Όταν ΑΠΕΛΠΙΣΤΗΚΑ…
(Πατήστε για να ακούσετε την απαγγελία)
Στενοχωρήθηκα σαν έμαθα πως:
Οι Ιδεολογίες ρευστοποιούσαν τις μνήμες
Στα ιδρύματα τα νομίσματα είναι ξεπλυμένα
Το Φρόνημα μιαν Επιχείρηση ήταν με ΑΦΜ και ΕΦΚΑ
Εκεί που υπάρχει Πεντάγραμμο, γδέρνεται το χρήμα
Κομμουνιστές ηλεκτρονικούς διενεργούσαν εκπλειστηριασμούς
Ακαδημαϊκοί στήναν τα τεχνικά τους παραμάγαζα στο ΕΜΠ
Στη Νομική φορούσαν ταγιέρ και κοστούμι απ’ τα 18
Οι «Ειδικές Πλειοψηφίες» στην ΕΕ σπρώχναν τ’ αμοιβαία κεφάλαιά τους προς τη «σωστή» πάντα κατεύθυνση
Το Σικάγο είχε σ’ όλα τα σημεία τους επιγόνους του
«Πατριδοκαπηλεία» και «Πατριδολαγνεία» κάπου τέμνονται εν τέλει
Οι ανερχόμενοι «δισεκατομμυριούχοι» πάνω απ’ το πτώμα κάθε «Νεκρής» δεν προέρχονταν μόνο απ’ τη συνομοταξία των «Κοράκων» αλλά κι αυτές των «Μυγών» και των «Κουνουπιών».
Η διάκριση των εξουσιών καθορίζει το Συνταγματικό Δίκαιο
Οι συγκυρίες πάντα ευνοϊκές για τις Μεταρρυθμίσεις
Βγήκα στο μπαλκόνι ολόγυμνη να φωνάξω μ’ όλη τη δύναμη
«Σ’ αγαπώ!»
Εσώρουχα τρύπια κρεμασμένα στ’ απέναντι σύρματα
Καπότες πάνω σε στεγνωμένα στήθη και σάπια κουφάρια στα παγκάκια
Πόδια διαβητικά στο πεζοδρόμιο επικηρυγμένα κι ουρλιαχτά πίσω απ’ τα κουρτινάκια
Σκιές σπαρμένες πάνω στα φουσκωτά και φλέβες σακατεμένες στα κρατητήρια
Σχέσεις διαπροσωπικές σε καφέ ρημαγμένα κι εμφύλιοι συντηρημένοι σε ουρητήρια
Μαξιλαροθήκες σε ματωμένη ικανοποίηση κι ο Οίστρος εθισμένος στην ηρωίνη
Φωτιά κι Ανάσες και Χώμα και Πόλεμοι και Στόματα και Χορτάρι
Όλα σπασμένα σαν φορτίο βαρύ δίχως σαγήνη
Μπύρες διαμαρτυρημένες σε φράχτες οικοτροφείων
Με ρόγχο οι πνεύμονες της πόλης και τα χειροκροτήματα εκπορνευμένα
Στα συναισθήματα διαγιγνώσκαμε υπερπλασία επικίνδυνη
Τα φάρμακα μονόφθαλμα στο αχανές πορνείο
Δεν έχω καθρέφτη στο λουτρό
Μια Καταιγίδα στο απέραντο ορνιθοτροφείο
Με το περίστροφο οι λέξεις μου στο ένα μέτρο
Για την Υποκρισία που τ’ αρπαχτικά κερνάει
Ζυμώνεται ο ουρανός;
Ο Ήλιος τον αλέθει εξουθενωμένα για να πονάει
Κόκκινος οίνος στο ποτήρι για τη βακχεία του πνεύματος
Γόπες στο τασάκι αμέτρητες για την υστερία της ζύμωσης
Καλσόν διχτυωτά στις παλάμες
Σχισμένα
Παραδοχή δημόσια της ουσίας του χρόνου
Κραγιόν στην αποστασιοποιημένη συνθήκη
Σαθρό
Φόβοι κι αλήθειες βροντούν απ’ τα μεγάφωνα
Έχει κι Κάθαρση το ίχνος της…
Απογοητεύτηκα σαν έμαθα πως:
Στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο βάλαν φυλλάδες στη βιτρίνα
Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς ήταν δημόσιοι υπάλληλοι
Τα τέκνα των εξορισμένων Ποιητών εργάζονταν σε τράπεζες
Πίσω από κάθε Ιδεαλιστή κρυβόταν και μία ΜΚΟ
Κάθε αυγό κυοφορούσε κι ένα Φίδι και κάθε Φίδι πολλά αυγά
«Σ’ αγαπώ!»
