Μά αυτή ή βασική άντίφαση συνοδεύεται άναπόφευκτα άπό πλήθος άλλες μιά καΐ ισχυρίζεται κανείς πώς θέλει νά μείνει στο παράλογο, άδιαφορώντας γιά τον άληθινό του χαραχτήρα, σύμφωνα μέ τον οποΐο είναι μιά βιωμένη μεταβατικότητα, ένα σημείο άφετηρίας, το ισοδύναμο στον τομέα της ύπαρξης της μεθοδικής άμφιβολίας του Ντεκάρτ. Τό παράλογο είναι αύτό καθαυτό άντίφαση.
Και είναι μιά άντίφαση ώς πρός το περιεχόμενό του γιατί αποκλείει τις κρίσεις άξιων θέλοντας νά διατηρήσει τή ‘ζωή, ένώ ή ζωή είναι αυτή καθαυτή μια κρίση άξίας. Όταν άνασαίνεις είναι σαν νά κρίνεις. Είναι οπωσδήποτε ψέμα νά ποϋμε δτι ή ζωή είναι μιά συνεχής εκλογή. Άλλά είναι άλήθεια δτι δέν μπορούμε νά φανταστούμε τή ζωή στερημένη από κάθε έκλογή. Απ ‘ αύτή τήν τόσο άπλή άποψη, ή παράλογη θέση στήν πράξη είναι αδιανόητη. Και είναι άδιανότητη άκόμα καΐ στήν έκφραση της. Κάθε φιλοσοφία του άσήμαντου ζει μέσα σέ μιά άντίφαση από τό γεγονός καΐ μόνο πώς εκφράζεται. Γιατί δίνει ενα μίνιμουμ συνοχής στήν ασυναρτησία, εισάγει τή συνέπεια σ’ αύτό πού σύμφωνα μέ τά λεγόμενά της δέν εχει συνέπεια. Ή ομιλία διορθώνει. Ή μόνη σωστή στάση πού θέλει νά στηρίζεται πάνω στό ασήμαντο θά ήταν ή σιωπή, αν ή σιωπή δέν είχε κάποιο νόημα. Ό τέλειος παραλογισμός προσπαθεί νά είναι βουβός. ‘Όταν μιλάει αύτό γίνεται άπό αύταρέσκεια ή γιατί αισθάνεται τήν προσωρινότητά του. Αύτή ή αύταρέσκεια, ή αύτοέγκριση δείχνει τόν βαθιά διφορούμενο χαραχτήρα της παράλογης στάσης. Τό παράλογο πού ισχυρίζεται ότι έκφράζει τον άνθρωπο μέσα στή μοναξιά του τόν κάνει νά ζει μέ κάποιο τρόπο μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Ό άρχικός διχασμός κινδυνεύει τότε να γίνει άνετος κι εύχάριστος. Ή πληγή πού ξύνουμε μέ τόση φροντίδα στδ τέλος δίνει ηδονή.
Δέ λείπουν κι οι μεγάλοι τυχοδιώχτες του παράλογου.
Άλλά τελικά το μέγεθός τους μετριέται άπό το πόσο άρνήθηκαν τις χαρές του παράλογου γιά νά κρατήσουν τις άπαιτήσεις του. Καταστρέφουν γιά το πιο πολύ κι όχι γιά το πιο λίγο. «Εχθροί μου είναι έκεινοι, λέει ο Νίτσε, πού επιδιώκουν την άνατροπή κι δχι ν’ αύτοδημιουργηθοΰν οί ϊδιοι». Και το παράλογο άνατρέπει άλλά προσπαθώντας νά δημιουργήσει. Εξυμνεί τη χρηστότητα μαστιγώνοντας τούς φιλήδονους μέ τή «γουρουνίσια όψη». Γιά νά ξεφύγει άπό την αύταρέσκεια ο παράλογος συλλογισμός καταφεύγει στήν άρνηση. Αρνιέται το διασκορπισμό καΐ καταλήγει σέ μιά αύθάίρετη άπογύμνωση, σέ μιά πολιτική σιωπής, στήν παράδοξη άσκητεία της έξέγερσης. Ό Ρεμπώ τραγουδώντας «τ’ ώραιο έγκλημα πού τσαλαβουτάει στή λάσπη του δρόμου» καταφεύγει στο Χαρράρ και το μόνο του παράπονο είναι πώς έκεΐ ζει χωρίς οίκογένεια. Ή ζωή ήταν γιά κεϊνον «μιά φάρσα οργανωμένη άπ’ όλους μαζί». Άλλά τήν ώρα του θανάτου, νά πού φωνάζει στήν άδερφή του: «θά ταφώ κάτω άπό τή γη και σύ θά περπατάς στον ήλιο!»
