Ούτε που το κατάλαβες...

Ούτε που το κατάλαβες…

Άραγε θυμάσαι;
Ούτε που το κατάλαβα…

Περπατούσες όλο και πιο σιγά. Δεν έβλεπες αλυσίδες αλλά οι αστράγαλοί σου μούδιαζαν, ώσπου ο πόνος να γίνεται αφόρητος.

Είναι κάθε φορά που οι Ηγεσίες πάσης φύσεως απαρτίζονται από «Εκλεκτούς».
Κι έτσι ο μικροαστισμός εισήχθη στο Δημόσιο-στις Πρεσβείες-στις Τράπεζες ως μέγιστος στυλοβάτης της καπιταλιστικής πειθαρχίας,
διότι η αξιολογική ιδιαιτερότητα έπρεπε να μεταβληθεί σε αξιολογική υποταγή.
Κι έτσι ο μικροαστισμός που δεν χωρούσε στο Δημόσιο και στις Τράπεζες εισάγεται στο ΑΣΠΑΙΤΕ ως εύχρηστο όργανο ενός διακοσμητικού Κοινοβουλευτισμού,
διότι και η αιτιώδης σκέψη όφειλε να αντικατασταθεί απ’ τη λειτουργική σκέψη,
διότι άλλο εκπαιδεύω άλλο διαμορφώνω ελεύθερο πνεύμα. Και πόση υπερηφάνεια οι Εκπαιδευτές να προπαγανδίζουν φασισμό προδιατεθειμένο!

Είναι κάθε φορά που ο μικροαστισμός έκανε χρήση των ιδιαίτερων προνομίων του.
Κι έτρεξε να πάρει τη συνταξούλα του στα πενήντα για να βολέψει τα γεράματά του
και ταυτοχρόνως ώθησε το παιδί του στην μετανάστευση εμφυσώντας του την Ιδεοληψία του Πολίτη του Κόσμου.

Εκάστη Κοινωνία θηρεύει τους διακανονισμούς της, οι οποίοι να την προάγουν και να εξασφαλίζουν την αποφυγή της προσβολής του παγιωμένου ιστού της,
διότι ούτως ή άλλως Πολίτης του Κόσμου γεννιέσαι δεν γίνεσαι.

Κι εκεί που δεν υπήρχε καμία λογική στις κοινωνικές σχέσεις κι η αστοκρατία δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την καταπίεση που έχει ασκήσει
και συνεχίζει να ασκεί δια της θέσεως και των ενεργούμενών της, άρχισε να συμπηγνύει καλλιτεχνικές συμμαχίες εν όψει της Πρωτομαγιάς
ή της επετείου του Μάη του ’68 με τα τετριμμένα κείμενά της να ονειροπολούν ανορθολογικά μια περίοδο «αδιατάρακτης τάξης»,
υποσκελίζοντας τεχνηέντως με τον άκρατο αγνωστικισμό τους υποβόσκοντα συναισθήματα φόβου-αστάθειας-θυμού-βίας,
επειδή «η φτώχεια είναι μια έντονη λάμψη από μέσα» κατά τα λόγια της ενοχής του Rainer Maria Rilke.
Κάτι σαν τον «βουδιστικό ενθουσιασμό» του Schopenhauer που αντιστοιχούσε στην μικροαστική απάθεια μετά την ήττα της επανάστασης του 1848 στη Γερμανία.

Πολλές κοινότητες στα κελιά της Δημοκρατίας να συγκαλύπτουν τις κοινωνικές αντιθέσεις, να διασφαλίζουν το κοινωνικό τους status quo
αλλά να παρουσιάζονται διαπνεόμενες από συνέπειες ριζοσπαστικές.
Ο απολυταρχισμός με τον προοδευτικό του χαρακτήρα να εξυμνεί το μεγαλείο και τη δόξα του έθνους αλλά και το δικό του.

Και τα Άνθη του Κακού μέσα σε Στέγες καθαρά αστικού συντηρητισμού να μην βρίσκουν γαλήνη μήτε του ασυμβίβαστου την ευθύνη.
Τα «λουλούδια» του Charles Baudelaire, ένας άνθρωπος που για να υπηρετήσει το δίκιο απεκδύεται ψευδεπίγραφες αστικοποιήσεις
και για να διακονήσει το τραγικό πνεύμα δραπετεύει από αρίφνητους συσχετισμούς προσαρμογής,
θεωρούνταν ως «αρρωστημένα» επειδή η πηγή δεν ήταν ικανή να τα ξεδιψάσει. Κι η πηγή παραμένει ανεπαρκής…

Άραγε θυμάσαι;
Ούτε που το κατάλαβα…

Περπατούσες όλο και πιο σιγά. Δεν έβλεπες αλυσίδες αλλά οι αστράγαλοί σου μούδιαζαν, ώσπου ο πόνος να γίνεται αφόρητος.

