Μονάχα εγώ την τελευταία ημέρα θα το ακούσω να δύει για πάντα εκείνο το μικρό λυπημένο σου Ποίημα.
(Ακούστε την απαγγελία)
Τότε συνέβησαν δυο υπερφυσικά γεγονότα.
Το πρώτο έγινε σε μια εξοχή της Βοιωτίας. Ο καιρός ήταν βροχερός και ξαφνικά είδα επάνω σ’ έναν χαμηλό λόφο. Η μορφή του σκοτεινή όπως η γη ένας άνθρωπος όρθιος κι ασάλευτος. Στραμμένος προς εμένα ένας κουρασμένος άγνωστος πολεμιστής. Ντυμένος με μυθική μαύρη σιδερένια στολή φαινόταν τεράστιος. Αλλά ήταν εκεί για μένα κι αισθάνθηκα πως εγώ ήμουν η αιτία που ήταν πολεμιστής. Ξαφνικά σήκωσέ το πρόσωπό του προς τον ουρανό κι ούρλιαξε με μια φωνή που δεν ήταν ανθρώπινη. Ύστερα λύγισε απότομα στα δυο υποφέροντας από τρομερό πόνο. Ξεκίνησα να πάω προς το μέρος του. Έφτασα εκεί με αγωνία κλαίοντας από την ταραχή. Εκεί αντίκρισα ένα θέαμα αποτρόπαιο. Ένα σκοτωμένο πελώριο αγριογούρουνο κειτόταν εκεί όπου στεκόταν ο ουράνιος πολεμιστής. Μαύρες χοντρές τρίχες σκέπαζαν το άψυχο σώμα του. Από κάπου κοντά ακούγονταν οξείες οιμωγές μικρών γουρουνιών που ήταν τα παιδιά του.
Πάνω από το νεκρό ζώο έσκυβαν τρεις άθλιοι άνθρωποι.
Έμοιαζαν με παλιούς Έλληνες. Ντυμένοι με φαρδιές γκρίζες καμπαρτίνες που φορούσαν οι μικροαστοί του πενήντα. Μονάχα ο τρίτος ήταν τυλιγμένος με μια τριμμένη στρατιωτική κουβέρτα με φθαρμένα γράμματα κεντημένα καλλιγραφικά ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ.
Οι άλλοι δυο είχαν σφιχτά δεμένη την ζώνη της καμπαρτίνας τους. Φορούσαν βρώμικα άσπρα πουκάμισα και πλεχτές νάιλον μαύρες γραβάτες. Θύμιζαν τους πεινασμένους Έλληνες δημόσιους υπάλληλους μετά την Κατοχή. Αλλά καταγίνονταν με έργα φριχτά.
Ο ένας με το δείχτη του προσπαθούσε να ξεριζώσει τα θολά μάτια του ζώου. Έμπηγε το δάχτυλο του μέσα στην κόγχη και το στριφογύριζε κυκλικά για να ξεκολλήσει τον βολβό με το νύχι του.
Ο άλλος έχωνε τα χέρια του μέσα στο μαχαιρωμένο ανοιγμένο κουφάρι. Τραβούσε την καρδιά και με τα δυο χέρια. Έσπαγε τεντώνοντας με δύναμη τις ασημένιες αορτές σα να κλάδευε απόκοβε την καρδιά από λασπωμένους με αίμα θάμνους.
Ο τρίτος με την στρατιωτική κουβέρτα είχε κολλήσει το στόμα του στο μισάνοιχτο στόμα του ζώου. Σα να το φιλούσε και κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του για να πάρει αναπνοή και πάλι ξανάσκυβε κι έγλειφε και φιλούσε το αποκρουστικό ρύγχος και κατάπινε τα πηχτά ματωμένα σάλια.
Το άλλο υπερφυσικό γεγονός ήταν ο ερχομός της Κυβέλης. Αλλά δεν ήταν φυσικός ερχομός. Η Κυβέλη είχε οριστικά εγκαταλείψει την Ελλάδα. Είχε παντρευτεί πριν δεκαοκτώ χρόνια έναν ξένο τον Yannic Kerjean. Δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πια στην Ελλάδα. Όμως ξαφνικά την είδα ξυπνώντας. Καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και ενώ ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι η δικιά μου Κυβέλη και παρόλο που καταλάβαινα πως δεν ήταν όνειρό μου ή μια παραίσθησή μου. Ήταν αυτή η ίδια ζωντανή. Η πραγματικότητα του απρόοπτου ερχομού της δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα της ισόβιας αυτοεξορίας της, της ορκισμένης απουσίας της. Ούτε ένα γράμμα δεν έχουμε ανταλλάξει. Μένει μόνιμα στο χωριό Henvic της Βρετάννης είναι η πατρίδα του Kerjean. Το σπίτι τους είναι ένα μεγάλο διώροφο πρεσβυτέριο και ονομάζεται Ty Croas σπίτι του σταυρού. Επειδή έξω από την πόρτα του κήπου υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός από γρανίτη. Ο θείος του Yannic ήταν chanoine. Δεν έκαναν παιδιά. Η μητέρα Ευρυδίκη δεν ήθελε αυτόν το γάμο. Έπεσε να πεθάνει. Ολοφυρόταν τις νύχτες και καταριόταν τον Yannic. Αυτόν τον ξένο και για τη μητέρα Ευρυδίκη όποιος δεν ήταν Έλληνας ήταν κακός και ανάξιος. Ήξερε όπως κι εγώ το ήξερα πως ποτέ δεν θα ξαναγυρνούσε.
Όμως εγώ την έπεισα με τα καλά μου όνειρα τα λαμπερά προαισθήματα που τάχα είχα.
Γιατί η μητέρα Ευρυδίκη πίστευε στους πειραματισμούς. Στο τέλος υποτάχθηκε ότι αυτή ήταν η μοίρα της ακριβής της κόρης και τίποτε δεν θα την άλλαζε. Όταν την παρηγόρησα ότι εγώ θα την ξαναέφερνα πίσω αν την αποζητούσε. Η μητέρα Ευρυδίκη με κοίταξε με μίσος μου είπε δεν ξέρω γιατί. Αλλά αισθάνομαι ότι εσύ φταις για όλα. Για όλα! όσα μας έτυχαν,///// για ό,τι μας μέλλεται ακόμα. Μακάρι εσύ να έφευγες και να μην ξαναγυρνούσες. Μακάρι εσύ να πέθαινες αντί για την Κυβέλη. Γιατί η Κυβέλη πέθανε πια για μένα κι ούτε και πεθαμένη δεν θα την ξαναδώ. Είχε δει ότι εγώ ήθελα να φύγει για πάντα η Κυβέλη να μην την ξαναδώ ποτέ. Επειδή η Κυβέλη με λάτρευε και με προστάτευε όσο κανείς στον κόσμο.
Η ουσία της ποίησης του ποιητή: να λυπάσαι τους φόβους σου που κλαιν όλη τη νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται απ’ το κλάμα τους.
Να λυπάσαι τους φόβους σου, που κλαιν όλη τη νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται απ’ το κλάμα τους.