Μη κι αφουγκραστεί ο ΚΑΝΕΝΑΣ…
Ένας λόφος από σκουπίδια το Χρήμα
Κι εγώ το μάζεψα κι ύστερα τ’ άφησα
Μην ολιγωρείς, βλασφήμα!
Σαν μάθεις τον μόχθο της συλλογής του στο πανέρι
Στο βάραθρο τον πόνο της φυλλορροής του
Ασχήμια κι Ηδονή ν’ αναρριχώνται με σχοινιά
Όπως ανέραστες ακολουθούν των Νόμων το φραγγέλωμα
Πλειστηριασμοί και Γενοκτονίες να πεολείχουν τους ανόητους
Τα υπόγεια απλήρωτα κι οι κάδοι γεμάτοι από σακούλες με μωρά
Άδειες παραμονής με σουγιά πάνω στους αμετανόητους
Το αγοραίο είναι εφικτό όταν στ’ αμπάρια κλείνονται οι σκλάβοι
Κι ίσως κατανοητό όταν σε λεωφορεία οι παράλυτοι δεν χωρούσαν
Στις λαϊκές να ξεδιαλέγουν τ’ απομεινάρια οι γέροι
Όλοι ψάχναν την Αγάπη μα έτρεμαν την ηχηρή Σιωπή της
Κι η Τέχνη να υμνεί οπλαρχηγούς στα πέρατα
Δεν υπήρχε χρόνος ν’ ασχοληθούν οι Θνητοί με τον Άνθρωπο
Απλώς ύψωναν εκ των υστέρων τον Θρήνο του Θανάτου
Έχει κι ο αντίλαλος την ενοχή του…
Στενοχωρήθηκα κι Απογοητεύτηκα
Πάντα θα υπήρχαν λόγοι προφανείς ή συγκεκαλυμένοι
Κι απ’ τ’ Όνειρο με ξύπνησαν Όλοι
Επειδή κρυστάλλωνε ο άνεμος
Και τα κουνούπια δεν έβγαζαν τις τσίμπλες απ’ τα μάτια
Δεν έχω οικονομικές συναλλαγές με τα τεκταινόμενα
Μήτε με τα δρώμενα εμπορικές δοσοληψίες
Κι όταν ο Θρήνος τα δάχτυλα απλώνει
Οι Πλάτες όλες γυρισμένες
Δερμάτινοι χιτώνες χωρίς ανάσα
Ήξερα μόνο ν’ ακούω το κύμα και κάστρα να φτιάχνω στην άμμο
Τις ικετήριες των καταρρακτών γνώριζα ερωτήσεις και χάρτινους να ορθώνω πύργους
Αν δεν πίνεις και δεν καπνίζεις πως να Φιλοσοφήσεις!
Σαν η ομολογία ν’ απογύμνωνε το γεγονός απ’ τη βαρύτητά του.
Κι αλήθεια δεν έπινα μα όλα τα σωριασμένα φύτρωναν
Κόκκινος οίνος στο ποτήρι σαν καταγγελία που παραπέφτει σε γρανάζια συναδελφικής αλληλεγγύης.
Κι αλήθεια δεν κάπνιζα μα όλα τα επιφωνήματα γίνονταν σπουδή
Γόπες στο τασάκι αμέτρητες σαν δημόσια παραδοχή της αντί-συνταγματικότητας των Μνημονίων.
Πάνω στη γέφυρα του Ποταμού
Μ’ όλη τη γύμνια του το «Σ’ αγαπώ»
Στο περιθώριο μετεωρίζεται της Ύπαρξης
Παραγνωρισμένο κι αποξενωμένο στην περιποίηση χωρίς βιασύνη της βροχής
Ένα προσχέδιο σε μπροσούρα ανατρεπτική
Ρονιές και Προνόηση και Λάσπη κι Εποπτεία…
Στενοχωρήθηκα κι Απογοητεύτηκα
Μα ΑΠΕΛΠΙΣΤΗΚΑ
Σαν άπλωνα το βλέμμα και δεν είχε
Να σκοντάψει στ’ αναρχικό χαμόγελό ΣΟΥ
Να πάρει τις ανάσες μου Μακρυά…
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.