Τα γράμματα του Artaud, Κόλαση

Τα γράμματα του Artaud, Κόλαση

Απόσπασμα από ένα ημερολόγιο κόλασης

 

 

(Ακούστε την ανάγνωση)

      1. Κόλαση - Artaud

 

 

 

Ούτε ή κραυγή μου ούτε ό πυρετός μου δέ βγαίνουν άπό μένα. ‘Απ’ αύτη την αποσύνθεση τών δευτερευόντων δυνάμεών μου, απ’ αύτά τα άποσιωπημένα στοιχεία της σκέψης καί της ψυχής, μονάχα τη μονιμότητά τους άντιλαμβανόσαστε.
Αύτό τό κάτι πού βρίσκεται μεσοστρατίς άνάμεσα στό χρώμα της χαρακτηριστικής μου άτμόσφαιρας καί στήν αίχμή τής πραγματικότητας μου.
Δέν έχω τόσο ανάγκη γιά τροφή όσο γιά μιά κάποια στοιχειώδη συνείδηση. Αύτό τό δέσιμο τής ζωής όπου γαντζώνεται ή έκπομπή τής σκέψης.
Έναν κόμπο κεντρικής άσφυξίας.

Νά άκουμπήσω άπλά σέ μιάν αλήθεια καθαρή, αλήθεια δηλαδή πού έχει μιά μονάχα κόψη.
Τό πρόβλημα αύτό τού άφανισμού τού έγώ μου δέν παρουσιάζεται πιά μέ τό άποκλειστικά πονεμένο του πρόσωπο.
Νιώθω πώς καινούργιοι παράγοντες παρεμβάλλονται μέσα στόν έκφυλισμό τής ζωής μου, καί αύτό σάν νά έχω μιά καινούργια συναίσθηση τής έσώτερής μου άπώλειας.  Τό νά άφεθώ στήν τύχη καί νά ριχθώ μέσα στή βεβαιότητα μιάς άλήθειας πού προαισθάνομαι, όσο κι άν είναι τυχαία, είναι γιά μένα όλο τό νόημα τής ζωής μου.  Στέκομαι ώρες όλόκληρες, άπορροφημένος άπό τήν έντύπωση μιάς ίδέας, ένός ήχου. Ή συγκίνησή μου δέν άναπτύσσεται μέσα στό χρόνο, δέν έχω διαδοχές μέσα στό χρόνο.

Οι παρορμήσεις τής ψυχής μου βρίσκονται σέ τέλεια συμφωνία μέ τήν άπόλυτη ιδέα του πνεύματος. Νά τοποθετηθώ άπέναντι στή μεταφυσική, πού τή δημιούργησα σέ σχέση μέ τό κενό πού φέρω μέσα μου.
Αύτόν τόν πόνο πού έχει φυτρώσει μέσα μου σαν σφήνα, στό κέντρο τής πιό καθαρής μου ύπαρξης, σ’ αύτό τό χώρο τής εύαισθησιας όπου οι δύο κόσμοι τού σώματος και τού πνεύματος συναντώνται, έμαθα νά τόν διασκεδάζω μέ τό τέχνασμα μιάς ψεύτικης ύποβολής.
Τό διάστημα αύτό τού λεπτού πού διαρκεί ή λάμψη ένός ψεύδους, πλάθω μιά σκέψη φυγής, ρίχνομαι πίσω άπό τά ψεύτικα ίχνη πού μού δείχνει τό αίμα μου. Κλείνω τά μάτια τής νόησής μου, κι άφήνοντας νά μιλά μέσα μου τό άσχημάτιστο, παρέχω στόν έαυτό μου τήν ψευδαίσθηση ένός συστήματος, πού οί όροι του θά μού διέφευγαν. Όμως άπ’ αύτό τό λεπτό τής πλάνης μένω μέ τό συναίσθημα πώς έχω άρπάξει άπ’ τό άγνωστο κάτι τό πραγματικό. Πιστεύω στούς αύθόρμητους έξορκισμούς.

