Ο Μονόλογος της Εύας

Ο Μονόλογος της Εύας

Βιβλία-σημειωματάρια-εγχειρίδια.
Τι ανούσιος διαχωρισμός!
Όλα τετράδια είναι που σκούζουν,
Την εξιδανικευμένη τους περιγραφή.
Κάπου Ξεχάστηκα…

 

Το όνομά μου είναι Εύα,
Εδώ και αιώνες∙
Του Παπαδιαμάντη η Φόνισσα μα των Εραστών η Lady Chatterley,
Και πάντα Αποθηριωμένη στο νάυλον της Αλήθειας∙
Αυτή η Αλήθεια που με κρίνει, με ταξινομεί, με καθορίζει∙
Καθώς λάφυρο Πολέμου σε κάθε εποχή.
Αυτή η Αλήθεια που δικαιολογεί την Εξουσία,
Και δίνει στα μωρά την κρέμα με το κουταλάκι∙
Ένα ρεφρέν η Οροφή που ανακυκλώνει τις γωνίες,
Σαν άσωτος που πιπιλάει τις Φρίκες μου μεθοδικά∙
Συνήγοροι γύρω απ’ το Παρατηρητήριο και Σωφρονιστές,
Με τις γιγαντωμένες Φωνές και τα επιπόλαια Χέρια∙
Πυργώνουν ολόγυρα τα Τείχη και καμιά σημασία η ονομασία,
Της Ντροπής-Των Δακρύων-Του Αίσχους∙
Σ’ εκείνη της Ανθρωπότητας την Εκστρατεία.
Αιώνες πέρασαν κι Εγώ εδώ!
Δίχως ιδεολογικό τσαντήρι ανειδίκευτη,
Ανασαίνω Όλα, όσα βρίσκω Σκούρα∙
Καίω την ιδια τη συγκομιδή μου γιορτάζοντας την Ημέρα γέννησής μου,
Χρηματοδοτούν την «Εκπαιδευτική Αποστολή» μου Πιστωτικά Ιδρύματα∙
Έρχομαι πάντα συστημένη από «Πειρατές» και το «Μονόπώλιό» μου,
Εκτείνεται πιο πέρα απ’ τη συνηθισμένη σημασία της Λέξης∙
Συνεταιρίζομαι τη Ματαιοπονία και τα Όργανα σώρρευσης κεφαλαίων της∙
Εφοδιασμένη με «ταυτότητες» προορίζομαι για «παροχές Υπηρεσιών»,
Τα ειδικά καρτελάκια καρφιτσωμένα στο Στήθος∙
Ομολογούν τις παγανιστικές μου συνήθειες.
Βασική γεννήτορας της σακατευτικής θεσμοποίησης,
Βάζω πλώρη για τους Τυφώνες με τη Νύχτα καρφωμένη στα σωθικά∙
Είμαι Επιβάτης και οι βαδιστικές μου ώρες ανεξάντλητες,
Μαζεύουν αναμμένα κεριά κάτω απ’ τη Γλώσσα∙
Ταχυδρομώ το λερωμένο μου εσώρουχο στον οικονομικό μετανάστη,
Να τ’ ακουμπά στην κοιλιά του και ν’ αυνανίζεται∙
Καθώς υποφέρει το ιστορικό βεληνεκές.
Εν τέλει δεν ξέρω αν,
Αν θα μετατρέψω την απόλυτη αποκέντρωση σε Αρχή∙
Ή αν θα μείνω στο Σπίτι…

 

Μη με κοιτάς κι Έλεος πια δεν έχω!
Βαρέθηκα τους Βαρβάρους καθημερινά ν’ αναμένω.
Ζυμωμένη από Αίμα κι Αλάτι γιορτάζω σε Τόπους Φυγής,
Αλεσμένη με Χώμα και Σπέρμα σαγηνεύω το γόνιμο Θηρίο∙
Ραμμένη από κλωστές και πετσιά κερδίζω του Κτήνους το feeling.
Σου προξενούν Αηδία, Φόβο ή Συγκίνηση τα Λόγια μου,
Σου στερούν τον Ήλιο τον νοητό της Δικαιοσύνης∙
Που όλες τις χώρες αλησμόνησε,
Παρ’ όλα του Ποιητή τα παρακάλια∙
Γονυπετής π’ ικέτευε το δοξαστικό της μυρσίνης.
Η εξουσία δεν καταργείται, το γνωρίζω,
Μ’ αυτό γιατί να σημαίνει∙
Πως τις ανάξιες θα καταφάσκουμε.

 

Νυχτώνει και κάπου Ξεχάστηκα…
Κι αυτό που πιο πολύ φοβόμουν,
Δεν ήταν μην γίνω Ποιητής!
Ήταν η «ευγένεια» προς αποφυγή ιεροσυλίας,
Που σφήνωνε σαν βρισιά στα δόντια∙
Ήταν των ερευνητών το «απρόοπτον»,
Που επώαζε ρατσισμούς στα τυπικά προσόντα∙
Ήταν οι «σοδειές» των διοδίων,
Που τους υποτελείς φυλάκιζαν σ’ ακούσιες θυσίες∙
Ήταν των νεόπλουτων οι «συντεχνίες»,
Που άφηναν ποδοβολητά στην άκρη της πείνας∙
Ήταν οι «ενδοιασμοί» προς δραπέτευση,
Που γέμιζαν με σούρουπο τα παραθύρια∙
Ήταν του χαφιεδισμού τα «δακρυγόνα»,
Που έσπαγαν πλάκα πάνω στον εξευτελισμό∙
Ήταν των εθνικοφρόνων η «αδιαφορία»,
Που έτσουζε πιότερο τις διαπιστώσεις∙
Ήταν οι «πάγκοι» στα σπλάχνα της ανατροφής,
Που ομήρους τακτοποιούσαν οι ρουφιάνοι.

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5

  1. Ο/Η Παναγης Αντωνοπουλος λέει:

    Την ευμένεια μου !! Εξαιρετική πένα !!!! Καταξίωση επιβεβλημένη !!!!!!

Leave a Reply