Οδοιπορικό στα ματωμένα χώματα της Παλαιστίνης…

Οδοιπορικό στα ματωμένα χώματα της Παλαιστίνης…

Τα στέκια αντιστασιακών ομάδων, λεγόμενες «Νασάτ» άρχισαν τη λειτουργία τους με σκοπό την απαγκίστρωση απ’ τη μοιρολατρία-παθητικότητα των γονιών-παππούδων. Υπήρχε κάποιος υποτυπώδης οπλισμός, πράγμα που γοήτευε τη νεολαία, και η σύνδεση με τους Ηγέτες του Π.Α.Κ παγίωνε το κύρος του επαναστατικού αγώνα. Ωστόσο διαπιστώνεται κατακερματισμός μέσα στους κόλπους του Αντιστασιακού Κινήματος. Μετά το 1969, έτος-ορόσημο της απελευθέρωσης των στρατοπέδων, η παρουσία των οργανώσεων στις δομές διαμονής των Φελάχων γίνεται εντονότερη. Δεν περιορίζεται ωστόσο στον αυτόνομο χαρακτήρα της, εμφανίζονται ομάδες αντιστασιακού τύπου, οι οποίες συνιστούν στην ουσία βραχίονες των Αραβικών Κυβερνήσεων, όπως η Σαΐκα, η οποία υποστηρίζεται απ΄ το Μπάαθ της Συρίας -δεν διέθετε προγράμματα μαζικής κινητοποίησης-επικεντρωνόταν στη στρατολόγηση μελών Παλαιστινιακής καταγωγής στο συριακό έδαφος, ή το Α.Α.Μ, το οποίο υποστηριζόταν απ’ το Μπάαθ του Ιράκ με ανάλογες προοπτικές. Οι επιπτώσεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ομάδες συρρικνώνονταν στον υπερτονισμό Ιδεολογικών αποκλίσεων, οι οποίες εστίαζαν σε θεωρητικό πλαίσιο και όχι τόσο στα απτά προβλήματα του ξεριζωμού και της πραγματικής ανέχειας-αποκλεισμού. Η μετανάστευση δήλωνε μία δίαυλο διαφυγής αλλά η πλειονότητα δεν την αποφάσιζε όχι με γνώμονα την πάλη-διεκδίκηση των εδαφών αλλά τη στέρηση των ούτως ή άλλως επισφαλών δικαιωμάτων που τους αναγνώριζε το U.N.R.W.A

Ο συνωστισμός -η έλλειψη καταφυγίων και πηγαδιών για νερό πόσιμο- ο υποσιτισμός συνέχιζαν να ταλανίζουν τις μάζες αλλά ως χειρότερο πρόβλημα αναδυόταν η Υγεία, τα κονδύλια για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη προερχόμενα από το U.N.R.W.A δεν επαρκούσαν ούτε στο ελάχιστο, αφού για περίπου 16.000 ανθρώπους δεχόταν μόνο ένας γιατρός να προσφέρει την κατάρτισή του. Η «Φατάχ» προχώρησε στην ίδρυση μιας υγειονομικής Υπηρεσίας, Χιλάλ αλ-Αχμάρ=Ερυθρά Ημισέληνος, η οποία αφ’ ενός κάλεσε γιατρούς απ’ τα αστικά στρώματα ως εθελοντές, ελάχιστοι ωστόσο ανταποκρίθηκαν και αφ’ ετέρου δέχτηκε δριμεία επίθεση απ΄ την Αριστερή Διανόηση, η οποία πρέσβευε την απεμπόληση των τυπικών προσόντων εξειδίκευσης. Παρεπομένως στο δια ταύτα οι υγειονομικές υπηρεσίες συρρικνώνονταν όλο και περισσότερο. Στο μείζον θέμα της Εκπαίδευσης παραγκωνίζονταν η πολιτική συνείδηση και η κάθε προσπάθεια κρινόταν εν τέλει σποραδική με προσωρινές λύσεις. Εθελοντές Δάσκαλοι προσελκύονταν μόνο στα στρατόπεδα κοντά στα αστικά κέντρα. Σε όλες τις κινήσεις ενεργό ρόλο εμφανίζεται να παίζει η «Σαμέντ», η οποία φορά τον μανδύα ανεξάρτητης Οικονομίας αλλά στην ουσία συνιστά ένα μόρφωμα καπιταλιστικής-χρηματοπιστωτικής επιχείρησης και λαϊκίστικης οργάνωσης της εργασίας, κάτι ανάλογο με τα συνδικαλιστικά όργανα ανά τον Πλανήτη. Δημιούργησε 27 εργαστήρια και απασχολούσε 2.400 εργάτες, εκ των οποίων πάνω απ’ το μισό του Δυναμικού αποτελούταν από γυναίκες. Αναλαμβάνουν την ποίηση των φορεσιών των Φενταγήν – εκδίδουν κάποια ενημερωτικά περιοδικά – κατασκευάζουν παιχνίδια…

