Γράφει η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη.
Ο ταχυδρόμος έσερνε τα βήματά του στο δύσβατο μονοπάτι του ερημικού τοπίου. Ψυχή ζώσα! Χτύπησε το κουδούνι στο μοναχικό κάστρο. Οχυρωμένη μέσα στον αμμουδένιο πύργο μου. Χαμένη στις ρήσεις των φιλοσόφων, εμβαθύνω στην αξιομνημόνευτη ανημπόρια μου. Δεν διακρίνω τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ευτυχία και στη δυστυχία.
Κλείνω τα μάτια στον χρόνο…
Ανοίγω τα μάτια στα όνειρα…
Πίσω απ’ τα πανάκριβα βιτρό αντανακλούν αβδηριτισμοί. Ανεπαρκής προσπάθεια επιβίωσης. Χορεύουν τον χορό της αβελτηρίας. Στη βιτρίνα τ’ αγαστά επιτεύγματά μου, μουσειακά κειμήλια αλγεινής τελμάτωσης, μπλαβί ουλές μαρτυρούν το άμωμο παρελθόν, κάθε ορθότητα πονάει πιότερο από πιθανό σφάλμα.
Παίνεμα κι αναίδεια οι αυλικοί μου, χειροκροτούν… με προδίδουν… μ’ αιφνίδια χαστούκια.
Φορώ το πέπλο της αταραξίας και την πανάρχαια πανοπλία μου, το κλειδί καλά φυλαγμένο σαν άγιο Δισκοπότηρο σε μυθικό τάφο. Στην ασπίδα μου σφυρηλατημένη η ανδρεία του Αχιλλέα με την πτέρνα του καλά προστατευμένη, αδιάπτωτος αγώνας σ’ άγονο αγρό…
Με δέος εισέρχομαι στην αυτοκρατορική σάλα… δύσκολο να κρυφτείς στην αίθουσα των κατόπτρων. Το βλέμμα καρφωμένο προς την τεράστια αρχειοθήκη του μυαλού. Σ’ ερμητικά κλειστά συρταράκια έχω καταχωνιάσει τα φαντάσματα. Δεν τ’ αντέχω στη συντροφιά μου… η απραξία με συμφέρει! Μα εκείνα δεν υπομένουν την ένδεια, αναδύονται ευθαρσώς…
Μ’ ακρωτηριασμένα χέρια και πόδια στιγματίζουν τον απολογισμό… η ωριμότητα απατηλή!
Κλείνω τα μάτια. Πόσο λεπτή η ισορροπία ανάμεσα στ’ όνειρο και στην πραγματικότητα!
Μέσα από μία εισδοχή στο σαραβαλιασμένο ξύλο τον είδα να φεύγει σκυφτός… Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν σ’ ένα υπόκωφο θόρυβο, η μαονένια πόρτα άνοιξε δειλά. Οι εκτυφλωτικές αχτίδες εισέβαλαν ερρωμένως στο παλλάδιο της μοναξιάς, άρχισαν μ’ ακρισία να καταλαγιάζουν τη στρυφνή σκοτεινιά! Τα άτονα κύτταρα αναζωπυρώθηκαν, ροδαμίζουν στο ζεστό χάδι μα ο ζόφος της ψυχής δεν πείθεται! Πάνω στο καθαρό χαλάκι αφημένο ένα δέμα με μαύρο περιτύλιγμα! – Ποιος να με θυμήθηκε! ανάερη αναδύθηκε μία σπίθα χαράς
Καμία ένδειξη! Άγνωστος ο αποστολεύς!
Έσκισα το χαρτόνι, το πέταξα απότομα κι επιθετικά με σκοπό την καταστροφή ενός μεγάλου ιστού που κρεμόταν απ’ το ταβάνι. Η αράχνη βούτηξε στο κονισαλέο πάτωμα κι έτρεξε έντρομη κάτω απ’ τη βαριά κλασσική πολυθρόνα…
«Όλα μέσα στο ΤΙΠΟΤΑ»
Ο τίτλος παιχνίδισε με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Άρχισα να ξεφυλλίζω τις κιτρινισμένες σελίδες. Τα κύμβαλα του χειμώνα, με λαθροχειρία θαρρείς, φυλλορρόησαν τις σκέψεις, σκιρτήματα που είχα πετάξει σ’ ανάβαθο κρημνό… Κάτι σπασμένα χειροκρόταλα ήχησαν μια ψευδεπίγραφη νοσταλγία σ’ ένα ασυνάρτητο χορόδραμα στο αραχνιασμένο χρονοντούλαπο. Ξάφνου το μαγικό σεντούκι φύσηξε οπαλισμένους λεμονανθούς στον απροσπέλαστο μικρόκοσμο του χρόνου… σε αποσύνθεση χαρτοπόλεμος που βυθίζεται σε μυθολογική αναγωγή ονείρων… ιριδωτές σκιές τρεμόπαιξαν…
Άρχισα να διαβάζω, ψηλαφώντας τα γράμματα σαν να χάιδευα το διάβα της χίμαιρας! Ένας κέλητας με παρέσυρε χρεμετίζοντας σε χαλεπούς ίμερους. Οι παγίδες… αφανέρωτοι ίσκιοι!
