Τζηλ φαλαστήν…
Ο όρος τζηλ φαλαστήν οριοθετεί τις γενιές, που διαπλάστηκαν στο Παλαιστινιακό έδαφος πριν τις επιβεβλημένες εδαφικές ανακατατάξεις και ήταν συνηθισμένες σε αυτοδιοικούμενα χωριά με τη συνείδησή τους βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική αλληλεγγύη – στην αυτοπεποίθηση περί αυτάρκους επιβίωσης – αυτοθυσίας.
«Από αμνημονεύτων χρόνων, οι αγρότες της Παλαιστίνης αποτελούσαν τον βασικό πληθυσμό της περιοχής και την κύρια πηγή φόρων και στρατεύσιμων για διαδοχικά καθεστώτα Κατοχής: Ρωμαϊκό – Βυζαντινό – Αραβικό – Οθωμανικό – Βρετανικό» αναφέρει σε μελέτη του ο T. Asad. Ο Banfield ονοματοδότησε τον πολιτισμό τους «Ηθική οικογενειοκρατία» και τον αντιδιέστειλε στον πολιτισμό των χωριών της Νότιας Ιταλίας, τα οποία κινούνταν στην «Ηθικά αδιάφορη οικογενειοκρατία».
Το καλλιεργήσιμο έδαφος εκδήλωνε δύο τύπων σύσταση: το «σαχέλ» που αφορούσε στην παράκτια πεδιάδα, και το «τζεμπέλ», που αφορούσε στα λοφώδη σημεία. Τα πλούσια προσχωσιγενή εδάφη εκμεταλλεύονταν οι Εβραίοι αποικιστές. Οι Φελάχοι, αγρότες στην αραβική γλώσσα, και ο όρος συνιστούσε ταξικό προσδιορισμό και κληρονομική απασχόληση με τη γη, είχαν προσηλωμένη συνείδηση στο χωριό όσο κι αν προσπάθησαν μετέπειτα να την επικαλύψουν με την ενστάλαξη της εθνικότητας. Έχτιζαν τα χωριά τους σε υψίπεδα προς αμυντική οχύρωση και ίδρυαν συνοικισμούς στις πεδιάδες, τα «κιρμπέχ» που είχαν εύφορο έδαφος προς καλλιέργεια. Διοικούνταν κυρίως απ’ το Συμβούλιο, στο οποίο «παρακάθονταν αντιπρόσωποι από κάθε Οικογένεια και συμμετείχαν στις διεκπεραιώσεις των υποθέσεων του χωριού. Οι αξιωματικοί του χωριού ήταν ο Ιμάμης=ιεροκήρυκας και ο Μουχτάρ=Διοικητής, άμισθοι και οι δύο, κάτι που ενθάρρυνε την ανάληψη ευθύνης από ηθικής απόψεως επειδή προσέδιδε γόητρο αλτρουισμού αλλά αποθάρρυνε από οικονομικής απόψεως επειδή ο φέρων τον τίτλο όφειλε να προσφέρει όλα όσα είχε στην κοινότητα. Δεν υπήρχε ανισότητα παρά μικρή κι αυτή προερχόταν απ’ το γεγονός αν μία οικογένεια είχε περισσότερα μέλη, ώστε να εργάζονται περισσότερο. Υπήρχαν δύο Μουχτάρ, ένας απ’ τη Δυτική συνοικία – ένας απ’ την Ανατολική συνοικία, οι οποίοι εκλέγονταν απευθείας απ’ τους αγρότες. Μορφώνονταν ελάχιστα και πολύ αργά κατανόησαν πως ήταν απαραίτητη η πρόσβασή τους στη γνώση, ώστε να μην διαρραγεί η πολιτισμική – κοινωνική συνοχή τους.» όπως αναφέρει αυθεντική ιστορική μαρτυρία απ’ τα πρακτικά των κατοίκων που σώζονται. Τα χωριά δεν περιτειχίζονταν, «η αόρατη άμυνά τους ήταν η μαχητικότητά τους», καθώς ισχυρίζεται η Rosemary Sayigh, η οποία διεξήγαγε πολυετή έρευνα σχετικά με τη δομή της Κοινωνίας των Παλαιστινιακών χωριών. Η νομή