Καυχιέσαι πως με Γνωρίζεις!
Πόση αστειότητα στης Πλάνης τα συρτάρια!
Η Οροφή αποσύρεται,
Σαρκοβόρο το Σύμπαν αποδεκατίζει τις γωνίες∙
Βάζω τα σωθικά μου στο πιάτο του Hannibal,
Και ανοίγω Σαμπάνια.
Νυχτώνει και κάπου Ξεχάστηκα…
(Ακούστε την απαγγελία)
Το όνομά μου είναι Εύα,
Εδώ και αιώνες∙
Του Εωσφόρου ερωμένη μα σύζυγος του Αδάμ,
Και πάντα Ανυπόταχτη στης Αλήθειας την παραγωγή.
Αιώνες πέρασαν κι Εγώ εδώ!
Κλειδωμένη στις δισκοθήκες χωρίς έλεος για εντελέχειες,
Μόνο κάρτες τραπεζικές στην τσέπη μου∙
Εγκλωβισμένη στην έπαρση μιας Τυχαιότητας,
Ερωτευμένη μ’ ένα ξόανο που μου μοιάζει∙
Στον Ήλιο να μην έχω μοίρα κι αντί για στέγαση,
Με φράκο να σερβίρω τους κηφήνες∙
Και με βρακί να υποδέχομαι κατεβασμένο,
Τη Deutsche Bank και τη Shell∙
Εφορευτική εις τας κάλπας επιτροπή.
Πονάω σου λέω!
Κάθε αυγή τα βρέφη στην βάρκα,
Αυτά που σπέρνονται σ’ όλα του Ορίζοντα τα σημεία∙
Κι ύστερα σε μονόλογο κάτω απ’ το ανοιχτό γαλάζιο,
Με το τουφέκι στις παρατάξεις να μονάζουν∙
Πόσες προτροπές απ’ τη Μάνα γι’ αντρειοσύνη,
Κι Εγώ γονατιστή στα τέσσερα∙
Αναθεματισμούς να εκστομίζω ενάντια του θανάτου.
Και οι γενιές του Prozac ν’ ανατέμνουν τον λαϊκισμό,
Με το χάπι της ευτυχίας στο προσκεφάλι∙
Την ήβη να υποβαστάζουν του τζίρου.
Μη με κλοτσάς!
Γιατί μετά η ησυχία παράξενα θα βασιλεύει,
Κι οι δεκαετίες ανείπωτα θα σέρνουν∙
Όλο τους το σκοτάδι σ’ άρρητη χλεύη.
Όλοι οι εχθροί άφαντοι θα ‘ναι,
Έκπτωτοι οι θεοί σε χιονισμένη στέπα∙
Και κανένας δεν θα ομολογεί.
Τίποτα δεν τελειώνει, μα όλα παύουν.
Τίποτα δεν ανασαίνει, μα όλα πονούν.
Όλα φλυαρούν, μα Τίποτα δεν μιλά.
Όλα τραγουδούν, μα Τίποτα δεν μελωδεί.
Πόσες στιγμές να χρειάζονται,
Για να νιώσουν οι άνθρωποι «άξιο» συναίσθημα…
Την ευμένεια μου !! Εξαιρετική πένα !!!! Καταξίωση επιβεβλημένη !!!!!!