Στο τεράστιο στρατόπεδο που κατασκευάζεται στο ευρωπαϊκό έδαφος με τα υπό-στρατόπεδά του, οι καραντίνες ως δομές φιλοξενίας για τους αλλοεθνείς και οι καραντίνες ως χωριά-πόλεις για τους ομοεθνείς, εντελώς αποκομμένες μεταξύ τους, αποσκοπούν στην εμπέδωση εκφασισμού στο εσωτερικό της κάθε καραντίνας, εντείνοντας τον πόθο για διασφάλιση ατομικής ταϊστρας & ποτίστρας στο περιχαρακωμένο πλαίσιο των τετραγωνικών διαμονής τη στιγμή που κατασπαταλούνται πόροι που θα μπορούσαν να διανεμηθούν σε όλους τους ανθρώπους προς απάμβλυνση της ένδειας. Ας θυμηθούμε ωστόσο τα μπλόκα κατοίκων επαρχίας στήθηκαν στους δρόμους γύρω απο τα χωριά και τις κωμοπόλεις. Εμπνευσμένοι απο την δράση κάποιων κατοίκων της Μυτιλήνης, ντόπιοι μπλόκαραν δρόμους εμποδίζοντας την διέλευση, όχι των μεταναστών αυτή την φορά, αλλά των Αθηναίων που πιθανό να ειναι μολισμένοι απο κορωναϊό. «Είναι θέμα ασφάλειας των οικογενειών μας» υποστήριζαν, οι οποίοι γύρω από αυτοσχέδια φωτιά μεριμνούσαν στο να μείνουν καθαρά τα χωριά τους από τους παράνομους-ιογενείς εισβολείς Αθηναίους. Κι έτσι περίτρανα απεδείχθη πως η ρατσιστική διάθεση δεν καραδοκεί μόνο τον αλλοεθνή.
Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές κι εν μέσω στροβίλου ο «υγιεινίστικος τρόμος» πρωτοστατεί μονοπολώντας την ανθρώπινη μέριμνα.
Δημιουργείται ωσαύτως μία κατάσταση ευεπίφορη για δημιουργία συνθήκης Φόβου και επιβολή επιθετικών μέτρων, όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας που συνιστά κατάφωρη καταπάτηση βασικών ελευθεριών του ατόμου, πρόκειται περί διαταγμάτων άκρως επιβαρυντικών για τις σχέσεις «Κράτους-Ατόμου», αφού σηματοδοτούν εγκλωβισμό του Ατόμου σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς.
Η απαγόρευση αντικαθρεφτίζει δύο θεμελιώδη δικαιώματα του (αστικού σίγουρα) Συντάγματος, το οποίο έχουν μετατρέψει σε κουρελόχαρτο οι ίδιοι οι τεχνοδημοκράτες που το επικαλούνται:
-
της ελεύθερης, χωρίς κρατικό έλεγχο, μετακίνησης του «Πολίτη»
-
της ελεύθερης συνάθροισης των «Πολιτών»
Ο Χ. Κουρουνδής, διδάκτορας Νομικής του ΑΠΘ, προέβη σε δήλωση σχετική και έκρινε αντισυνταγματική την απαγόρευση διατυπώνοντας πως: «Η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας που ανακοινώθηκε με το διάγγελμα του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στερείται συνταγματικού ερείσματος. Το εν λόγω μέτρο φαίνεται ότι θα εμφανιστεί νομικά ως υλοποίηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκε για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου όμως αποτελούν ουσιαστικούς νόμους, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να παραβιάσουν το Σύνταγμα ανατρέποντας την ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Η ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης στην ελληνική επικράτεια, δηλαδή η λεγόμενη stricto sensu προσωπική ελευθερία, κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως τέτοια, πρόκειται για μια ελευθερία που δεν είναι δυνατό να ανασταλεί ούτε κατά την κήρυξη πολιορκίας σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος, η οποία βέβαια προβλέπεται ούτως ή άλλως με την κήρυξή της από τη Βουλή μόνο σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης ή εκδήλωσης ένοπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εάν είχε κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας θα αιρόταν απλώς η απαγόρευση λήψης ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της εν λόγω ελευθερίας με βάση το άρθρο 5 παρ. 4. Στο διάγγελμά του, ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε το μέτρο με βάση την ανάγκη κρατικής παρέμβασης «όταν η άσκηση της ατομικής ελευθερίας υπερβαίνει τον συνταγματικό της σκοπό και απειλεί την κοινωνία». Η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στις συνταγματικές προβλέψεις, καθώς η συγκεκριμένη ελευθερία δεν έχει ορισμένο συνταγματικό σκοπό όπως άλλα συνταγματικά δικαιώματα, πχ το δικαίωμα της απεργίας. Η φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο Κ. Μητσοτάκης παραπέμπει στην καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η οποία όμως δεν μπορεί σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα να επιβάλλεται μέσω μιας προληπτικής συνολικής απαγόρευσης οποιουδήποτε δικαιώματος.»
