Πόσα παιδιά είχαν βάλει οι θεοί στο σημάδι

Πόσα Παιδιά είχαν βάλει οι Θεοί στο σημάδι

Τα βράδια δεν κοιμάμαι!

Πως να υποφέρεις τους ανούσιους λυρισμούς. Οι κορυβαντισμοί γράφονται απ’ τους μη βασανισμένους, που χαϊδεύουν από συνήθεια τα κοσμήματά τους.

Πως ν’ αντέξεις τους κινηματικούς με τις παιδαγωγούς για την ανατροφή των παιδιών τους και τις παραδουλεύτρες για το νοικοκυριό τους.
Μια βακχεία που τελείται απ’ τους κρατούμενους της υποκρισίας.

Πως να υπομείνεις τα ξένα όνειρα π’ εκστασιάζονται απ’ την υποχρεωτική συμμόρφωση και την διαρκή επιτήρηση με «ελαστικότερες πάντα συνθήκες»!
Σαν μια κατάκτηση πρωταθλήματος που προκαλεί διονυσιασμούς στα πλήθη των οπαδών.

Τα βράδια δεν κοιμάμαι!

Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!

Κι έρχονται Μόνοι τους.

Η «κοινότητά τους» είδε τον Πατέρα να ξυλοφορτώνει τη Μάνα κι ύστερα να την πετά στο δρόμο τη Νύχτα, μια Νύχτα με τους πολύπλοκους σαρκασμούς της να στρίβουν σταυρούς στην ήβη της, ώσπου να πληγιάζει και το αίμα της να βάφει την άσφαλτο.

Έρχονται απ’ τους δρόμους του τσαγιού και των δακρύων. Έχουν ενωτιστεί το αλαργινό και το άγνωστο.
Έχουν ανασύρει το πτώμα τους απ’ τους τάφους ενός Συστήματος που υποχρεώνει σε μια κάποιαν ένταξη δια της απειλής μιας Φυλακής και δια της ποινής μιας φύτρας τσακισμένου ονείρου.
Κι οι καθηγητάδες να δικαιολογούν το μεροκάματο δια της εισηγήσεως Νόμων αντιτρομοκρατικών.
Κι οι Κυβερνήσεις να εκσυγχρονίζονται δια της ανοχής των νταβατζήδων τους.

Τα βράδια δεν κοιμάμαι!

Είμαι δεμένη στο κρεβάτι και τους περιμένω!

Κι έρχονται Μόνοι τους.

Με το παράπονο του Pasolini στη γλώσσα, αφού ο κάθε Μάης βρωμάει. Οι άνθρωποι συγκρούονται κι αψιμαχούν. Κι η τέφρα σκορπίζει τη μονοτονία των όπλων.

Αντιμέτωποι με το οπλοστάσιο της νόμιμης βίας και τα βιό-πολιτικά συμφραζόμενά της,
με τις φιλανθρωπικές εκστρατείες υπέρ όσων είχαν καταστεί «ελεύθεροι» νομικά αλλά «αναγκασμένοι» κοινωνικά κι ίσως οικονομικά να μεταβιβάζουν τη δύναμής τους σε μεταπράτες.

Άλλωστε η γραφειοκρατία ένα μάτι του Μεγάλου Αδερφού, που προεξοφλεί την «ειρηνευτική» επέμβαση της Δικαιοσύνης,
μιας Δικαιοσύνης που υποζύγιο στέκει ξεκάθαρο στην «Αυτοκρατορία» του Νέγκρι.

Κάποιοι γράφουν για τον επικείμενο Πόλεμο. Κάποιοι γράφουν στίχους για την ανεμοθύελλα για το φύτρωμα των σπόρων.
Κάποιοι γράφουν για την αλληλεγγύη που θεριεύει τελευταία παραδόξως με τον αντιπόδειο επιπολασμό της ρουφιανιάς και της αδιαφορίας.

