Άλλά αύτή ή σκέψη δέ μας δίνει μέχρι στιγμής παρά μόνο μιά έννοια, τήν έννοια του παράλογου. Και τούτη μέ τή σειρά της δε μας οδηγεϊ πουθενά άλλοϋ παρά μόνο σέ μιά άντίφαση σχετικά μέ τή δολοφονία. Τό αίσθημα του παράλογου, όταν ισχυρίζεται κανείς κατά πρώτο ότι θά βγάλει άπ’ αύτό έναν κανόνα δράσης, κάνει τή δολοφονία τό λιγότερο άδιάφορη καί, κατά συνέπεια, δυνατή. ‘ Άν δέν πιστεύουμε σέ τίποτα, άν τίποτα δέν έχει έννοια κι άν δέν μπορούμε νά έπιβεβαιώσουμε καμιά άξία, τότε δλα είναι δυνατά και τίποτα δέν έχει σημασία. Χωρίς ύπέρ καΐ κατά ο δολοφόνος δέν έχει ουτε δίκιο ουτε άδικο. Μπορούμε νά συνδαυλίζουμε τή φωτιά στά κρεματόρια, όπως άκριβώς θά μπορούσαμε ν’ άφοσιωθοΰμε στήν περιποίηση των λεπρών. Ή κακία κι ή άρετή γίνονται σύμπτωση ή καπρίτσιο.
Θ’ άποφασίσουμε τότε να μή δρούμε, πού σημαίνει δτι τό λιγότερο. Αποδεχόμαστε τή δολοφονία του πλησίον οίκτείροντας μόνο τήν άτέλεια των άνθρώπων. θά μας περάσει άκόμα άπ’ τό μυαλό ν’ αντικαταστήσουμε τή δράση μέ τόν τραγικό ντιλεταντισμό, καΐ τότε πια ή άνθρώπινη ζωή παίζεται στήν τύχη. Μπορούμε τέλος να προτείνουμε στόν έαυτό μας μια δράση μέ ανταλλάγματα. Σ ‘ αυτή τήν τελευταία περίπτωση, μια καΐ λείπει κάποια ανώτερη Αξία πού νά προσανατολίζει τή δράση, θα έπιδιώξουμε τήν άμεση αποτελεσματικότητα. Άφοϋ τίποτα δέν είναι Αληθινό ή ψεύτικο, καλό ή κακό, θά έχουμε σαν κανόνα ν’ αναδειχτούμε πιο αποτελεσματικοί, δηλαδή πιό δυνατοί. Ό κόσμος τότε δέ θα χωρίζεται σέ δίκαιους κι άδικους αλλά σ’ αφέντες καΐ δούλους. “Ετσι απ’ όπου καΐ να στραφούμε, στήν καρδιά τής άρνησης καΐ του μηδενισμού, τό έγκλημα κατέχει προνομιούχα θέση.
Αν λοιπόν θέλουμε νά υιοθετήσουμε μιά παράλογη στάση, πρέπει νά εϊμαστ’ έτοιμοι γιά φόνο, κάνοντας έτσι τή λογική νά υπερισχύσει πάνω σέ δισταγμούς πού θά φαίνονται χιμαιρικοί. Βέβαια, χρειάζεται κάποια προδιάθεση. Αλλά πολύ λιγότερο απ’ δσο πιστεύουμε, όπως δείχνει ή πείρα. Άλλωστε είναι πάντα δυνατό, όπως συμβαίνει συχνά, νά βάλουμε τούς άλλους νά σκοτώνουν. Όλα λοιπόν θά κανονίζονταν στο όνομα της λογικής, αν ή λογική μπορούσε στ’ αλήθεια νά βρει θέση σέ μιά τέτοια στάση. Άλλά ή λογική δέν είναι δυνατό νά εύσταθήσει σέ μιά στάση πού κάνει διαδοχικά τό έγκλημα νά φαίνεται καΐ δυνατό καΐ αδύνατο. Γιατί ή παράλογη ανάλυση, κάνοντας τή δολοφονία νά φαίνεται τό λιγότερο αδιάφορη, έχει σά σπουδαιότερη συνέπειά της τήν καταδίκη της λογικής. Τό τελικό συμπέρασμα του παράλογου συλλογισμού είναι πραγματικά ή απάρνηση τής αύτοκτονίας καΐ ή έμμονή στήν απεγνωσμένη αναμέτρηση ανάμεσα στ’ ανθρώπινα έρωτηματικά και τή σιωπή του κόσμου. Ή αύτοκτονία θά σήμαινε τό τέλος τής Αναμέτρησης καΐ ό παράλογος συλλογισμός δέν μπορεί νά τό δεχτεί παρα άν άρνηθει τις ίδιες τις προϋποθέσεις του. Μια τέτοια λύση, σύμφωνα μέ τό συλλογισμό αύτό, θά ήταν φυγή ή λύτρωση. Άλλα είναι φανερό δτι μέ τόν ίδιο τρόπο αύτός ο συλλογισμός δέχεται τή ζωή σάν τό μόνο άναγκαίο άγαθό, άφου αύτή άκριβώς έπιτρέπει τήν άναμέτρηση κι άφού χωρίς αύτή τό παράλογο έπαθλο δέ θα είχε άντίκρυσμα. Γιά ν’ άποφανθεί πώς ή ζωή είναι παράλογη, ή συνείδηση πρέπει νά είναι ζωντανή. Πώς λοιπόν νά κρατήσει κανείς γιά τόν έαυτό του τό άποκλειστικό προνόμιο ένός τέτοιου συλλογισμού, χωρίς μια σημαντική παραχώρηση στήν άγάπη του για τήν άνεση; Από τή στιγμή πού αύτό τό άγαθό χαραχτηρίζεται έτσι, είναι κοινό για όλους τους άνθρώπους. Δέν μπορούμε νά δεχτούμε πώς τό έγκλημα είναι σύμφυτο αν αύτό τό άρνηθοΰμε για τήν αύτοκτονία. Ένα πνεύμα ποτισμένο άπό τήν ιδέα του παράλογου παραδέχεται χωρίς άμφισβήτηση τό τυχαίο έγκλημα άλλα δέν μπορεί νά δεχτεί το αύτό πού πρέπει ή να τό δεχτούμε ή να τό άπορρίφουμε.
Μέ τόν ίδιο τρόπο ο άπόλυτος μηδενισμός πού δέχεται τή νομιμοποίηση τής αύτοκτονίας συντρέχει άκόμα πιό εύκολα τό λογικό έγκλημα. Αν ή έποχή μας δικαιολογεί τόσο εύκολα τό έγκλημα, είναι γιατί ύπάρχει ή άδιαφορία προς τή ζωή, πού χαραχτηρίζει τό μηδενισμό. Αναμφίβολα ύπήρξαν έποχές πού τό πάθος τής ζωής ήταν τόσο δυνατό πού ξεχείλιζε σέ έγκληματικές ύπερβολές. ‘Αλλά έκεΐνες οί υπερβολές έμοιαζαν σαν τό έγκαυμα πού άφήνει μια φοβερή άπόλαυση. Δέν ύπήρχε αύτή ή μονότονη τάξη πού έχει έπιβάλει ή λογική τής άναγκαιότητας καΐ πού μπροστά της όλα ισοπεδώνονται. Άπό τή λογική αύτή ξεφύτρωσαν ως άξιες τής αύτοκτονίας, άπ’ τις όποιες τρέφεται ή έποχή μας, μέχρι τήν άπώτερη συνέπειά τους πού είναι τό νομιμοποιημένο έγκλημα. Μέ τόν ίδιο τρόπο κορυφώθηκε στήν ομαδική αύτοκτονία. Ή πιό έντυπωσιακή άπόδειξη δόθηκε άπό τή Χιτλερική αποκάλυψη του 1945. Ή αύτοκαταστροφή ήταν ένα τίποτα γιά τούς παράφρονες πού έτοίμαζαν μέσα στίς φωλίές τους ένα θάνατο άποθεωτικό. Τό ούσιαστικό ήταν νά μήν αύτοκαταστραφούν μονάχοι άλλά νά