Ο γέρο – αναρχικός
ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του
όταν φεύγει για διακοπές.
ταΐζω τις γάτες του
ποτίζω τα λουλούδια και το γρασίδι του.
βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα
πάνω στην τραπεζαρία του.
είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που πριν από 15 χρόνια
σχεδίαζε ν’ ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;
κλειδώνω την πόρτα του.
βαδίζω στην είσοδο
στέκομαι
χασομεράω μια στιγμή
στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι,
υπάρχει ακόμα καιρός,
υπάρχει ακόμα καιρός για μια επιστροφή.
ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου
μ’ αυτούς τους άλλους.
βαδίζω στο πεζοδρόμιο προς το σπίτι μου
προσέχοντας να μην πατήσω
καμιά λακκούβα.