Το Αντιστασιακό Κίνημα ταυτίστηκε με τις μάζες διαμέσου μίας συγκινησιακής φόρτισης, κάτι που δεν μεταφράστηκε όμως απόλυτα σε οργανωτική ένταξη. Μετά την Επανάσταση του 1965 η Ηγεσία δέχτηκε κατηγορίες πως βλέπει τα στρατόπεδα ως «εργοστάσια παραγωγής ανθρώπων για την Επανάσταση» αλλά δεν ενσωματώνει στον πυρήνα του το ανθρώπινο δυναμικό και αυτό αποτυπωνόταν στο γεγονός πως στα στρατόπεδα εγκαθίσταντο αντιπροσωπείες και ποτέ αρχηγεία. Οι εστίες συγκέντρωσης των στελεχών είχαν τη βάση τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, Δαμασκός – Αμμάν – Βηρυτός. Αυτό ωστόσο δήλωνε μία παραχώρηση εκ μέρους του ένοπλου αγώνα στη διπλωματική-ενημερωτική δραστηριότητα, την οποία αναλάμβαναν αστοί κυρίως τη στιγμή που οι μάζες επιβαρύνονταν με την ένοπλη δράση. Αυτού του είδους η δυσαρμονία εγείρει ερωτηματικά σχετικά με την τροφοδότηση-πολιτικοποίηση των Παλαιστινίων για να απαντηθούν από τους ίδιους, αφού «Ακόμη κι αν δεν έχω καμμία δύναμη, κανέναν αρχηγό για να με οδηγήσει στον ξεσηκωμό, έχω ένα άλλον οδηγό, που είναι η καταπίεση και η υποταγή. Η καταπίεση γεννάει μέσα στο ανθρώπινο πλάσμα τις μεθόδους και την ιδεολογία που χρειάζεται για να προετοιμάσει τον δρόμο της αντίστασης ενάντια στους καταπιεστές» όπως διατείνεται ανώνυμος στο Ημερολόγιο. Ο S. Franjieh, Λιβανέζος Μαρξιστής, επισημαίνει το 1972 πως «τα στρατόπεδα δεν είναι εστίες επαναστατικής ιδεολογίας, όπως οι βάσεις στη Νότια Υεμένη και στη Σαχάρα αλλά δεν είναι ούτε χώροι καθαρά αγροτικού συντηρητισμού». Μελετώντας εμβριθώς παρατηρείται πως ο αγροτικός συντηρητισμός παρεμφαίνει μία μορφή επαναστατικότητας, επειδή δεν διαβρώνεται από τις νέες μεθόδους, που επιθυμεί να επιβάλει ο Ιμπεριαλισμός, αλλά εμμένει στα προϋπάρχοντα στοιχεία συλλογικότητας και εξισωτισμού, δράση ικανή να ανοίγει διαύλους αντίρροπων δυνάμεων. Ο Φαουάζ Τουρκί αναλύει κι άλλους σημαντικούς τρόπους επαναστατικής δράσης μετά το 1970: άρνηση συμμόρφωσης στα προστάγματα των «Ήντ – γιορτές θρησκευτικής χροιάς» – άρνηση των νέων συνεχίσουν την αγροτική εργασία ως οικονομικό μέλλον της οικογένειας και ενσωμάτωσή τους στο Αντιστασιακό Κίνημα – η Γυναίκα αρχίζει να αποδεσμεύει τις αποφάσεις της από την οικογένεια με την πρόσβασή της στην αλληλέγγυα δράση του Αγώνα – ο μαθητής δεν ενστερνίζεται την απόλυτη υπακοή στον δάσκαλο αλλά εκφράζει απερίφραστα την γνώμη του. Όλα αυτά κλονίζουν την Πατριαρχική δομή γενικότερα και προλειαίνουν το έδαφος για τα πολιτικά καθήκοντα ενάντια στην καταπίεση.