Επιπροσθέτως στις 20 Φεβρουαρίου με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου επεκτείνεται κι επικαιροποιείται εκ νέου «προς τον σκοπό αποφυγής ή και διάδοσης κορωνοϊού, που ενδέχται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, η επιβολή μέτρων πρόληψης, υγεινομικής παρακολούθησης, καθώς και περιορισμού της διάδοσης της νόσου.» Τα μέτρα αυτά συνίστανται:
-
στην υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό έλεγχο, υγειονομική παρακολούθηση, εμβολιασμό, φαρμακευτική αγωγή καινοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο.
-
στην επιβολή κλινικών και εργαστηριακών ελέγχων, καθώς καιμέτρων προληπτικής υγειονομικής παρακολούθησης, εμβολιασμού, φαρμακευτικής αγωγής και προληπτικής νοσηλείας προσώπων που προέρχονται από περιοχές όπου έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου.
Η ψήφιση ανάλογων Νόμων εγγυμονεί δύο σοβαρούς κινδύνους:
-
Το Κράτος αποφασίζει παρεμβάσεις στο σώμα του ατόμου παρά τη θέλησή του υπό το πρόσχημα ενός «συλλογικού Καλού», αδιευκρίνιστων αποτελεσμάτων αφού ο όρος «Καλό» είναι κυρίως υποκειμενικής προσεγγίσεως.
-
Το Κράτος θα μπορεί επικαλούμενο την «επιστημονική γνωμάτευση» να κυρήξει ένα σώμα ως «ιογενές» και παρεπομένως να το στοχοποιεί-φυλακίζει-περιθωριοποιεί-καταστέλλει δια της χρήσεως διαφόρων χημικών φαρμάκων αμφιβόλων παρενεργειών.
Γιατί συνεπικουρούν λοιπόν τα Κόμματα μπροστά στην «εθνική ενότητα»;
Μα επειδή ακριβώς το κάθε Κόμμα δεν επιζητά παρά την καθαίρεση μιας προηγούμενης διακυβέρνησης και ανάληψη της σκυτάλης προς συνέχισή της χωρίς ωστόσο να διαφωνεί ως προς τη σύσταση κρατικού μηχανισμού εγκλωβίζοντας την όποια ελεύθερη φωνή στον στείρο δικαιωματισμό. «Ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη, αρκεί να συμφωνεί με τη δική μου» άλωστε όπως διατείνεται ο Franz Kafka στο έργο του «Δίκη».
Το κάθε πολιτικό-θρησκευτικό δόγμα ποικίλλει την πολεμική του με διαφορετικά ονομασιολογικά στηρίγματα, η κάθε αγόρευση καρυκεύει τον λόγο της με εκδιπλώσεις αντιδιαμετρικών στρατηγικών. Παρατάξεις-κόσμοι-στρώματα όσο αντιμέτωποι κι αν εμφανίζονται, προσδένονται στο άρμα του ίδιου ιδανικού κι οράματος, που ακούει στο όνομα Δικαίωμα. Υπό το πέπλο της αφηρημένης θεωρίας της λύτρωσης απ’ την καταδυνάστευση, το νέο ιδεώδες του δικαιώματος συνιστά αφετήριον έρμα συσπείρωσης αντιφρονούντων-επαναστατών και όχι μόνο, αφού ο προσεταιρισμός δεν αφορά μόνο σε καταδιωγμένους αλλά και σε εναλλακτικά διωκόμενους. Μία φαρέτρα διπολική, ο ανθρωπισμός και τα δικαιώματα, εμφανίζονται σαν ζωοποιός ενέργεια των κοινωνικών συσσωματώσεων κι ευαγγελίζονται αυτοβουλία κι αυτοπραγμάτωση. Με την έναρξη του διαφωτισμού διατρανώνεται το δικαίωμα ως ύψιστος αντικατοπτρισμός της νεωτερικότητας. Η πολιτική κοινωνία του Αριστοτέλη μεταβαίνει σαν μεταφραστικό δάνειο στη res publica κι εν συνεχεία στη societas civilis για να καταλήξει στη Bürgerliche Gesellschaft, υποδηλώνοντας την ιεράρχηση των νομοκατεστημένων τάξεων.