Φωτογραφίζουν τον άστεγο, χωρίς να έχουν υπάρξει Άστεγοι…

Γνωστοποιούν την κατάντια, αφού την έχουν ήδη με τη στάση τους παράξει…

Λυπούνται την ορφάνια, αφού τη διαιωνίζουν στην καθημερινότητα…

Εκπορεύονται απ’ της Ηθικής τη ζέση, αφού βιάζουν τη Γυναίκα πάνω στο Σταυρό και ρίχνουν στα μπουντρούμια τ’ ανήλικα
και μετακομίζουν την απολυτότητα της Εξουσίας από ρετιρέ σε ρετιρέ και τους «περιθωριακούς» από κατακόμβη σε κατακόμβη…

Είναι και οι Αρχές:
• της Αστυνομίας που στήνει τα παραμάγαζα της ηρωίνης και της πορνείας.
• της επίσημης Διανόησης που φληναφεί τις θεωρίες τερματίζοντας τα εχέγγυά της στην απάλειψη πιθανοτήτων συμπλοκής της «ευαισθησίας» της.
• του ιστού που κρύβει κάτω απ’ το χαλί τα κλεμμένα χρήματα και στη βιτρίνα του την επιδίωξη του εφιάλτη.
• της διανομής που εκποιεί το κρίμα της στο μάγκωμα του Χρόνου, όπως πουλούν τη σκέψη τους οι διδάκτορες στον Πρύτανη ή ο Προϊστάμενος στον Διευθύνοντα εν μέσω κάποιων παράξενων συνδυασμών διεγερτικής πάντα ματαιοδοξίας και κατασταλτικής πάντα ανάρρησης στους θώκους της καριέρας.

Λεφούσια οι Τσέτες, εμπορεύονται όλοι κάτι, ένα απ’ τα πολλά ιμάτιά τους μα κανένα επικάλυμμα δεν μπορεί να σώσει ΚΑΝΕΝΑΝ.

Κι όταν λύνονται τα σχοινιά κι απ’ το κρεβάτι σηκώνομαι παραζαλισμένη και πιάνω το μολύβι και γράφω ασυναρτησίες,
είναι όλοι τους εκεί στα σύννεφα συναγμένοι να μου ζητούν καθαρό διαβατήριο κι ίσως μία πλαστή ταυτότητα.
Όλοι εκεί συναγμένοι να θρηνούν την τελειοποίηση του ανθρώπου μέσα στο παχυλό πορτοφόλι του-στο λυγμικό του κύρος-στους πασσάλους της κυβερνητικής πειθαρχικότητάς του.

Κι ακούω την έκρηξη απ’ τη βόμβα έξω απ’ τα Κυβερνεία με τα παγκάρια, έξω απ’ τα Σωφρονιστήρια με τα κιβώτια περίθαλψης και συντάξεων,
έξω απ’ τα Επιτελεία με τις θυρίδες διαλυμένων κεφαλών.

Ίσως να εκτελούσα κι εγώ μια φάρσα μέσα στην αποφορά των ουρητηρίων και τη δυσωδία των αφεδρώνων.

Ίσως να σηκωνόμουν ενίοτε απ’ την οσμή του ματωμένου σεντονιού.

Ίσως να κατασκήνωνε ενίοτε ο Φόβος πάνω στην ιεροδουλία της εξόντωσής μου.

Πάντως κάθε φορά που στέκω άγρυπνη τα βράδια, δεμένη στο κρεβάτι, αφουγκράζομαι τον θυμό μου κι ολισθαίνω στην τσιμεντένια θολότητα.

Κάθε φορά που στέκω άγρυπνη τα βράδια, δεμένη στο κρεβάτι

Ακονίζω τα μαχαίρια μου.

Στρίβω τους καπνούς μου.

Και προσαρμόζω τους λεπτοδείκτες μου στους συγκάτοικους απ’ το Υπερπέραν…

Σήμερα ξύπνησα με διάθεση, ν’ αποκολληθώ απ’ το γιγάντιο πέτρωμα∙ η διαρκής πάλη με τη βαρύτητα με κούρασε.
Για ν’ αποφύγω τη βαρυτική κατάρρευση υποχρεώνομαι να εκτοξεύω το μεγαλύτερο μέρος της υπόστασής μου στο διάστημα.
Τώρα είν’ η ώρα για ελευθερία, είπα!

Όλες οι ηλεκτρικές ώσεις το αδιέξοδο επισημαίνουν∙ την ύπαρξή μου προς το επέκεινα να ελευθερώσω.
Χωρίς φόβο, μήτε δισταγμό.Μα στα σύνορα με γύρισαν πίσω. Μες στην «ελευθερία» μου ξέχασα να πάρω:
_Τον Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας
_Τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου
_Τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης
_Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου.
Κι αφού έχω γεννηθεί στο εξωτερικό πρέπει να γίνει έλεγχος απ’ το Υπουργείο Δικαιοσύνης…

Την τελευταία παράγραφο την έχω ξαναγράψει…

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

Pages: 1 2

Leave a Reply