Ο Έρικ Έρικσον διατείνεται ευφραδώς πως «…τα συστήματα εκπαίδευσης των παιδιών αντιπροσωπεύουν ασύνειδες απόπειρες να δημιουργηθούν από το ακατέργαστο ανθρώπινο υλικό εκείνο το σύμπλεγμα στάσεων, που ήταν το βέλτιστο στις ιδιαίτερες φυσικές συνθήκες και τις οικονομικές-ιστορικές αναγκαιότητες της φυλής».
Ακόπως τεκμαίρεται πως η Κοινωνία εξασφαλίζει έναν τρόπο, με τον οποίο θα συμμορφώσει τα άτομα που την αποτελούν και πρωτίστως το οικοδόμημα της πειθάρχησης-υποταγής ανεγείρεται στο παιδί. Συνακόλουθα ο όρος «κοινωνικός χαρακτήρας» δεν ερμηνεύει την προσωπικότητα, η οποία ορίζει τον συνολικό εαυτό με τις κληρονομικές ιδιοσυγκρασίες του-τις βιολογικές και ψυχολογικές του συνιστώσες, αλλά την κράση μιας διευρυμένης ομάδας. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ την εκπαίδευση, η οποία του παρέχεται ερήμην του κατά τα πρώιμα χρόνια της ζωής του. Το άτομο ζει και κινείται μέσα σε κλοιό από άλλους επιλεγμένο. Όσο κι αν δεν υπάρχει εχέγγυο διασφάλισης της μεθοδευμένης συμμόρφωσης, με την οποία εμβολιάζεται το άτομο, πιθανές προσπάθειες απεγκλωβισμού σε επόμενα στάδια της ζωής συνιστούν προσωρινές ή συγκεκαλυμμένες εξεγέρσεις, αφού ο πυρηνικός χαρακτήρας της κοινωνικής ομάδας έχει δομηθεί σε συγκεκριμένη συνισταμένη με συνιστώσες απλώς παραλλαγής.
Στο σημείο αυτό δόκιμο είναι να αναφερθεί η θέση του Pierre Bourdieu, ο οποίος επιχειρεί να εκφύγει του περίκλειστου μαρξιστικού διαχωρισμού των τάξεων υφαίνοντας ένα νέο ιστό κοινωνικών θέσεων, ο οποίος διαρθρώνεται πάνω σε δύο βασικούς κι εφαπτόμενους κώδικες: το οικονομικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο. Προτείνει ένα σχεσιακό σύστημα αντιθέσεων που συμπληρώνονται στα όρια της ικανότητάς τους να σηματοδοτήσουν κοινωνικές διαφορές και αποστάσεις όχι από έμφυτη ιδιότητα αλλά απ’ την ένταξή τους στο πηγάδι των ομοίων πρακτικών. Σε αυτό το εύρος οι «μικροαστοί» διαθέτουν μία γνώση συμβολικών αγαθών, τα οποία εμπίπτουν ωστόσο στην άγνοια του προσήκοντα τρόπου χρήσης-κατανάλωσης. Για να έρθουν οι «Τάξεις» να αποτυπώσουν τα διακριτά τους σημεία πάνω στο άσεμνο-ιδρωμένο οι μεν στο σεπτό-σιωπηλό οι δε κορμί τους. Κατ’ εφαπτομένη γεννάται μία ακαμψία δυσερμήνευτη. Τη στιγμή που ο άνθρωπος εμβολίζεται από πληθώρα στόχων, των οποίων η ιδεολογική κρηπίδα είναι αναλλοίωτα παρεμφερής και κατ’ επέκταση ακόμη και τα μέσα επίτευξής τους είναι επίπλαστα αταίριαστα. Η παραπλάνηση, στην οποία περιέρχεται το άτομο, περιορίζει τις επιλογές του κι εμποδίζει την ελεύθερη ευδοκίμησή του με αποτέλεσμα να θεωρεί τους ιμάντες εκκοινωνισμού του χαλαρωμένους αλλά στον αντίποδα να εισέρχεται ακούσια σε νέο ψυχολογικό γυροσκόπιο ελέγχου. Οι μάζες δείχνουν να απεμπολούν από μεγαλοσχήμονες ισχυρισμούς περί αληθείας αλλά κατά βάθος δεν τολμούν πλήρως να πάψουν να εξαρτώνται από αυθεντίες. Ο ψευδοδιαλεκτικός λογισμός, τον οποίο ο Αριστοτέλης απέφυγε, ερίζει τεχνηέντως υποβαστάζοντας εσφαλμένες αλαζονικές πεποιθήσεις περί ανωτέρου ή κατωτέρου επιπέδου, πράγμα που ποδηγετεί την σύμπλευση στον ρου της ζωής.