Καρικατούρες γύρω μου εγκλωβισμένες στην ατομική τους μικρογραφία… Αδράστεια και Ραμνουσία νέμουν την ισορροπία με τον πήχη και το χαλινάρι σε στάση συνεχούς ομφαλοσκόπησης… σε μια προσπάθεια δραπέτευσης από ένα κόσμο που μοιάζει να μην είναι στα μέτρα μου. Ανεμώνες σ’ υπήνεμες ακτές…
Χάντρες στη σιγαλιά των ματιών…
Άδειες ψυχές…
Η μάντισσα αναποδογύρισε τον ορυμαγδό σαν φλιτζάνι με καυχησιά για τις προβλέψεις της…
Η περιπλοκότητα της άφωνης σκέψης μ’ εκδικήθηκε δυναμιτίζοντας μεγάλα φρονήματα, μ’ έδιωξε σε μιαν άλλη πραγματικότητα, ίσως ανύπαρκτη… ίσως απλά πολύ μακρινή…
Μία πνευματική ανταρσία είχε δηλητηριάσει τα σωθικά…
Ένας τραγικός επαναστάτης με συνείδηση. Αντιστρατεύτηκα τους πάντες. ‘Άυλη, χάθηκα μέσα στην ομίχλη ξορκίζοντας με τις λέξεις την άγνοιά μου… έκτισα τείχη ασφαλείας μπρος στους κινδύνους…
Χρησιμοποίησα το πέπλο της Ίσιδας για να στηρίξω την επιφανειακή κατανόηση. Με νηφαλιότητα έχασα σ’ ένα παιχνίδι του οποίου δεν γνώριζα τους κανόνες…
Αίφνης στραγγάλισα και την αλήθεια σε μία ανάξια μυστικότητα… Ποια αλήθεια;
Υαλοκρύσταλλοι… μιας σειράς ψευδαισθήσεων μέσα στη μαύρη κοιλότητα του κενού.
Η κλεψύδρα αμείλικτη…. χλεύαζε!
Για να λοξοδρομήσω στο επόμενο επίπεδο ενός παράλληλου κόσμου γεφύρωσα την εκκίνησή μου με τη διαχρονικότητα του Χάους…
Για να κυριαρχήσω στη δύσκολη συμμαχία παραπλάνησα τη φιλόδοξη απληστία ΤΟΥ… Κατά τη μετάβασή μου με αποπροσανατόλισε. Φοβήθηκα τον θυμό στη χροιά, την αντάρα στο σύννεφο. Νόμισα πως ήταν εύκολος στόχος μα στο τέλος η αμοιβή μου… το λάθος στο αδράχτι! Μία πύλη τυχαίας προσπέλασης στη φριχτή απομόνωση της ΣΙΩΠΗΣ…
-Μοναχικέ οδοιπόρε,
ΜΟΝΟΣ… ύψωνες τείχη γύρω απ’ τη νησίδα σου καταμεσής στη σκοτεινή λίμνη. Κανείς δεν σε ήθελε στη συντροφιά του. ΜΟΝΗ κι εγώ περιδιάβαινα τις παραλίμνιες εκτάσεις. Τυχαία έριξα το βλέμμα πάνω σου. Στην αφετηρία μοναχό μέσο μεταφοράς μία τρύπια βάρκα! Κακός οιωνός της άστοχης προσπάθειας στο απόλυτο κενό! Αναβόσβηναν στην απεραντοσύνη οι λυχνίες του ξεχασμένου παραδείσου.
Επιβιβάστηκα στην ατελέσφορη επικινδυνότητα με κατάρτι μια μετέωρη ευχή! Βουτηγμένη στην ανήσυχη επιθυμία του ποταμού Αχέροντα με τη σχεδία μου να μπάζει νερά από παντού… – Πως βρέθηκα στον πονηρό τραγέλαφο μεταμφιεσμένων αντιθέσεων; Να με ξαναγεννά μόνο για σένα. Η ανάσα μου στο δεσμωτήριο της ουτιδανότητας… Χωρίς να μου μιλάς…
Χωρίς να με κοιτάζεις…
Γιατί άραγε;
Στόχευα χωρίς να οπλίζω…
Γιατί άραγε;
Ούτως ή άλλως θα έχανα το παιχνίδι της ρώσικης ρουλέτας, η κρυμμένη σφαίρα στη θαλάμη…
Συνέχιζα να βουτώ στον κρουνό της ατέρμονης γνώσης με ερανιστική διάθεση…
Δεν ήξερα αν κριματίζω. Ερανιζόμουν την κροτίδα που άστραφτε στον ουρανό, καθάπερ ιντερλούδιο όπερας…
Μέσα απ’ τα κάτοπτρα του καλειδοσκοπίου δραπέτευα απ΄ τα αχρωμάτιστα ορόσημα της πεζής πραγματικότητας. Ξωτικό κρυφοΐσκιωτο βάδιζα ακροποδητί στα σημάδια.
Ποιος μαίανδρος στο τσουβάλι των χρησμών να μεταλλάξει την μονοτονία σε καμπυλωτή μελοποίηση; Να την φυγαδεύσει ως την πλησιφαή Σελήνη; Από ‘κει ψηλά να νικώ τους φόβους… Από ‘κει ψηλά να νικώ εσένα… – Χρόνε,
οι λεπτοδείκτες σου δεν σαλεύουν όσο κι αν προσπάθησα. ΕΣΥ το τιμόνι ισιώνεις, η πλώρη σου υπερήφανη, ανόθευτη.
Ποιος τάχα να σε κατηγορήσει δίχως ίχνη; Ούριος ο άνεμος στη ρότα σου… κι ο φάρος δικός σου σύμμαχος. Διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου πως σε τίποτα δεν φταις.
– Αγαπημένε Χρόνε,
αυτό το ΤΙΠΟΤΑ κρυφό πέρασμα στο φαράγγι. Σύρθηκες να το περπατήσεις… Σαν να παραμόνευε μια γριά με σάπια μασέλα. Μιαν άγνωστη στάση, ανεξερεύνητη κι Εσύ μαύρο προσωπείο μέσα στο εξπρές του μεσονυχτίου. Μέσα στην πυκνή ομίχλη στάθμευσες και στη δική μου έρημο. Αδημονούσες να με συναντήσεις…
Pages: 1 2