Τα γράμματα του Artaud, Κόλαση

Τα γράμματα του Artaud, Κόλαση

Μορφές μιάς βασικής άπελπισιας ‘(πραγματικά ζωικής), σταυροδρόμι τών αποχωρισμών, σταυροδρόμι τής αίσθησης τής σάρκας μου, έγκαταλειμμένης άπ’ τό σώμα μου, εγκαταλειμμένης άπό κάθε πιθανό συναίσθημα μέσα στόν άνθρωπο.
Δέν μπορώ νά τή συγκρίνω παρά μ’ αύτή τήν κατάσταση μέσα στήν όποια βρισκόμαστε στήν καρδιά ένός παραληρήματος, πού όφειλεται στόν πυρετό, κατά τή διάρκεια μιάς βαθιάς άρρώστειας. Είναι αύτή ή άντινομία άνάμεσα στή βαθιά μου εύχέρεια και στήν έξωτερική μου δυσκολία, πού δημιουργεί τήν όδύνη άπό τήν όποία πεθαίνω.
Ό καιρός μπορεί νά περνά κι οί κοινωνικές ταραχές τού κόσμου ν’ άφανίζουν τίς σκέψεις τών άνθρώπων, έγώ είμαι άνέγγιχτος άπό κάθε σκέψη, πού είναι βουτηγμένη μέσα στά φαινόμενα.

‘Ας μ’ άφήσουν στά σβησμένα μου σύννεφα, στήν άθάνατή μου άνικανότητα, στίς παράλογες έλπίδες μου. ‘Αλλ’ άς μάθουν καλά πώς δέν άπαρνούμαι καμιά άπ’ τίς πλάνες μου. ‘Αν έκρινα άδικα τό λάθος είναι στή σάρκα μου, όμως αύτά τά φώτα πού τό πνεύμα μου άφήνει νά διαθλώνται άπό ώρα σέ ώρα, είναι ή σάρκα μου, τής όποίας τό αίμα σκεπάζει άπό άστραπές.
Μού μιλάει περί Ναρκισσισμού, τού άντιτάσσω πώς πρόκειται γιά τή ζωή μου. Δέ λατρεύω τό έγώ μου άλλά τή σάρκα μου, μέ τό άπτό νόημα τής λέξης.
Ολα τά πράγματα δέ μ’ άγγίζουν παρά μόνο τόσο όσο προσβάλλουν τή σάρκα μου, όσο συνταυτίζονται μαζί της, καί ώς τό σημείο μάλιστα νά τή συγκλονίζουν, όχι πιό πέρα. Τίποτα δέ μ’ άγγίζει, δέ μ’ ένδιαφέρει τίποτα έκτός άπ’ αύτό πού άπευθύνεται κατευθείαν στή σάρκα μου. Καί κείνη τή στιγμή μού μιλά γιά τό Αήρ.
Τού άντιτάσσω πώς τό Εγώ καί τό Αύτό είναι δύο όροι διαφορετικοί καί δέν πρέπει νά τούς συγχέουμε.

Κι είναι ακριβώς οι δύο όροι πού ταλαντεύονται στην ισορροπία τής σάρκας.
Νιώθω κάτω άπ’ τή σκέψη μου τό έδαφος πού ξεραίνεται, κι άπό’ κεί οδηγούμαι στό νά άτενίσω τούς όρους πού χρησιμοποιώ χωρίς τό στήριγμα τού έσώτερου νοήματός τους, τό στήριγμα τής προσωπικής τους ύπόστασης. Καί άκόμα καλύτερα τό σημείο άπ’ όπου αύτή ή ύπόσταση φαίνεται νά ένώνεται μέ τή ζωή μου, μού γίνεται ξαφνικά παράξενα αίσθητό, καί αύτοδύναμο.
Έχω τήν έντύπωση ένός άπροσδόκητου διαστήματος, καί άκίνητου έκεί όπου καλώς έχόντων τών πραγμάτων όλα είναι κινήσεις, έπικοινωνία, άλληλεπιδράσεις, πορεία.

‘Αλλά αύτή ή στειρότητα πού προσβάλλει τή σκέψη μου μέσα στίς ρίζες της, μέσα στίς πιό έπείγουσες έπικοινωνίες της μέ τή νόηση καί τό ένστικτο τού πνεύματος, δέ συμβαίνει μέσα στό χώρο χωρίς αίσθηση άφηρημένου, όπου μόνο τά άνώτερα τμήματα τής νόησης θά συμμετείχαν.
Πιό πολύ κι άπ’ τό πνεύμα πού παραμένει άνέπαφο, μέ άνασηκωμένες τίς αίχμές του, αύτή ή στειρότητα προσβάλλει καί διαστρέφει τή νευρική διαδρομή τής σκέψης. Είναι μέσα στά μέλη καί τό αίμα πού αύτή ή άπουσία καί αύτή ή διακοπή γίνονται ίδιαίτερα αίσθητές.
Ένα δυνατό ψύχος μιά άπαίσια άποχή στά τρίσβαθα ένός έφιάλτη άπό όστά καί σάρκες μέ τό συναίσθημα στομαχικών διαταραχών πού χτυπάνε, όπως χτυπιέται μιά σημαία άπ’ τούς λαμπυρισμούς τής καταιγίδας.

Είκόνες έμβρυακές πού είναι σά νά τίς σπρώχνεις καί πού δέν έχουν σχέση μέ καμία ύλη.
Είμαι άνθρωπος άπ’ τά χέρια καί τά πόδια μου, τήν κοιλιά μου, τήν κρεάτινη καρδιά μου, τό στομάχι μου πού οι κλειδώσεις του μέ συνδέουν μέ τήν άποσύνθεση τής ζωής.  Μού μιλάνε γιά λέξεις, μά δέν πρόκειται γιά λέξεις, πρόκειται για τή διάρκεια τού πνεύματος.
Σ’ αύτη τήν φλούδα τών λέξεων πού πέφτει, πρέπει νά φανταστούμε πώς είναι άνακατεμένη και ή ψυχή. Δίπλα στό πνεύμα ύπάρχει ή ζωή, ύπάρχει ή άνθρώπινη ύπαρξη, στήν περιφέρεια τής όποιας περιστρέφεται αύτό τό πνεύμα, ένωμένο μαζί της μ’ ένα πλήθος νημάτων…

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3

Leave a Reply