Το θλιμμένο κρασί
Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.
Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.
Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.