Πολλάκις έχει κατηγορηθεί η πένα μου ως αφοριστική!
Αν η αλήθεια καλλωπίζεται παύει να επικοινωνεί με τον πυρήνα της, μετέρχεται θεμιτή αληθοφάνεια – αθέμιτη υστεροβουλία προς παράλογη επικύρωσή της και κατ’ εφαπτομένη στέκει αμέριστος αρωγός στην περιρρέουσα υποκριτική διάθεση, που ευθύνεται για τον εκμαυλισμό της Ηθικής που με τη σειρά της λειτούργησε ως κερκόπορτα ευεπίφορη για την έλευση των Μνημονίων.
Τα Μνημόνια ήρθαν. Μαζί η καμπύλη του χρέους, τα ελλείματα και το ΑΕΠ. Μαζί ο δικτατορικός κεφαλαιοκρατισμός και η ανεργία.
Ήσαν οι Βάρβαροι που αιώνες αναμέναμε. Και βγήκαμε στην αγορά συναθροισμένοι.
Πάγια στρατηγική του λαϊκισμού, ο οποίος δεν επιχειρεί παρά να εκπορθήσει ένα οχυρό της δημοσιότητας ή μερίδιο στη διαπλοκή, αναφαίνεται ανέκαθεν η στοχοποίηση των εξωχώριων συμφερόντων, τα οποία σαφώς και ισχύουν ως διεθνοποίηση της Οικονομίας και δημιουργία Πολυεθνικών Εταιρειών, και μιας δράκας εσωχώριων εκπροσώπων τους, οι οποίοι σαφώς και υπάρχουν ως Πολιτικά πρόσωπα που αναλώνονται σε μία φτηνή εντυπωσιολαγνεία βάλλοντας ανερυθρίαστα κατά της δημόσιας διοικήσεως και της κακοδιαχείρισης, η οποία αναδρομικά αποτελεί δική τους ολιγωρία και ως στιβαρούς Επενδυτές που κάνουν εκτεταμένη χρήση δικονομικών ακροβασιών προς αισχροκέρδεια.
Αλλά εκεί που αναμέναμε την αντανακλαστική αντιστράτευση των συναθροισμένων ενάντια στους Βαρβάρους, μιαν ανησυχία και σύγχυσις περίχυσε την εκκένωση της Πλατείας και των δρόμων, διότι ο όρος «λαός» είναι μία ομογενοποίηση των κατ’ επίφαση συγγενών, αφού αν θέσουμε υπό το πρίσμα τις τεράστιες αυτές μάζες θα διαπιστώσουμε αντινομικές συνευρέσεις ετερόκλητων στοιχείων. Μέσα στο μαγγανοπήγαδο του «λαού», ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολύεδρες, βρίσκονται οι βολεμένοι και οι μη βολεμένοι.
Η «Αλλαγή» της Μεταπολίτευσης που υποσχόταν εκδημοκρατισμό – άμβλυνση του μετεμφυλιακού διχασμού – εθνική ανεξαρτησία – Κοινωνικό κράτος στην ουσία χειραφετούσε τη μικρομεσαία ολότητα αλλά επί άνισοις όροις, αφού τη διαίρεσε σε μικρές ή μεγαλύτερες φατρίες. Η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας ακρωτηριάστηκε πριν καν αρχίζει, όπως αναλύει ο κύριος Μπάτσης στο βιβλίο του «Η βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» και δεν επετράπη σύσταση μεγάλων επιχειρήσεων, όπως συνέβη στις σκανδιναβικές χώρες, στις οποίες θέλουμε να μοιάσουμε. Αντ’ αυτού αναπτύχθηκαν μικρές-οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες απασχολήθηκε ποσοστό του πληθυσμού ως υπάλληλος-εργάτης.
Ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας συρρικνώθηκε ή λιγώθηκε προς ελάττωσή του απ’ τις επιδοτήσεις, των οποίων φανερός στόχος ήταν η ανάπτυξη αλλά κρυφός η ποδηγέτησή της με τη ραστώνη που έσπερνε. Κατ’ εφαπτομένη μειώθηκαν στο κατακόρυφο οι εξαγωγές αλλά αυξήθηκαν οι εισαγωγές, διότι ο τριτογενής τομέας που στην ουσία παρασιτούσε βίωνε μιαν αχαλίνωτη επιθυμία κατανάλωσης, με αποτέλεσμα τον κλονισμό του εμπορικού ισοζυγίου δηλαδή τη μακροπρόθεσμη ισοσκέλιση εισαγωγών-εξαγωγών.
Σ’ αυτό το σημείο κι ενώ η Ελλαδίτσα κάλπαζε με τα πράσινα και μπλε σημαιάκια ανά χείρας χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τη μονοχρωμία, κάνουν την εμφάνισή τους τα κοινοτικά κονδύλια, τα οποία δεν διοχετεύτηκαν στο σχηματισμό παραγωγικής κοιτίδας, ώστε να συνδαυλίζονται πολλαπλασιαστικά τα αποτελέσματα και να διαχέονται στην πλατειά Οικονομία αλλά προσανατολίστηκαν στην τεράστια διεύρυνση του Δημόσιου Τομέα=πελατειακό κράτος με αργόμισθους και άχρηστες ή ανύπαρκτες Υπηρεσίες, στην ιεραρχική χρηματοδότηση των Τραπεζών και στις απευθείας αναθέσεις σε εργολαβίες υμετέρων. Παράλληλα διογκώθηκε η οργάνωση των ΔΕΚΟ, δια μέσω των οποίων ευεργετούνταν κάπως τα φτωχά στρώματα με χαλιναγώγηση των τιμών σε ηλεκτρική ενέργεια – ύδρευση – άρδευση και λοιπές απαραίτητες διαμεσολαβήσεις, αλλά συνιστούσαν ταυτοχρόνως έδαφος διαφθοράς με προσλήψεις και ρουσφέτια.
Άνθιση παράλληλη των Συνδικάτων, τα οποία κατέγραψαν και συνεχίζουν πρωταθλητισμό στη διαπλοκή με τους Πολιτικούς, διότι η νομή της Εξουσίας και η διανομή του όποιου πλούτου επικυρώνεται υπό τας ευλογίας τους. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες επέδειξαν πρωτοφανή και σθεναρή ανάμειξη παγιώνοντας την εκκολαπτόμενη επί Παπανδρεϊσμού διαπραγματευτική τους ισχύ.