Στούς δρόμους όπου τό αίμα μου μέ πηγαινοφέρνει δέν περνάει μέρα όπου νά μήν άνακαλύψω μιάν άλήθεια. Ή παραλυσία μέ κατακτά καί μ’ έμποδίζει όλο και περισσότερο νά ξαναγυρίσω στόν έαυτό μου. Δέν έχω πιά στήριγμα, θεμέλιο…. ψάχνω νά βρώ τόν έαυτό μου κι έγώ δέν ξέρω πού.
Ή σκέψη μου δέν μπορεί νά πάει έκεί πού τή σπρώχνουν ή συγκίνησή μου καί οί εικόνες πού ξεσηκώνονται μέσα μου. Αισθάνομαι εύνουχισμένος ώς στις παραμικρότερες παρορμήσεις.
Καταλήγω νά δώ τό φώς μέσα άπό μένα τόν ίδιο, ύστερα άπό πολλές παραιτήσεις πρός όλες τις κατευθύνσεις τής διάνοιας καί τής εύαισθησίας μου. Πρέπει νά καταλάβουμε πώς είναι ό ίδιος ό ζωντανός άνθρωπος πού έχει πληγεί μέσα μου καί πώς αύτή ή παραλυσία πού μέ πνίγει βρίσκεται στό κέντρο τής καθημερινής μου προσωπικότητας κι όχι σέ ό,τι αισθάνομαι σάν εκλεκτός.

Βρίσκομαι όριστικά δίπλα στή ζωή. Τό μαρτύριό μου είναι τόσο λεπτό, τόσο εκλεπτυσμένο πού γίνεται φριχτό. Μού χρειάζονται προσπάθειες παράλογες φαντασίας, δεκαπλασιασμένες άπό τό σφίξιμο αύτής τής πνιγηρής άσφυξίας γιά νά καταφέρω νά άναλογισθώ τό κακό μου.
Κι άν έπιμείνω έτσι σ’ αύτήν τήν καταδίωξη, σ’ αύτή τήν άνάγκη νά καθορίσω μιά γιά πάντα τήν κατάσταση τής άποπνιξίας μου. Έχεις σίγουρα άδικο νά υπαινίσσεσαι αύτή τήν παραλυσία πού μέ άπειλεί. Μέ άπειλεί πράγματι καί μέ κατακτά μέρα μέ τήν ήμέρα. Κιόλας ύπάρχει σάν μιά φριχτή πραγματικότητα. Βέβαια μεταχειρίζομαι άκόμα (άλλά γιά πόσο καιρό;) όπως θέλω τά μέλη μου, άλλ’ όμως νά πού είναι καιρός πού δέν έξουσιάζω πιά τό πνεύμα μου, καί πού όλόκληρο τό άσυνείδητό μου μέ έξουσιάζει μέ παρορμήσεις πού έρχονται άπ’ τά βάθη τών λυσσασμένων νεύρων μου κι άπ’ τή δίνη τού αίματός μου.

Είκόνες συμπιεσμένες καί γρήγορες, πού δέν λένε στό πνεύμα μου παρά λέξεις θυμού  καί τυφλού μίσους, πού όμως περνάνε σάν μαχαιριές ή σάν άστραπές σ’ έναν ούρανό περιφραγμένο.
Μέ σημαδεύει ένας καταπιεστικός θάνατος μέσα άπ’ τόν όποίο ό άληθινός θάνατος δέ μέ τρομάζει καθόλου. Αύτές οί τρομακτικές μορφές πού έπέρχονται, νιώθω πώς ή άπελπισία πού μού φέρνουν είναι ζωντανή. Γλιστράει σ’ αύτό τό δέσιμο τής ζωής ύστερα άπ’ τό όποίο άνοίγουν οί δρόμοι τής αιωνιότητας.

Είναι στ’ άλήθεια ό παντοτινός άποχωρισμός. Γλιστρούν τό μαχαίρι τους σ’ έκείνο τό κέντρο όπου αίσθάνομαι άνθρωπος, κόβουν τούς ζωικούς δεσμούς πού μ’ ένώνουν μέ τό όνειρο τής φωτεινής μου ύπαρξης.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3

Leave a Reply