Όπως ο Marx πλησιάζει ακροθιγώς και θεωρητικά την πάλη των τάξεων και την έριδα περί αποδόσεως της εργατοώρας, οι επιστήμες των ημερών αναφέρονται παρεμπιπτόντως στην ελευθερία βούλησης, η οποία καθορίζεται απ’ την εκπαίδευση. Οι περισσότεροι αναλυτές διολισθαίνουν στο μέγα στοχαστικό σφάλμα της παραγνώρισης ή της υποβάθμισης των γεγονότων. Όλα υπάγονται σε κανόνες, σαν αναγκαστικές προτάσεις που συνδέονται λογικά μεταξύ τους και κανείς δεν δύναται να αμφισβητήσει την εγκυρότητά τους. Είναι οι κανόνες του οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος, τα οποία περιβάλλοντα έχουν δομηθεί σε συνάρτηση με την εξουσιαστική επίδραση του Κράτους. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ενδίδουν εν τέλει στην επιβαλλόμενη, παρεκκλίνουσα και μη, συμβιωτική αναγκαιότητα. Τα ερεθίσματα, είτε αυτά συμπορεύονται είτε αντιδιαστέλλονται και δεν πρόκειται παρά για εναλλασσόμενες μάσκες στην ουσία, καταλήγουν στην αποκατάσταση μιας ισορροπίας ανισόρροπης.
Ο ιδιαζόντως σκεπτόμενος που θα δυσφορεί μη χωρώντας σε κανένα απ’ τα ως άνω προτεινόμενα πλαίσιο, για τον απλό λόγο πως όχι μόνο αντιλαμβάνεται την ετεροκίνητη υπαγωγή του αλλά δεν την επιτρέπει ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του, εμφανίζεται ως «περιθωριοποιημένος», αφού αυθαιρετεί ενάντια στο σύστημα, το οποίο έχει ωστόσο με τη σειρά του πρώτο αυθαιρετήσει επί των μαζών. Ο «περιθωριοποιημένος» δεν συναινεί στην επιφανειακή τρυφηλότητα, η οποία εκπηγάζει απ’ τη ναρκισσιστική χρεοκοπία συνειδήσεως, η οποία έχει υποβάλει την εξήγηση – ανάλυσή της στον ετεροκαθορισμό.
Ο σημερινός άνθρωπος στη Δυτική Κοινωνία έχει προβεί σε αναγωγή της απτής βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής του στην ψυχική αυτοβελτίωση, νομίζοντας πως θα επέλθει απεγκλωβισμός απ’ τα γρανάζια της μηχανοποίησης με συμμετοχή του σε διάφορα φιλοσοφικά κινήματα – καλλιτεχνικές ανατάσεις – εσωτερική αναζήτηση. Σχήματα αντίδρασης πολυσήμαντα σε περιόδους κοινωνικής – πολιτισμικής ευμάρειας, μονοσήμαντα ωστόσο σε έκρυθμες ιστορικά – οικονομικά – πολιτικά συνθήκες, αφού αποπροσανατολίζουν απ’ την αποδέσμευση από αυτοματοποιημένη επιρροή σαν ακρογωνιαίο λίθο ενός κοινού στόχου. Άλλως ειπείν και σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Λας «Οι επιδιώξεις αυτές, αβλαβείς από μόνες τους, αν αναγορευτούν σε πρόγραμμα και τυλιχθούν με τη ρητορεία της αυθεντικότητας και της αυτογνωσίας, σημαίνουν απομάκρυνση απ’ την πολιτική και αποκήρυξη».
Το άτομο σ’ έναν αχανή κόσμο παραπαίει πρωτίστως συναισθηματικά κι ως εκ τούτου αναζητά χείρα βοηθείας, την οποία συνήθως προσφέρει το οικογενειακό πλαίσιο, διότι κανένα άλλο αντί-πρόταγμα δεν μπορεί μέχρι στιγμής να το αντικαταστήσει. Δεν πρόκειται λοιπόν για έλλειψη αυτοπεποίθησης ή φόβο ανεξαρτησίας, αλλά για κίνητρα αδιαφανή, τα οποία απλώς μαϊνάρουν τους κάβους αυθαιρέτως κι εξ αλλαγής. Η ιστορική και πολιτική ευυποληψία θωρακίζει κάθε φορά το εύρος της ελευθερίας. Συνακόλουθα η τροχοπέδη συνέχεται με τη μισθωτή εργασία, ενώ η αποχαλίνωση συνάπτεται με την ευέλικτη απασχόληση. «Οι χαμένες γενιές λοιπόν περί άλλα τυρβάζουν, όταν θεωρούν πως εναντιώνονται στο mondus operandi μόνο και μόνο μέσω των σεξουαλικών αξιώσεων-διεκδικήσεων, για τα οποία σημειωτέον δεν χρειάστηκε να παλέψουν, διότι είτε συνδέσαμε το σεξ με την αμαρτία σε παλαιότερες εποχές είτε με την ελευθερία σε νεότερες, και οι δύο εκδοχές εδράζονται στην καταστολή, είναι μέρος των ενδογενών μηχανισμών της εξουσίας και σαν δικαιώματα απλώς εκχωρούνται κατά το δοκούν», όπως έχω αναφέρει και σε παλαιότερό άρθρο μου.