Ήταν κάθε φορά που οι ερπύστριες του Ολοκληρωτισμού μάγκωναν ένα παιδί στα δόντια τους τα πειναλέα κι η άσφαλτος έβαφε κόκκινη απ’ το αίμα του.
Αλλά δεν μιλούσες επειδή δεν ήταν το ΠΑΙΔΊ «δικό» σου και η νομοτυπία συνδέεται άμεσα με τη «θεόσταλτη βούληση».

Είναι κάθε φορά που:
• Χαρακτηρίζεις τρομοκράτη τον αντιφρονούντα κι όχι τον Διευθυντή μιας Τράπεζας-μιας Κλινικής-ενός Ιδρύματος-μιας φράξιας κομματικής.
• Συμψηφίζεις την ελευθερία μ’ ένα Πολιτισμό που μυρίζει ανθρώπινο κρέας.
• Εναλλάσσεις τη δικτατορική στρατοκρατία με τη «δημοκρατική» αστυνομία.
• Παγιώνεις κλειστούς οικονομικούς κύκλους μέσα σε κτήρια αστραφτερά καθώς λαμποκοπά το ατσάλι και το γυαλί στα πλέγματά του.
• Φοράς τα όμορφα ενδύματά σου, πάντα μάρκας γνωστής κι εισέρχεσαι.
• Εθελοτυφλείς στη βελούδινη σκλαβιά σου ως αιθεροβάμων διαφοροποίησης μέσα σε κλουβί χρυσής ή ασημένιας κατανάλωσης.
• Τυλίγεις τις Ιδέες σου σε σημαίες και τις τιτλοφορείς με σύμβολα.
• Εδραιώνεις την καταστολή του κρατικού μηχανισμού δια μέσω προκλητικού φόβου.
• Θυμώνεις μόνο για ν’ ανακτήσεις τα κεκτημένα δια μέσω των ως άνω τρόπων.

Άραγε θυμάσαι;
Ούτε που το κατάλαβα…

Περπατούσα όλο και πιο σιγά. Δεν έβλεπα αλυσίδες αλλά οι αστράγαλοί μου μούδιαζαν, ώσπου ο πόνος να γίνεται αφόρητος.

Ακόμη και τα γεγονότα του Μάη του ’68 έστρωναν το χαλί για εκλογές συντηρητικές κι ευνοϊκές για τον επιχειρηματικό Κλάδο.

Ακόμη κι οι επαναστάσεις κινητοποίησαν τη «σιωπηρή πλειοψηφία» προς την Υπηρεσία της Ολιγαρχίας, επειδή κάθε Κράτος θέλει το παρακράτος του ως αντίβαρο.

Ακόμη και το ανεβοκατέβασμα άβουλων-αδύναμων Κυβερνήσεων ξαναβρίσκουν την επιρροή τους. Κι εγώ ως Θνητός βαυκαλίζομαι για σύσταση μονοσήμαντων μικρό-κομμούνων.

Ακόμη κι η απέκδυση των ευθυνών-ενοχών περιορίζει την δράση μου, επειδή δεν παραδέχομαι κανένα λάθος μου κι επομένως δεν μπορώ ν’ αλλάξω γραμμή πλεύσης.
Αλλά δειλιάζω μπρος στις ευθύνες μου, καλύτερα να φορέσω μία «ψυχική διαταραχή» να μ’ απαλλάξει.
Ή να φορέσω στους αντιφρονούντες «ψυχική διαταραχή» για να μπορέσω να τους εξουσιάσω.

Ήμουν απορροφημένος απ’ τις «αναλύσεις των Ειδημόνων» που μ’ έσερναν στις διαδικασίες της σύγχρονης Βιομηχανίας ή Τεχνολογίας, άλλως ειπείν της Τεχνοδημοκρατίας…

Άλλωστε τίποτα δεν απαγορεύεται!

Απλώς τα πάντα είναι υποχρεωτικά!

Και μου αρέσει το εκμαγείο του Επαναστάτη μέσα στην ασφάλειά μου.

Μου αρέσει το εκμαγείο του Ανθρωπιστή μέσα στο προστατευτικό μου τείχος.

Μου προσδίδει άλλο κύρος.

Άραγε θυμάμαι;
Ούτε που το κατάλαβα…

 

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

Pages: 1 2

Leave a Reply