Η αμαξοστοιχία σφύριξε τρεις φορές τον ήχο της απειλής εκπνέοντας την μαύρη περίλυπη κάπνα στον εσπερινό αντικατοπτρισμό. Ο μοναχικός σταθμός παραγκωνισμένος μα καθαρός, απαλλαγμένος απ’ τη σκόνη. Ζήλεψες το ελεύθερο περπάτημά μου. Νόμισες πως ήταν στερημένο…
Με ξιπασιά έβαλες στοίχημα να το αναστήσεις…
– Άμοιρε !
Πίσω απ’ τη βιτρίνα της αυτοκυριαρχίας πόση ανημπόρια συμπλεγμάτων! Με δύσπιστο αλλά φιλόξενο βήμα έτρεξα να σε υποδεχτώ στον ξεχασμένο τόπο μου. Οι φίλοι μου ήταν τ’ αγριοπούλια, οι κιτρινισμένες σελίδες παπύρων που είχα ξεθάψει απ’ την ψημένη άμμο. Άβολα αισθάνθηκα εξ αρχής…
Σκιές ιχνηλατούσαν το ανέμελο περπάτημά μου στο μισοσκόταδο. Το χάραμα τραγουδούσα με ευδαιμονία. Η λαλιά μου χωρίς ήχο…
Ένας περίεργος κονδυλοφόρος εκτόξευε αδιακρίτως τα πολύχρωμα μελάνια του στις ψυχοπτυχές. Μισούσες την ελευθερία μου. Η ουσία σου εισορμούσε με έπαρση στο σώμα μου. Ρουφούσες κίβδηλες ανάσες οξυγόνου. Η ματιά σου έξυνε τις πληγές μου…
Τα κλαδιά μόνοι μάρτυρες ομνύουν ρωμαλέα σιωπηρότητα. Στο αμυδρό λυκόφως επιβιβάστηκες στο βαγόνι σου κι εξαφανίστηκες. Φύλλα ξερά τα όνειρά μου στο μάτι του αμμοκυκλώνα.
Τ’ ολόγιομο φεγγάρι στα σκοτεινά κρύσταλλα, το πορτοκαλί του έντονο έκλεβε τη δόξα. Με κορόιδευε… Θαύμαζα τη μεγαλοπρεπή φωτεινότητα…
Απεδέχθην την ανωτερότητα. Το κάλπικο όνειρο κολυμπούσε στην κόλαση. Η μόνη συντροφιά μιας τελείας… είναι πάντα η παύλα!
Ιστορίες ανθρώπων!
Τόσο ίδιες με διαφορετικά σημεία.
Τόσο διαφορετικές με κοινά σημεία.
Τόσο συνηθισμένες… Τόσο μοναδικές… Τόσο ευχάριστες… Τόσο δυσάρεστες… Σαν μικρά ποτάμια… Άλλα πιο ήρεμα, άλλα πιο άγρια! Κυλούν προς τον ίδιο προορισμό.
Θα χαθούν στη θάλασσα!
Σαν πετρώματα…
Άλλα μικρά, άλλα μεγαλύτερα.
Συγκροτούν τον ίδιο βράχο. Θα καταλήξουν στο ίδιο βάραθρο! Πορείες μέσα στον χρόνο. Βιογραφικά συναξάρια.
Παράλληλα… Κοινά…
Η τύχη καμιά φορά τις συνταιριάζει. Συναναστροφές με τον ίδιο προορισμό…
Την Λήθη !
Ξωτικό αποχαυνωμένο λοιπόν… στη ραστώνη της συνήθειας. Υφαίνω το κουρέλι της μοναξιάς. Απεικόνισή σου… θαμπό ομοίωμα. Αποσβολωμένη στο πέτρινο μπαλκόνι μου αγναντεύω τα ανομοιόμορφα υπολείμματα βαρύτιμων υπαινιγμών…
Τα μενεξεδένια, αψιδωτά σύννεφα κλώθουν μια χαραμάδα αιωνιότητας. Τριγυρίζω ανυπεράσπιστη.
Μόνη αναρριχώμαι εκεί… όπου μήτε θεϊκή πατημασιά αποτυπώνεται. Η μικροσκοπική σκιά μου χάνεται στο βάθος της σήραγγας… σιμά στο στόμιο της αποξένωσης . Διαπέρασα την πυκνή δορά του ονείρου… Τα ματόφυλλα του φθινοπώρου ανοιγόκλεισαν. Τελεσίδικη ισορροπία ανάμεσα στον ανίσχυρο κλώνο και στην επιβεβαίωση της δύναμης του ανέμου.
