«Το ψωμί μου στον Ουρανό με τον Ρα»
Το καζάνι με τις Οσμές απ’ τις ηλικίες βοά
«Με τον Κεμπ το ψωμί μου στη Γη»
Ο υγειονομικός σχεδιασμός παραληρεί
Διασχίζω τα σύνορα με προσδόκιμο επιβίωσης υψηλό
Είναι άραγε η φυσική πορεία ή μια δοσμένη απειλή…
Δεν αναρωτιέμαι
Είμαι «άνδρας ημιτελής» καθώς το ‘πε ο Αριστοτέλης;
«Λάθος» να ‘μαι της Φύσης καθώς πρεσβεύει ο Ακινάτης;
Ή μήπως «ζώο με μακρύ μαλλί αλλά μικρό μυαλό»
Ίδια ονείρωξη του Σοπενχάουερ;
Δεν αναρωτιέμαι
Οι κωδικοί θάφτηκαν βέβαια μισοκαμμένοι
Παγώνει η Πόλη σχισμένη στα δύο
Ή θα ζήσουν εκμαυλισμένα τα ζωντανά
Ή θα πεθάνουν
Καθάρια
Με αίσθημα μοιραίο
~ ~ ~ ~
Θεριά ανήμερα τα πρωινά στο Νείλο
Με θέληση του επιζώντος μπρος στον Δήμιο
Περβόλια καλλιεργούν στην άκρια με ζήλο
Με πείσμα και κουμάντο για το Κράτος επιζήμιο
Τα πρωινά στον Νείλο βλέπεις ανήμπορους
Είδαν την καλή
Είδαν και την ανάποδη
Τώρα πια ξέρουν ν’ αποφεύγουν
Θραύσματα κι αναποδιές
Και αιχμηρά κουτάκια σόδας πεταμένα
Μονοπάτια σφραγίζουν στις τεφροδόχους
Όλες τις αντιπαροχές που τσιμεντώσαν την Πόλη
Ξεχνώντας τη στεντόρια Ιαχή σε μιαν αιώνια υποθήκη
Τη σκληρή γράφουν Ζωή δίπλα σε κατσαρίδες
Κάτω απ’ τη λαχτάρα τους σκαρώνουν Κάστρα
Οι Ακροατές συνοδεύουν
Καταπίνοντας χάπια ανορεξίας
Χτυπώντας τα στήθη αγριωπά
Στρατιώτες από άλλο Σύνταγμα
Το ίδιο ωστόσο κουρελιασμένοι
Η Χορωδία μπερδεύεται
Όταν δεν την οδηγούν οι Φωνές της…
Κάτι ζωντανεύει
Κάτι πεθαίνει…
Οι Ψείρες στα μαλλιά
Στα Ερπετά χέρια φυτρωμένα…
~ ~ ~ ~
Ακούς το Ταμπούρλο
Στη μέση του αμερόληπτου
Των Νερών
Τα πρωινά στον Νείλο κάνουν έφοδο οι Βάκιλοι
Εγκαθίστανται στα Κορμιά
Σαν δοκιμασία σπερματικού υγρού
Σε μιαν ύστατη προσπάθεια κατάδυσης
Ή αναρρίχησης σε μια Κηδεία κλειστή
Αναστατωμένα απ’ την προδοσία του Ύπνου
Μια μονοτονία από χτυπήματα σφυριών
Όλα τα γυαλικά σπάνε
Ξεφωνίζει η χοντρή απ’ τη μικροπαράγκα της
Έρμαια τα σερβίτσια μιας ανεπαίσθητης Αύρας
Τα κηροπήγιά της σε Εφιάλτες παραδομένα
Σαλεύουν αργά, μηχανικά πριν τα ρουφήξει
Ο Χρόνος με Ξόρκια
Ξόρκια και προσευχές τυποποιημένες
Χαραγμένα σε λίθινους σκαραβαίους
Ω! Η Σιωπή πάντα βολεύει
Των Αμνών
Κάτι λιγοστεύει
Και χάνεται μέσα μας
Σιωπηλή Όμίχλη
Σε όργιο οι Θεοί
Μόνο την Αυγή βρίζουμε Πόρνη…
~ ~ ~ ~
Υπάκουα κουτάβια τα Ίχνη
Δεν πρέπει να τους επιτρέψουμε
Τίποτα να σκαλίσουν
Εξόν της Αναγνώρισής τους
Τα πρωινά στον Νείλο
Συναθροίζονται τα κομμάτια του Κόσμου
Τα κομμάτια του Κόσμου
Σκεπασμένα με δέρμα τραχύ
Με μαυρισμένα μάτια απ’ τον αιώνιο διαλογισμό
Επιπλέοντας σε πλοία βυθισμένα
Έχοντας ήδη μισήσει τα τραύματά τους
Έχοντας ήδη πουλήσει τη Μοναξιά τους
Τις μεταμορφώσεις τους μοιρολογώντας
Ζεσταίνοντας στον κόρφο της Οχιάς αυγά
Συναθροίζονται τα κομμάτια του Κόσμου
Με την κολλαριστή ζωντάνια τους πετρωμένη
Ω! Αμόνι ο Εξώστης νηστικός
Τις σάρκες του δαγκώνει ο ίδιος γαρ