παρασύρουν κι έναν ολόκληρο κόσμο μαζί τους. Κατά κάποιο τρόπο, ο άνθρωπος πού σκοτώνεται μέσα στή μοναξιά διατηρεί άκόμα κάποια άξία άφού δέν άναγνωρίζει προφανώς στόν έαυτό του δικαιώματα πάνω στή ζωή των άλλων. Απόδειξη γι’ αύτό είναι πώς δέ χρησιμοποιεί ποτέ, γιά νά κυριαρχήσει στόν «πλησίον», τήν τρομερή δύναμη κι έλευθερία πού τοϋ δίνει ή άπόφασή του νά πεθάνει. Κάθε μοναχική αύτοκτονία όταν είναι άπόρροια μνησικακίας, είναι κατά κάποιο τρόπο πράξη γενναιοφροσύνης ή περιφρόνησης. Άλλά περιφρονεί κανείς στ’ όνομα μιας άρχής. Ό κόσμος είναι άδιάφορος γιά τόν αύτόχειρα γιατί αύτός έχει κάποια ιδέα γιά το τΐ δέν του είναι ή θά μπορούσε νά μήν τοϋ είναι άδιάφορο. Πιστεύει δτι καταστρέφει τά πάντα κι ότι τά παρασύρει όλα μαζί του, άλλά άπ’ αύτόν τον ϊδιο το θάνατο γεννιέται μιά άξία πού ίσως θάξιζε νά ζούσε. Ή άπόλυτη άρνηση λοιπδν δέν μπορεί νά έξαντληθεΐ μέ τήν αύτοκτονία, άλλά μόνο μέ τήν άπόλυτη καταστροφή του έαυτοϋ μας καΐ των άλλων. Δηλαδή δέν μπορούμε νά τή ζήσουμε παρά μόνο τείνοντας προς αύτό το τερπνό όριο. Αύτοκτονία κι έγκλημα είναι έδώ δυο πλευρές τής ίδιας κατηγορίας, της κατηγορίας μιας δυστυχισμένης νόησης πού προτιμά, άντί νά υποφέρει σέ μιά περιορισμένη ύπαρξη, τή μαύρη έξαρση, όπου ούρανός καΐ γή έκμηδενίζονται.
Μέ τον ίδιο τρόπο σκέψης, άν θεωρούμε πώς δέν έχει αιτιολόγηση ή αύτοκτονία, δέν μπορούμε νά αΐτιολογοϋμε το έγκλημα. Δέν μπορεί κανείς νά είναι κατά το ήμισυ μηδενιστής. Ό παράλογος συλλογισμός δέν μπορεί ταυτόχρονα νά διαφυλάσσει τή ζωή έκείνου πού μιλάει καΐ νά δέχεται τή θυσία των άλλων. Άπό τή στιγμή πού άναγνωρίζουμε το άδύνατο της άπόλυτης άρνησης καΐ αύτό σημαίνει πώς άναγνωρίζουμε τή ζωή κατά κάποιο τρόπο, το πρώτο πράγμα πού δέν μπορούμε ν’ άρνηθούμε είναι ή ζωή του πλησίον.
Έτσι, ή ίδια έννοια πού μας άφηνε νά πιστεύουμε δτι ή δολοφονία είναι άδιάφορη, της στερεί στδ τέλος τή δικαιολογία της. Ξαναγυρίζουμε στήν παράνομη κατάσταση άπ’ όπου προσπαθήσαμε νά βγούμε. Πρακτικά ένας τέτοιος συλλογισμός μας βεβαιώνει πώς μπορούμε καΐ πώς δέν μπορούμε νά σκοτώνουμε. Μας άφήνει μέσα στήν άντίφαση, χωρίς τίποτα πού νά μπορεί νά έμποδίζει ή νά νομιμοποιεί τό έγκλημα, νά άπειλούμε καΐ νά μας άπέιλοϋν, παρασυρμένους άπό μιά όλόκληρη πυρετική έποχή μηδενισμού, άλλά καΐ μέσα στή μοναξιά, μέ τ’ όπλο στο χέρι καΐ σφιγμένο το λαιμό.