Μη μ’ αναλύεις τους ανθρώπους!
Σαν κάμαρες σκοτεινές μ’ αόρατες χαραμάδες,
Σαν αρμενιστές από κοινωνία ορφανούς∙
Σαν σακιά συρμάτινα σφιχτοδεμένα.
(Ο ήχος της Μοναξιάς)
Αβασάνιστα μην τους παρομοιάζεις!
Με σεληνάκατους σε τροχιά συμβατική,
Μ’ άγρια οικοσυστήματα ταριχευμένα∙
Μ’ υδρία μέθης που προς τα κάτω ανεβαίνει.
Δεν αντέχω να σ’ ακούω να λες!
Πως εύφλεκτου σκότους είναι γεννήτορες,
Πως ενεοί κι ασπάλακες δρακορυχούν το φως∙
Πως σε Μυστικό είναι συνδαιτημόνες Δείπνο.
Άφησέ με να τους φανταστώ!
Σαν κοσμογονίας δραπέτες,
Σαν αφηρημένες διάβρωσης διασταυρώσεις.
Για να ’χω ένα μετερίζι να ονειρευτώ!
Ένα προπύργιο π’ ακόμη φιλοξενεί,
Δράκων ψευδίσματα αμυδρά∙
Να εικάσω πως σε διώρυγες χωροχρόνου,
Χερομάχοι την αντίστιξη βλαστάνουν∙
Την επίσχεση αναβάλλοντας της ελπίδας.
Το ριζικό βάθος να υποψιαστώ της νηνεμίας,
Και την πλατιά της έκταση∙
Ως νομολογικά ισχύοντα στοιχεία,
Π’ αναθεματισμένες κυοφορούν βροντές∙
Την ακρόαση χυλώνοντας στη σιγαλιά.
Τα πήλινα μην μου δείχνεις πόδια,
Των οφειλών που δεν στίλβωσες∙
Αλλά κάθ’ αντίκρουση υπαγορεύουν,
Προς συμμόρφωση των αντιδίκων.
Μη μου ισοπεδώνεις το φιλί,
Πόνων υπέργηρων μεταφράζοντας τη συμβασιλεία.
Γιατί κοίμισες τη νύχτα στο ντιβάνι,
Ενώ σ’ ερέθιζαν τα μάτια μου τα θελκτικά;
Γιατί τα σπλάχνα μου αγάπησες,
Ενώ με το ψυχρό τα παρομοίασες∙
Μιας μαργαρίτας πάλλευκης;
Σ’ ακεραιότητας μην απομένεις κλοιό μονήρη,
Της παρακμής να προσμετράς το ελκυστικό.
Διότι φθορά ο Ήλιος δεν έχει,
Στης αμπελοφυτείας το ευθύγραμμο…
Άφησέ με το δέος να ρεμβάσω της οδύνης!
Σαν κόσμημα ιμιτασιόν π’ έκσταση εγείρει,
Λαμπροφορεμένη μα κάλπικη∙
Την κατεστημένη λοιδορώντας ατμόσφαιρα.
Και μόνο κάποια αθώρητη νεροσυρμή,
Προς ευήκοα να φλυαρεί ώτα∙
Σαλπίσματα γνέφοντας αμέτρητα.
Από διάδρομο μακρύ του επέκεινα,
Για να κατατσακίσει την απάτη∙
Που σαν ξωτικό επιβιβάζεται μ’ αλανάριστα μαλλιά,
Στον καλογυαλισμένο σκαραβαίο της.
Με δόσεις τον αγόρασε,
Και πόσο κομπορρημονεί∙
Που δεν χρωστά καμία!
Κάτι μούρα απαίδευτα και ζωηρά ν’ αναπολήσω,
Π’ ευθαρσώς κατασκήνωσαν κάπου σιμά,
Με τον σκοπό τους να προϋποθέτει∙
Της χαρμονής συγκομιδή.
Θυμίζοντας πως αυτοί,
Οι μικροσκοπικοί σκουρόχρωμοι καρποί∙
Εντολοδόχοι του αύριο είναι…
Την ωραία κατά γενικήν ομολογία ζωή,
Μ’ ακατάληπτες γιατί παραβάλλεις φήμες;
Επιμένοντας πως στη γενέτειρα,
Πάντα επιστρέφει η Μνήμη∙
Απ’ όργητα ή εμπάθεια.
Άφησέ με να φαντασιωθώ!
Πως η Λήθη δεν φοβάται,
Όταν αργά κολυμπά∙
Μόνο καθώς κοντοστέκει,
Σ’ αιωνιότητες…
Άφησέ με να θυμηθώ!
Τη φανερωμένη Αλεξάνδρεια,
Και τα σοκάκια της τα σπαρμένα∙
Απ’ ολέθρους αγλαϊσμένους.
Άφησέ με ν’ αποσβέσω τα εύρετρα,
Που τ’ ακοίταχτο είδες περιβόλι μου…
Άφησέ με να φιλοδοξήσω!
Καθώς το χάδι σου θα εξαντλείται,
Στης ψευδαίσθησης τη χαίτη∙
Καθώς το δοξάρι τις χορδές θα εξουθενώνει,
Κι η ψυχή μαγκωμένη στο σώμα∙
Το βάρος να μην αντέχει της νότας.
Πως τουλάχιστον τα πουλιά∙
Στα σύρματα κουρνιάζουν…
*Το ποίημα είναι το προοίμιο απ’ την ποιητική σύνθεση “Στις Ακρώρειες της Μοναξιάς”, Ευαγγελία Τυμπλαλέξη, Εκδόσεις Ωρίωνας, Θεσσαλονίκη 2017.
*Μουσική: Agnes Strange – Children Of The Absurd
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.