Η αρχαϊκή Ελλάδα δε διέκρινε μεταξύ νόμου και σύμβασης-δικαίου κι εθίμου και η σημασία του όρου δίκη αντικατόπτριζε την αρχέγονη τάξη. Ο Ηράκλειτος δήλωνε ότι η δικαιοσύνη και η αδικία έχουν ανθρώπινη προέλευση και κανένας Θεός δεν ενδιαφέρεται για καμία απ’ τις δύο. Η λέξη νόμος είχε τη σημασία του ήθους, ενώ στην κλασσική περίοδο αρχίζει να διαφοροποιείται η ερμηνεία για να περικλείσει την ορθότητα της κρίσης. Ενώ ωστόσο για τους σοφιστές «σκέφτομαι λογικά» σήμαινε «ασκώ κριτική», ο Πλάτωνας κατασίγασε την πρόκληση επαναπροσδιορίζοντας το κανονιστικό πλαίσιο στο δίπτυχο υπερβατού κόσμου και εμπειρικού κόσμου, ακρογωνιαίος λίθος της υπαγωγής της σκέψης στον ιουδαιοχριστιανικό πυρήνα. Μέχρι σήμερα ομιλούμε για «νομική παιδεία», όταν η γνώση-σκέψη καθυποτάσσονται σε ορισμένες εξουσίες-αυθεντίες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα συνάπτονται με αυταπόδεικτα ταξικά πλεονεκτήματα αποτελώντας ιδεολογικό-πολιτικό μοχλό εκκίνησης της πάλης της ανερχόμενης αστικής τάξης ενάντια στο στατικό της δεσποτικής οργάνωσης. Η οντολογική ωστόσο βάση τους, αρχές ισότητας κι ελευθερίας, και το κοσμικό συνακόλουθο σαν συναρμογή στον ορθολογισμό, κρηπιδώνουν πλέον τη θεωρία όλων των σύγχρονων καθεστώτων, με αποτέλεσμα η κοινοτοπία της χρήσης να έχει υπερσκελίσει την έννοια. Αρκεί μία μικρή αναδρομή στην διαδρομή παγίωσης του όρου δικαίωμα, για να διαπιστωθεί το ιστορικό των παραβιάσεων αν όχι η αυτοκατάργησή του.
Συνακόλουθα ο φιλοσοβιετικός μαρξιστής φέρνει στο προσκήνιο το «εργασιακό δικαίωμα» ως βάση «υλικής επιβίωσης κι ευπρεπών συνθηκών διαβίωσης» εννοώντας την πρόσβαση σε υλικά και πνευματικά, αν και καθοδηγούμενα τις περισσότερες φορές, αγαθά. Το κομμουνιστικό κράτος εξασφαλίζει πλήρη απασχόληση-επιδοτούμενες τιμές προϊόντων διατροφής και καθιστά την υγεία του ανθρώπου υπό «κρατική μέριμνα». Ενώ ο φιλοδυτικός φιλελεύθερος ανέχεται αν όχι δημιουργεί στρατιές ανεργων και προωθεί ιδιωτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Και στις δύο περιπτώσεις όμως το οικονομικό «δικαίωμα» επιβίωσης στην ουσία δεν είναι ατομικό, αφού το διεκδικούν ομάδες ή κλάδοι, οι οποίοι επικαλούνται μια μορφή κρατικής παρέμβασης, εκτεταμένη στην περίπτωση του κομμουνισμού-μέτρια στην περίπτωση του σοσιαλισμού-χαλαρή στην περίπτωση του φιλελευθερισμού, η οποία θα ορίσει το ύψος της φορολογίας-το επίπεδο απασχόλησης-την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εκπαίδευση. Ούτε το Κράτος Πρόνοιας ωστόσο, παρ’ όλο, που εγγυάται ένα δίχτυ ασφαλείας για τα φτωχότερα στρώματα, ούτε μια φιλελεύθερη νομοθεσία δεν δύνανται να διασφαλίσουν την πολιτική ελευθερία του ατόμου, κάτι που απεδείχθη περίτρανα:
-
κατά την ψυχροπολεμική περίοδο με τη σταλινική γραφεικρατία που εξόντωσε χιλιάδες ανθρώπους. Το άτομο είχε πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική παρακολούθηση αλλά οι αυθαιρεσίες της Ιατρικής επί του ανθρωπίνου σώματος και της Ψυχιατρικής επί του Μυαλού εξόντωσαν μαζικά χιλιάδες ανθρώπους.
-
κατά τις μετά-ψυχροπολεμικές δεκαετίες, όπου οι παρεμβατικές εκστρατείες των σοσιαλδημοκρατιών και των φιλελευθέρων στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως στη Γιουγκοσλαβία, προέβησαν σε υπέρτατους βασανισμούς επί των πληθυσμών.