«Οι Δούλοι» είναι διασκευασμένη θεατρική παράσταση βασισμένη στο έργο «Les Bonnes» του Jean Genet.
«Οι Δούλες» όπως μεταφράστηκε το αρχικό κείμενο στην ελληνική εκδοχή από τον Οδυσσέα Ελύτη και αφορούσε σε απόπειρα δραματοποίησης από τον Genet του «Εγκλήματος του 20ου αιώνα στη Γαλλία». Πρόκειται για ένα αληθινό γεγονός, το οποίο συντάραξε το 1933 τη γαλλική κοινωνία, ένα έγκλημα «ξεχωριστό», όσο μπορεί να επιτραπεί η χρήση του όρου, όχι μόνο για την πρωτάκουστη βία αλλά και λόγω της αποκλειστικής εμπλοκής γυναικών στο συμβάν, ως θύματα αλλά και ως θύτες.
Η Christine και η Léa, γεννημένες στις 8 Μαρτίου 1905 και στις 15 Σεπτεμβρίου 1911 αντιστοίχως, είναι κόρες των Gustave & Clemence. Οι αδερφές Papin, μεγαλωμένες σε χωριό νότια της περιοχής Le Mans, δεν είναι αντιμέτωπες μόνο με την αβάσταχτη φτώχεια, που ταλάνιζε την αγροτική ζωή της γαλλικής υπαίθρου, αλλά επίσης με τον επικίνδυνο αλκοολισμό του πατέρα τους και την κατά συρροή παραμέληση από τη μητέρα τους, την οποία ανάγκασαν οι κοινωνικές νόρμες της εποχής να παντρευτεί λόγω της εγκυμοσύνης της στο πρώτο τους παιδί, μία ακόμη κόρη, την Emilia, την οποία κακοποιεί σεξουαλικά ο Gustave σε ηλικία μόλις 10 ετών.
Η μητέρα Clemence λαμβάνει διαζύγιο και στέλνει εσώκλειστη προς «συμμόρφωση» την Emilia για το «παραστράτημά» της στο ορφανοτροφείο Le Bon Pasteur, γνωστό για τις σκληρές μεθόδους πειθάρχησης, που χρησιμοποιούσε. Την ίδια μοίρα έχει και η Christine ενώ την ανατροφή της Léa αναλαμβάνει ένας θείος.
Με το διαβατήριο της «άρτια εκπαιδευμένης οικιακής βοηθού», το οποίο της χορηγείται από το ορφανοτροφείο, η Christine καταφέρνει να αποκτήσει μια θέση ως «εσωτερική υπηρέτρια» και συγκεκριμένα ως μαγείρισσα στο αρχοντικό του συνταξιούχου δικηγόρου, Réné Lancelen, Νούμερο 6, της οδού Bruyère, όπου μετά από δύο μήνες καταφθάνει και η Léa για να εργαστεί ως «εσωτερική καμαριέρα».
Η καθημερινότητα των δύο κοριτσιών ήταν αδυσώπητη, καθώς ήταν αναγκασμένες να εργάζονται για 14 ώρες όλες τις ημέρες της εβδομάδας. εκτός Κυριακής πρωί, ώστε να παρίστανται στον εκκλησιασμό. Οι δύο κοπέλες δεν είχαν πρόσβαση σε κάποια άλλη μορφή συναναστροφής πέρα από την αποκλειστικά δική τους και ήταν προσηλωμένες στην επιτέλεση των καθηκόντων τους. Ταχυδρομούσαν κάθε τέλος του μήνα ολόκληρη την αμοιβή τους στη μητέρα τους, ύστερα από απαίτησή της.
Η Κυρία του σπιτιού, Leonie Lancelen, αν και δεν τους συμπεριφερόταν καθόλου ευγενικά, επειδή τις γρονθοκοπούσε και χτυπούσε τα κεφάλια τους στον τοίχο, όταν κατά τη «δοκιμή με το γάντι», επιθεώρηση του Χώρου σχετικά με την καθαρότητά του, έβρισκε υπολείμματα σκόνης στα έπιπλα, ανέλαβε να καταστήσει σαφές στη μητέρα των κοριτσιών, ότι δεν θα επέτρεπε να επαναληφθεί η αποστολή της αμοιβής τους, επειδή το δίκαιο ήταν να κρατούν οι κοπέλες τα κέρδη από τον μόχθο της εργασίας τους, κάτι που στάθηκε αφορμή, ώστε τα κορίτσια να αρχίσουν να προσφωνούν την Κυρία «mamman».
Στις 2 Φεβρουαρίου 1933 η Leonie Lancelen είχε βγει για ψώνια με την κόρη της και επιστρέφοντας στην οικία ενημερώνεται από την Christine ότι έχουν πέσει οι ασφάλειες και δεν υπάρχει ρεύμα, κάτι που εξόργισε την Κυρία, η οποία σε έξαλλη κατάσταση επιτέθηκε στις υπηρέτριες.
Η Christine και η Léa Papin, εν αμύνη όπως ισχυρίστηκαν, σκότωσαν την Κυρία και την κόρη της, στην ουσία τις κατακρεούργησαν βγάζοντάς τους ακόμη και τα μάτια.
Οι Αρχές, που σπεύδουν στην οικία προς εξιχνίαση του εγκλήματος, βρίσκουν τις δύο αδερφές γυμνές στο κρεβάτι τους στη σοφίτα υπηρεσίας.