Μαύρος κόρακας στη βροχή
Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα
Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.
Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ` της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές
Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι` αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.