Το παράλογο λοιπόν, θεωρούμενο σάν κανόνας τής ζωής, είναι άντιφατικό. Γι’ αύτό δέν πρέπει ν’ άπορουμε πού δέ μας δίνει τις άξίες πού θ’ άποφάσιζαν άντί γιά μάς σχετικά με τή νομιμότητα του έγκλήματος. Άλλωστε δέν είναι δυνατό νά στηρίξουμε μιά στάση πάνω σέ μιά προνομιούχα συγκίνηση. Το αίσθημα του παράλογου είναι ένα αίσθημα σάν όλα τ’ άλλα. Το ότι έδωσε το χρώμα του σέ τόσες σκέψεις καΐ πράξεις άνάμεσα σέ δυο πολέμους άποδείχνει μόνο τη δύναμη και τη νομιμότητά του. Αλλά η ένταση ενός συναισθήματος δεν μπορεί να το κάνει πανανθρώπινο. Ή πλάνη μιας ολόκληρης έποχής ήταν ότι σχημάτισε ή προσπάθησε νά σχηματίσει γενικούς κανόνες δράσης, ξεκινώντας άπό μια άπεγνωσμένη συγκίνηση πού ή έξέλιξή της θα ήταν νά ξεπεράσει τον έαυτό της. Οί μεγάλες λύπες όπως κι οΐ μεγάλες εύτυχίες μπορούν νά βρίσκονται στην άρχή ένός συλλογισμού. Είναι μεσολαβητές. Δέν μπορούμε όμως νά τις ξαναβρούμε καΐ νά τις διατηρήσουμε σ’ όλο τό μάκρος των συλλογισμών. Αν λοιπόν ήταν νόμιμο νά υπολογίζεται ή παράλογη εόαισθησία, νά γίνεται ή διάγνωση ένός κακού όπως τό βρίσκουμε στόν έαυτό μας καΐ στούς άλλους, είναι άδύνατο νά δούμε σέ μιά τέτοια εύαισθησία καΐ στο μηδενισμό πού προυποθέτει τίποτ’ άλλο έκτός άπό ενα σημείο άφετηρίας, τήν έμπειρία μιας κριτικής, τό ισοδύναμο (στόν τομέα της ύπαρξης) της συστηματικής άμφιβολίας. Έπειτα πρέπει νά σπάσουμε τά στέρεα παιχνίδια του καθρέφτη καΐ νά μπούμε μέσα στην άσυγκράτητη κίνηση, όπου τό παράλογο ξεπερνά τόν έαυτό του.
Άφού σπάσει ο καθρέφτης, δέ μένει τίποτα πού νά μπορεί νά χρησιμέψει σάν άπάντηση στά έρωτήματα του αιώνα. Τό παράλογο, όπως κι ή μεθοδική άμφιβολία, άχρήστεψε όλες τις παλιές ιδέες. Μας δδηγεϊ στό άδιέξοδο. Άλλά μπορεί όπως κι ή άμφιβολία, ξαναγυρίζοντας στόν έαυτό του, νά κατευθύνει μιά νέα έρευνα. Τότε ο συλλογισμός συνεχίζεται μέ τόν ίδιο τρόπο. Φωνάζω πώς δέν πιστεύω σέ τίποτα κι ότι όλα είναι παράλογα, άλλά δέν μπορώ ν’ άμφιβάλλω γιά τή φωνή μου καΐ θά πρέπει τουλάχιστο νά πιστεύω στή διαμαρτυρία μου. Ή πρώτη κι ή μοναδική προφάνεια πού μου δίνεται έτσι, στό έσωτερικό τής παράλογης έμπειρίας, είναι ή έξέγερση. Χωρίς καμιά γνώση, άναγκασμένος νά σκοτώσω ή νά δώσω τή συγκατάθεσή μου στό έγκλημα, δέν έχω στά χέρια μου παρά μόνο τούτη τήν προφάνεια ένισχυμένη άκόμα περισσότερο άπό τό σπαραγμό πού αίσθάνομαι. Ή έξέγερση γεννιέται άπό τό θέαμα τής παραφροσύνης μπροστά σέ μιά άδικη κι άκατανόητη κατάσταση. Άλλά ή τυφλή της ορμή διεκδικεί τήν τάξη μέσα στό χάος καΐ τήν ένότητα μέσα στήν ϊδια τήν καρδιά αύτοϋ πού φεύγει καΐ χάνεται. Φωνάζει, άπαιτεί, θέλει νά σταματήσει τό σκάνδαλο καΐ νά γίνει έπιτέλους σταθερό αύτό πού μέχρι τώρα γραφόταν χωρίς άνάπαυλα πάνω στή θάλασσα. Σκοπός της είναι ή άλλαγή. Άλλα άλλαγή σημαίνει δράση κι αύριο δράση θά σημαίνει να σκοτώνεις, ενώ δέν ξέρεις άκόμα άν τό έγκλημα είναι νόμιμο. Γεννά άκριβώς τις πράξεις έκείνες πού της ζητούν νά νομιμοποιήσει. Πρέπει λοιπόν ή έπανάσταση ν’ άντλήσει τα αιτιά της άπ’ τόν έαυτό της άφού δέν μπορεί νά τά έξασφαλίσει άπό πουθενά άλλου. Πρέπει ν’ άποδεχτεϊ κάποιον αύτοέλεγχο γιά νά μάθει πως πρέπει νά φερθεί.
Δυό αιώνες μεταφυσικής ή ιστορικής έπανάστασης προσφέρονται μόνο γιά θεώρηση. Μόνο ένας Ιστορικός θά μποροΰσε νά έκθέσει μέ λεπτομέρειες τις θεωρίες καΐ τά κινήματα πού ξετυλίγονται διαδοχικά σ’ αύτό τό διάστημα. Τό λιγότερο θά πρέπει νά μπορούμε νά βρούμε τήν άκρη κάποιου νήματος. Οί σελίδες πού άκολουθοϋν έπισημαίνουν μόνο μερικά ιστορικά ορόσημα καΐ δίνουν μιά μέθοδο άνάγνωσης. Αύτή ή μέθοδος δέν είναι ή μόνη δυνατή καΐ ούτε πρόκειται νά ξεκαθαρίσει εξάλλου δλα τά προβλήματα. Εξηγεί όμως λίγο – πολύ τήν κατεύθυνση καΐ σχεδόν ολοκληρωτικά τις ύπερβολές της έποχής μας. Ή θαυμαστή ιστορία πού έξετάζουμε είναι ή Ιστορία τής ευρωπαϊκής έπαρσης.
Ή έπανάσταση, πάντως, δέ θά μπορούσε νά μας άποκαλύψει τά αίτια της παρά στό τέρμα μιας έρευνας σχετικά μέ τς ένέργειές της καΐ τς καταχτήσεις της. Μέσα στό έργο της ίσως νά βρίσκεται ο κανόνας δράσης πού τό παράλογο δέν μπόρεσε νά μας δώσει, μιά ένδειξη τουλάχιστο σχετικά μέ τό δικαίωμα ή τό καθήκον του νά σκοτώνεις καΐ τέλος ή έλπίδα μιας δημιουργίας. Ό άνθρωπος είναι τό μόνο πλάσμα πού άρνιέται νά είναι αυτό πού είναι. Τό θέμα είναι νά μάθουμε άν αυτή ή άρνηση δέν μπορεί παρά νά τόν οδηγήσει στήν καταστροφή τών άλλων καΐ του εαυτού του, άν κάθε έπανάσταση πρέπει νά καταλήγει μέ τή δικαίωση του παγκόσμιου μακελλειού ή άν άντίθετα, χωρίς νά καμουφλάρεται πίσω άπό μιά άπίθανη άθωότητα, μπορεί νά άποκαλύφει τήν άρχή μιας εύλογης ένοχής.
-
Το κείμενο αποτελεί την Εισαγωγή από το έργο του Albert Camus, «Επαναστατημένος άνθρωπος», μτφ. Τζούλια Τσακίρη, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Έκδοση Γ’, Αθήνα.
-
Μουσική: Armand Amar – Home Album Soundtrack