διακοπτόμενη, όπου τό φευγαλέο άνακατεύεται άδιάκοπα μέ τό άκίνητο, καί τό συγκεχυμένο μ’ αύτή τή διαπεραστική γλώσσα μιάς διαύγειας χωρίς διάρκεια. Αύτή ή κατάρα προσφέρει μιάν ύψηλή διδασκαλία έξαιτίας τού βάθους στό όποίο φτάνει, άλλά ό κόσμος δέ θ’ άκούσει τό μάθημά της.
Τή συγκίνηση πού φέρνει ή έκόλαψη μιάς μορφής, ή προσαρμογή τών διαθέσεών μου στήν αύτοδυναμία ένός διαλόγου χωρίς διάρκεια είναι γιά μένα μιά κατάσταση ίδιαίτερα πιό πολύτιμη άπό τόν κορεσμό τής δραστηριότητάς μου.
Είναι ή λυδία λίθος γιά μερικά πνευματικά ψεύδη.
Είναι αύτό τό είδος όπισθοχώρησης, πού κάνει τό πνεύμα δώθε άπό τή συνείδηση, πού τό καθορίζει, γιά νά πάει νά βρεί τή συγκίνηση τής ζωής. Αύτή ή συγκίνηση βρίσκεται έξω άπό τό ίδιαίτερο σημείο, όπου τό πνεύμα τήν άναζητά, καί άναβλύζει μέ μιά πλούσια πυκνότητα μορφών καί μέ μιά δροσερή ροή, αύτή ή συγκίνηση, πού ξαναδίνει στό πνεύμα τό συγκλονιστικό ήχο τής ύλης, ολόκληρη ή ψυχή κατρακυλάει έκεί και περνά στό φούντωμα τής φωτιάς της.
Μά πιό πολύ κι άπ’ τή φωτιά, αύτό πού θέλγει τήν ψυχή είναι ή καθαρότητα, ή φυσικότητα καί ή παγερή άγνότητα αύτής τής ύπερβολικά δροσερής ύλης πού άποπνέει τό ζεστό καί τό κρύο.
Αύτή έκεί ξέρει τί σημαίνει φανέρωση αύτής της ύλης καί ή έκκόλαψη της όποιας ύποχθόνιας σφαγής είναι τό τίμημα.
Αύτή ή ύλη είναι τό στάθμισμα ένός κενού, πού άγνοείται.
Όταν στοχάζομαι, ή σκέψη μου ψάχνει τόν έαυτό της μέσα στόν αίθέρα ένός καινούργιου χώρου. Βρίσκομαι στό φεγγάρι, όπως άλλοι βρίσκονται στό μπαλκόνι τους. Συμμετέχω στή διαπλανητική έλξη όντας μέσα στίς ρωγμές τού πνεύματός μου.
Ή ζωή θά τραβήξει τό δρόμο της, τά γεγονότα θά ξετυλιχθούν, οί πνευματικές συγκρούσεις θά λυθούν, κι έγώ δέ θά συμμετέχω σ’ αύτές. Δέν περιμένω τίποτε, ούτε άπ’ τή φυσική ούτε άπ’ τήν ήθική πλευρά. Γιά μένα μένει ό άδιάκοπος πόνος καί ή σκιά, ή νύχτα τής ψυχής, καί δέν έχω τή φωνή νά τό φωνάξω.
Σπαταλείστε τά πλούτη σας μακριά άπ’ αύτό τό άναίσθητο σώμα, πού καμιά έποχή ούτε πνευματική, ούτε αίσθησιακή δέν τό έπηρεάζει.
Διάλεξα τήν περιοχή τού πόνου καί τής σκιάς, όπως άλλοι διαλέγουν τή λάμψη καί τή συσσώρευση τής ύλης.
Δέ δουλεύω μέσα στήν έκταση μιάς όποιασδήποτε περιοχής.
Δουλεύω μέσα στή μοναδική διάρκεια.
-
Το κείμενο «Απόσπασμα από ένα ημερολόγιο κόλασης» αποτελεί απόσπασμα από το έργο «Η μεγάλη Μέρα και η μεγάλη Νύχτα» του Antonin Artaud, το οποίο δημοσιεύτηκε την Άνοιξη 1926 στο 7ο τεύχος του «Commerce». Μετάφραση Στέφανος Ευθμιάδης.
-
Μουσική: White Hills – Don’t Be Afraid
*Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.