του εδάφους στους κατοίκους του χωριού γινόταν με τη μορφή της «Μάσα», δεν υπήρχε ιδιοκτησία αλλά η κοινοτική γη αναδιανεμόταν περιοδικά, ώστε να έχουν όλοι ίση πρόσβαση στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις – στα βοσκοτόπια – στις εκτάσεις συγκέντρωσης ζώων προς εκμετάλλευση των προϊόντων που απέρρεαν απ΄ την εκτροφή τους μαλλί-γάλα. Η πατρογραμμική σύσταση της Οικογένειας αποτελούσε την παραγωγική και καταναλωτική μονάδα, ο ρόλος της γυναίκας ήταν υποτακτικός στην πατριαρχία και ταυτόχρονα πρωταγωνιστικός στη διαχείριση. Στα χωριά ήταν υποχρεωτική η κοινωνική αλληλεγγύη, που σήμαινε αναδιανομή των αγαθών, και διατηρούταν Συλλογικό Ταμείο, το οποίο χρησιμοποιούταν για ιατρικά έξοδα των κατοίκων ανεξαιρέτως και αργότερα για τη μόρφωση των αρσενικών παιδιών. Δεν έλειπαν οι βεντέτες για λόγους Τιμής και Γοήτρου, αλλά σε σπανιότερη ανίχνευση στα παλαιστινιακά χωριά απ’ όσο στην Υπόλοιπη Ανατολή, όπου η «χαμήσα»=κώδικας εκδίκησης και υπεύθυνη για την πληρωμή της «Ντίγια»=χρήμα ή φόνος ήταν ευρέως διαδεδομένη.
Πέρα απ’ τη συνοχή που παρείχε στους κατοίκους, το χωριό συνιστούσε συμφέρουσα διοικητική μονάδα προς φορολόγηση για τους επικυρίαρχους. Η δυσπραγία των Φελάχων οφειλόταν στην κλιματολογική δυσμένεια – στην ταξική υποτέλεια. Η αστική τάξη, αν και συρρικνωμένη αλλά κυρίως σιωνιστικής καταγωγής, εμφανίζεται ως πρωτουργός στην άλωση της εγχώριας Οικονομίας και μεταφορά της στην Καπιταλιστική πρακτική, με την εκούσια υπαγωγή της στο αποικιοκρατικό σύστημα διεκπεραιωτικής φορολόγησης με το επίπλαστο πρόσημο του σοσιαλιστικού τύπου.
Καμία κυριαρχία δεν προσπάθησε να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά τους, φιλοξενία – γενναιοδωρία – τήρηση του Λόγου – αφοσίωση στον σεβασμό των Αρχών τους – την πίστη στην ομαδική προσπάθεια. Κατά την Οθωμανική δυνάστευση διαπιστώνεται μεγαλύτερη ευελιξία λόγω κυρίως έλλειψης τοπικής γαιοκτημονικής αριστοκρατίας, η εσωτερική κοινωνικο-οικονομική διαφοροποίηση ήταν ελάχιστη ως σπάνια, το κάθε χωριό αντιπροσώπευε «μία οικογένεια από οικογένειες», όπως αναφέρει ημερολογιακό αρχείο αγνώστου. Οι Οθωμανοί διενεργούσαν ετήσιους ελέγχους-πλειστηριασμούς προς εκμίσθωση των φόρων σε πλειοδότες, οι οποίοι ήταν αστοί έμποροι, σε χρήμα απ’ τις συναλλαγές, οι οποίες εμφανίζονταν ελάχιστες, αφού το κάθε χωριό προέτασσε την αυτάρκειά του και όχι την εμπορευματοποίηση των παραγόμενων αγαθών και σε ανδρικό πληθυσμό προς εφοδιασμό του τούρκικου στρατού. Η οθωμανική καταπίεση κρινόταν σποραδική.
(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)
Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21