Γράμμα στον Κανένα
(Ακούστε την ανάγνωση)
Αγαπητέ Κύριε,
Σάς έχω άποστειλει μιά σειρά άπό μακροσκελείς φράσεις πού προσπαθούσαν νά πλησιάσουν τήν ιδέα τής αύτοκτονίας άλλά πού μέ κανένα τρόπο δέν τήν άγγιζαν πραγματικά.
Ή άλήθεια είναι πώς δέν καταλαβαίνω τήν αύτοκτονία.
‘Αποδέχομαι τό βίαιο άποχωρισμό άπό τή ζωή, άπ’ αύτό τό άναγκαστικό άνακάτωμα τών πραγμάτων μέ τήν ούσία τού Εγώ μας, άλλά τό ίδιο τό γεγονός, ό ριψοκινδυνευμένος χαρακτήρας αύτού τού άποχωρισμού μού διαφεύγει.
Έδώ καί καιρό ό θάνατος δέ μ’ ένδιαφέρει. Δέ βλέπω πολύ καλά τί μπορούμε νά καταστρέψουμε πού νά είναι καθαυτό συνειδητό: άκόμα κι άν πεθάνουμε μέ τή θέλησή μας.
‘Υπάρχει μιά άναπόφευκτη είσβολή τού Θεον μέσα στήν ύπαρξή μας πού θά ‘ πρεπε νά τήν καταστρέψουμε μαζί μ’ αύτή τήν ύπαρξη, ύπάρχει τό κάθε τι πού συγκινεί αύτήν τήν ύπαρξη καί πού έχει γίνει όλοκληρωτικό στοιχείο της σύστασής της, καί πού ώστόσο δέ θά πεθάνει μαζί της.
‘Υπάρχει αύτή ή άδιάκοπη μόλυνση τής ζωής, ύπάρχει αύτή ή έπιδρομή τής φύσης ή όποία διαμέσου ένός παιχνιδιού άπό μυστηριακές άντανακλάσεις καί διακυβεύσεις είσχωρεί πολύ καλύτερα κι άπό μάς τούς ίδιους μέχρι τήν πηγή τής ζωής μας. ‘Απ’ όποια μεριά καί νά κοιτάξω μέσα στόν έαυτό μου, νιώθω πώς καμιά άπ’ τίς χειρονομίες μου, καμιά άπ’ τίς σκέψεις μου δέ μού άνήκει.
Δέν αίσθάνομαι τή ζωή παρά μέ μιά καθυστέρηση πού τήν καθιστά άπελπιστικά αύτοδύναμη.
Γιά καθεμιά σκέψη μου πού άποκηρύσσω έχω ήδη αύτοκτονήσει. Ακόμα καί μέσα στό κενό μένουν παρά πολλά πράγματα γιά νά καταστρέψω. Νομίζω πώς άρνονμαι νά πεθάνω. Δέ συλλαμβάνω, δέ νιώθω τό θάνατο σάν μιά περιπέτεια, νιώθω νά πεθαίνω, νά πεθαίνω χωρίς στόμφο, χωρίς άντίσταση, χωρίς κουβέντα, άλλά μ’ έναν άργό, άμετάβλητο σπαραγμό.
Δέν μπορώ νά συλλάβω τίποτ’ άλλο έκτός άπ’ αύτό πού μπαίνει στη σκέψη μου. Ό θάνατος δέν μπορεί νά ‘ ναι παρά ένα άπ’ αυτά τά χίλια ρίγη, μιά άπ’ αύτές τίς άόριστες γρατζουνιές τών πραγμάτων πού άγγίζουν τη μεμβράνη τού έγώ μου. Καί τά πράγματα στ’ άλήθεια δέν είναι πιά γιά νά τά ζεί κανείς: αισθάνομαι ότι έχω ζήσει τά πάντα, καί άν στραφώ πρός τό θάνατο γιά ν’ άπελευθερωθώ άπ’ αύτή τήν ύποδούλωση τού νά σκέφτεσαι, νά αίσθάνεσαι, νά ζείς.
Άλλά αύτό πού μού προκαλεί τό μεγαλύτερο φόβο μές στό θάνατο, δέν είναι αύτό τό πλησίασμα μέ τό Θεό, αύτή ή έπιστροφή στό έπίκεντρό μου, είναι ή άναγκαιότητα μιάς όριστικής έπιστροφής στόν ίδιο τόν έαυτό μου σάν κατάληξη γιά τά βάσανά μου.
Δέν μπορώ νά άπελευθερωθώ άπό τή ζωή, δέν μπορώ νά άπελευθερωθώ άπό κάτι.
Θά ‘θελα νά βεβαιωθώ πώς ή σκέψη, ή αίσθηση, ή ζωή, είναι γεγονότα προγενέστερα τού Θεού· ή αύτοκτονία θά ‘ χε τότε κάποιο νόημα.
Άλλά ό Θεός, ό άνόητος ό θάνατος, ή ζωή ή άκόμα πιό φριχτή, είναι οί τρείς όροι ένός άλυτου προβλήματος πού ή αύτοκτονία δέν άγγίζει.
‘Ολότελα δικός σας.
-
Το εδάφιο «Γράμμα στον Κανένα» συνιστά απόσπασμα από το έργο «Η μεγάλη Μέρα και η μεγάλη Νύχτα» του Antonin Artaud, το οποίο δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο 1926 στο «Les Cahiers du Sud», 12ος χρόνος, τεύχος 81. Πιθανόν σ’ αύτό τό γράμμα ό Αντονέν “Αρτώ νά θέλησε νά επανέλθει στην άπάντηση πού είχε αποστείλει στό περιοδικό Disque Vert: Γιά τήν αυτοκτονία. Μετάφραση Στέφανος Ευθμιάδης.
-
Μουσική: Lisa Gerrard & Klaus Schulze – Ocean Of Innocence
*Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.