Μία Κοινωνία προσποιητά χαλαρή και ασφαλώς απρόσωπη επιτείνει το αγεφύρωτον του χάσματος, που προκύπτει σχετικά με τις καταχρήσεις του ατομικισμού και τις ωμότητες του φιλελευθέρου ανταγωνισμού. Και δυστυχώς κάθε ομάδα αρνησικυρίας συρρικνώνεται στην ενδοστρέφειά της.
Ο «περιθωριοποιημένος» λοιπόν αρνείται να αποκηρύξει το δικαίωμά του στην πάλη για εκ βάθρων αλλαγή πλεύσης. Για την πλειοψηφία η Κοινωνία δεν έχει όραμα και τα άτομά της καλλιεργούν υπερβατική προσοχή στο ΕΓΩ τους. Ο «περιθωριοποιημένος» προσηλώνει το βλέμμα του διεισδύοντας στα ατοπήματα και αποκολλά την ύπαρξή του εθελούσια προσπαθώντας να λυτρώσει την Ηθική του μη συμμετέχοντας στο ανήθικο αλισβερίσι. Ο «περιθωριοποιημένος» είναι ο αστρονόμος με την παράξενη φορεσιά στο ανυπέρβλητης σημασίας έργο του Saint-Exupery «Ο Μικρός Πρίγκηπας». Όταν ανακοίνωσε στο Διεθνές Συνέδριο Αστρονομίας την ανακάλυψη ενός νέου αστεροειδούς φορώντας παράξενα ρούχα, κανείς δεν τον αφουγκράστηκε-πίστεψε. Όταν υποχρεώθηκε ένεκα της Δικτατορίας να ενδυθεί το ευρωπαϊκού τύπου κοστουμάκι, καταχειροκροτήθηκε. Και στο επιβαλλόμενο συμπεριφορικό πλαίσιο έρχεται η Ψυχολογία, με την πολλαπλώς αμφισβητούμενη επιστημονική υπόστασή της, να νομοθετήσει αυθαίρετα το «φυσιολογικό» εάν κι εφόσον θα εμπίπτει στα προτεινόμενα ως ελεγχόμενο ενεργούμενο και στον αντίποδα το «διαταραγμένο», το οποίο εκφεύγει του διαμορφωμένου αυτοδύναμου ελέγχου. Είναι αυτό που εξηγεί ο Έριχ Φρομ στην διάκριση των μορφών της Εξουσίας: Η Αυθεντική Εξουσία, η οποία επαφίεται στην καλλιέργεια – ευαισθησία – θαυμασμό που προξενεί. Η Παράλογη Εξουσία, η οποία ερείδεται σε μηχανισμούς καταστολής που επιβάλλονται δια της βίας ή δια του επιστημονικού θεσφάτου. Είναι γνωστό πως η Επιστήμη διεκδικεί για τον εαυτό της το αδιαμφισβήτητο, παρόλο που στους ίδιους της τους κόλπους η μία έρευνα καταρρίπτει την άλλη.
Τι σημαίνει «περιθωριοποιημένος»;
Η αφηρημένη μορφή στη «διαύγαση» του Καστοριάδη ως αξεχώριστη απ’ την πολιτική βλέψη κι απ’ το πολιτικό πρόταγμά της…
Η Ποίηση όχι ως μιμητική Ιστορία αλλά ως οντολογική γένεση…
Ο Στοχαστής που ακροβατεί πέρα απ’ το καθορισμένο της Αναγκαιότητας ως «λογικά προγενέστερος»…
Αν ο αναγνώστης δέχεται άκριτα τον όρο «περιθωριοποιημένος», τότε πως θα χαρακτηρίσουμε την Κοινωνία που περιθωριοποιεί μόνη της την αυτό-θέσμισή της;
Εν είδει επιλόγου θα παραθέσω μία ευφυέστατη φράση ενός νεαρού, ως πλέον αντιπροσωπευτική: «Το ξέρεις ότι αν φοράς τις κάλτσες σου ανάποδα, τις φοράνε όλοι οι άλλοι εκτός από σένα…»
Pages: 1 2