Σε αναδρομικό πλαίσιο ενώ στην Αίγυπτο πεθαίνει ο Νάσερ το 1970 και τον διαδέχεται ο Σαντάτ, η Ιορδανία επιτίθεται στους Παλαιστινιακούς καταυλισμούς με σκοπό να ποδηγετήσει τις δράσεις του Παλαιστινιακού Αντιστασιακού Κινήματος. Παρ’ όλο που ο Αραφάτ θέλησε να συγκρατήσει τις παλαιστινιακές εκρήξεις θυμού κι ενώ οι «Φενταγίν» είχαν μεταφέρει τα αρχηγεία τους σε ιορδανικό έδαφος και οι Σιωνιστές είχαν υφαρπάξει τα εδάφη της Δυτικής Όχθης, ο βασιλιάς Χουσεΐν υπό το βάρος της πλειονότητας των προσφύγων που κατευθύνθηκαν στην Ιορδανία και της διπλής προσπάθειας δολοφονίας του απ’ τους «Φενταγίν» συνθηκολόγησε με το Ισραήλ. Οι πρόσφυγες περνούν στον Λίβανο, όπου παρατηρείται ένταση μεταξύ Μαχητών «Φενταγήν» και Χριστιανών. Το 1972 το Ιράκ προχωρεί σε εθνικοποίηση της Ιρακινής Εταιρείας Πετρελαίου αποκλείοντας τα συμφέροντα των Γαλλικών Εταιρειών. Το 1973 η Αίγυπτος εισβάλλει στη Ανατολική Όχθη της Διώρυγας του Σουέζ, σημειώνονται πολλοί θάνατοι στη χερσόνησο του Σινά. Ευρώπη και ΗΠΑ στέκουν αρωγοί στο Ισραήλ αναλαμβάνοντας τον ανεφοδιασμό του. Ο Χένρι Κίσινγκερ ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ διαμεσολαβεί, ώστε να υπογραφούν οι Συμφωνίες του 1974 και 1975, κατά τις οποίες υποχρεούται το Ισραήλ σε αποχώρηση απ’ τη Διώρυγα του Σουέζ. Το 1978 ωστόσο υπογράφεται η Συμφωνία Καμπ Ντέιβιντ, σύμφωνα με την οποία ανοίγει δίαυλο πρόσδεσης της Αιγύπτου στο Αμερικανό-Ισραηλινό άρμα και ο Αραφάτ, επικεφαλής της Οργάνωσης Απελευθέρωσης για την Παλαιστίνη καταγγέλλει τον Αιγύπτιο Ιθύνοντα για ανταλλαγή. Παράλληλα στον Λίβανο η κατάσταση μεταξύ Μαρωνιτών Πολιτοφυλάκων και Παλαιστίνιων προσφύγων εντείνεται, ώστε τα Συριακά στρατεύματα να εφορμήσουν στο Λιβανέζικο έδαφος με σκοπό τον συμβιβασμό. Στην ευρύτερη περιοχή και συγκεκριμένα το 1979 ο Σάχης ανατρέπεται με παρεπόμενο την ανάρρηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ενώ το Ιράκ υποδέχεται στον θώκο τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ιράν και Ιράκ εμπλέκονται σε οκταετή Πόλεμο, οι ΗΠΑ προσεταιρίζονται το Ιράκ, στο οποίο πωλούν σημαντικό αριθμό ελικοπτέρων – δίνουν αφειδώς δάνεια και πληροφορίες για τον Ιρανικό Στρατό – το αποδεσμεύουν απ’ τη ρετσινιά της «τρομοκρατικής» Χώρας.

Μετά από όλες αυτές τις κακουχίες στην ευρύτερη περιοχή και με την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, κατά την οποία διαπιστώνονται εκτεταμένα βασανιστήρια από τους Σιωνιστές, το 1982 αναδύεται το κίνημα της «Χεσμπολάχ», η οποία συσπείρωσε γύρω της πολλές αντιστασιακές συνιστώσες μίας οργάνωσης, η οποία δηλώνει ισλαμιστική αλλά ανεκτική σε αλλόδοξους, με την εισβολή των Ισραηλινών στον Λίβανο αρκετοί Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συστρατεύτηκαν και βασάνισαν μαζί με τους κατακτητές αλλά δεν υπήρξαν αντίποινα απ’ τη «Χεσμπολάχ». Η οργάνωση έχει κατηγορηθεί πως καθοδηγείται από τη Συρία ή το Ιράν αλλά στην ουσία εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των Σιιτών παρ’ όλο που η κύρια πηγή χρηματοδότησής της είναι το Ιράν. Η «Χεσμπολάχ» αντίκειται στις ηγεσίες των Αραβικών Καθεστώτων, οι οποίες επαφίενται στην ευρωστία της Αστικής τάξης, και στην Αλ Κάιντα, την οποία θεωρεί ακροδεξιό Ισλαμισμό. Διαφαίνεται ένα τριγωνικό τόξο συμμαχίας ανάμεσα στη «Χεσμπολάχ» και στις Κυβερνήσεις Συρίας-Ιράν, κάτι που χρησιμοποίησε ως πρόσχημα η κολεγιά ΗΠΑ-Ισραήλ για τις επιθέσεις στις προαναφερθείσες χώρες.

 

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21

Leave a Reply