Απόψε
πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από
το αλκοόλ
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι,
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι
το άλμπατρος.
πίνω μόνος τώρα.
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου.
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου.
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε.
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά
το μπουκάλι, το θαυμάζω.
όμορφη παρέα.
χρόνια έτσι.
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει
και να το κάνω τόσο καλά;
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις στον δρόμο
ή θα δεις στο τρελάδικο.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι
το άλμπατρος.
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες των αιώνων.
με έχουν επιλέξει.
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια μεγάλη γουλιά.
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι
κάποιοι έχουν στ’ αλήθεια σταματήσει και
γίνανε νηφάλιοι πολίτες.
με στεναχωρεί.
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
το άλμπατρος.
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι γεμάτος.
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς και για μένα.
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός
σκύλος ουρλιάζει μες στη νύχτα.
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα καίει τώρα.