Από ψηλά φαντάζουν πράγματι ήρωες των κόμικς οι άνθρωποι…
Φτωχοί… μέσα στα πλούτη τους! Ανίδεοι… μέσα στη γνώση τους! Ανασφαλείς… μέσα στις πράξεις τους! Εγωιστές… μέσα στην ανικανότητά τους! – Χρόνε! Έγινες κιόλας βροχή! Φοβάμαι… να βγω στους δρόμους. Θα με μουσκεύουν τα φιλιά σου. Θα με διαρρέουν τα ρυάκια σου… Έγινες κιόλας ατμός! Το είδωλό σου κλαίει και γελά… Το προφίλ σου ποζάρει στη διάθλαση της στάλας… Έπεσα στους αφρούς σου χωρίς να το σκεφτώ… φοβούμενη τον παντεπόπτη οφθαλμό, αναζητώντας να καταχτήσω… κάτι κι εγώ…
Βουλιάζω μέσα στο χιόνι. Η ανάσα μου γδέρνεται στα κρύσταλλα. Ο βοριάς καταδυναστεύει τα μαλλιά μου, τα στολίζει με κόμπους μαρμάρου… Τι ειρωνεία να θέλω να δαμάσω τη Μοίρα! Τα ζάρια δεν προσγειώνονται ποτέ όπως τα θέλουμε. Το παραμιλητό μου χάνεται σε σιωπηλούς λαβυρίνθους, σε θυμωμένα σοκάκια. Ήθελα να ζήσω τα πάντα και πνίγηκα μέσα στο ΤΙΠΟΤΑ…
Ο Χρόνος… Ένας ιδανικός κι ανάξιος εραστής…
Να μετατρέπει την ανικανότητασε μονάκριβο φυλαχτό! Κολυμπώ στη θάλασσα των γραμμάτων αδύναμη να συγχωρήσω… Ανεπίδεκτη σε όλα! Πόση μεγαλύτερη ανημπόρια απ’ αυτή τη δική μου;
Ξάπλωσα στον αλίπεδο αμμότοπο. Κάθε κόκκος και μία θύμηση. Στις φλόγες της φωτιάς που άναψα στο περιγιάλι της μοναξιάς πέταξα τα γραφόμενά μου… Το κύμα πρόλαβε ν’ αρπάξει τις σελίδες απ’ τις πύρινες γλώσσες … Τ’ ακριβά δώρα δεν μπορούν να αλλοιωθούν, να φθαρούν στην καθημερινότητα… Μέσα απ’ το κοχύλι άκουσα το κελάρυσμα της θάλασσας με τη χροιά της φωνής σου…
Στην άμμο χάραξα με ιερογλυφικά τον ανεξήγητο Έρωτά μου… Ποιος να καταλάβει τη δυσνόητη γραφή; Ούτε Εσύ… δεν το κατάφερες! Ξέμεινα με τις λέξεις, άναρθρες ρίμες. Στο άκουσμά τους… πληγώνομαι πιο βαθειά…
Οπισθοχωρώ !
Μέσα σε φθινοπωρινές ημέρες κρύβω τα θροΐσματα της ψυχής…
Απ ‘ τα βάθη της ΣΙΩΠΗΣ… φτεροπόδαρη ονειροφαντασία χειραγωγεί την πτώχευση στον βαθυστόχαστο κήπο των περγαμηνών μου… Χορεύουν στο φέγγος του αποσπερίτη… Στο τρεμόφεγγο της αμφιλύκης υποδέχομαι τη βαρβαρότητα μιας νέας ΣΙΩΠΗΣ…
Ίσως να με κουράζουν τα φύλλα που πέφτουν απ’ τα δένδρα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.
Κρύβομαι πίσω απ’ τη χαρτονένια παγερότητα τραγικών λόφων σκόπιμου άλγους…
Ίσως η αμείλικτη νομοτέλεια.
Εξαργυρώνω τη μετέωρη αναρρίπιση του παραστρατήματος πάνω στον απόκοσμο φλοίσβο της φρόνησης…
Ίσως ο αλληλοσπαραγμός των ημερών.
Ασυνείδητη ακροβασία στους ρυθμισμένους ήχους του εκκρεμούς. Φωτεινές επιγραφές κλειδώνουν τη συνομωσία κάτω από μία συστάδα πανομοιότυπης δραστηριότητας χωρίς να μας ενημερώνουν…
Ίσως η ίδια η ζωή!
Η μπλε γραφίδα μου τρέχει αβίαστα πάνω στο θαμπό φως της προσδοκίας… Αρκούμαι στο ψιλόβροχο, στην κοροϊδία του λαμπτήρα, στο ανάθεμα της αχτίδας.
Ανεπαίσθητες συσπάσεις φράζουν κανονιές στον θάλαμο της δόξας. Μόνη κι όρθια… πυροβολώ το αχρείο δίχτυ της εθελοδουλίας. Δραπετεύω απ’ το μαυσωλείο του ανεκπλήρωτου…
Ίσως να με κουράζει πιότερο η στενοκεφαλιά της λογικής…
Η συντριβή της Αθανασίας !
Ρημάζουν οι ζωές των ανθρώπων… στα σκούρα χαλίκια σταθερού λόγου ύπαρξης, στους χωμάτινους σβόλους αισχρής επαγρύπνησης, στον φριχτό βωμό διάτρητης παραδοχής, στην ηλιοκαμένη ψάθα σουβλερών στοχασμών…
Ξεψυχούν τα ρόδα στα ρηχά της κλεψύδρας!