Ο Κόσμος είναι «νόμιμος»
But
I am the «Παράνομη»…
Ο Κόσμος είναι «νόμιμος»
Αλλά Εγώ
Είμαι «Παράνομος»…
Ο Κόσμος είναι «νόμιμος»
But
Εγώ είμαι «Παράνομη»…
(Η Περιδίνησις
Ανάμεσα στα πράγματα)
Είναι αυτή η παλιά ιστορία
Με τον θρόμβο αίματος στη γροθιά
Εγώ έρχομαι στο κελί σου
Ακουμπώ όλα τα αντικείμενα
Με την αφή τούς δίνω διαστάσεις άλλες Είναι όλα 3D
Η Θλίψη πολύ βαριά σαν κατακλύζει
Γίνεται και η Θλίψη 3D
Αν τα δω λερωμένα, τα λέμε
Στολίδια παραλλαγής δεν θέλω
Απ’ του Διαφωτισμού το Σκοτάδι
Μήτε απ’ της Ποίησης τις πουτάνες
Στ’ αντικείμενα αλλάζω και θέση
Υπερσυμπαντικούς τα κάνω Ταξιδιώτες
Μπορεί να είμαι Αγία
Στενές διαστάσεις της κρύπτης
Λαβύρινθοι ατέρμονοι της Διακυβέρνησης
Μπορεί να ‘μαι και Πόρνη
Η Περιδίνησις
Ανάμεσα στα πράγματα
Στενάζουν, ταξιδεύουν, Δεινοπαθούν
Με διάθεση πάντα 3D
Απ’ τα χείλη ξεφυτρώνει το Βάθος
Κι εκεί
Ω! Εκεί
Με πιάνουν κάτι ανύποπτοι ίλιγγοι
Με τόση μετακίνηση
Λογικό είναι να τα λερώνω κιόλας
~ ~ ~ ~
Ξέρεις ποια είμαι «Εγώ»
Για αντίποινα τρώω απ’ το μπωλ σου
Χωρίς προστασία
Κοιτώ απ’ το τζάμι τους Οπαδούς στο δρόμο
Με φτερά κομμένα και γλώσσα στο πάτωμα
Μα αυτό γουστάρουν και ψοφίζουν
Κάποιον να τους κυβερνά και να πληρώνονται
Να πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους
Στην καρωτίδα τους να νιώθουν την κόψη
Στον πάτο του μπωλ είναι το κεφάλι μου
Με κάτι δεινοσαυράκια μπλεγμένα στα μαλλιά
Το κουτάλι σου καθώς βουτά τροφή να θηρεύσει
Μοιάζει με απόχη
Τρέχουν τα δεινοσαυράκια να σωθούν
Απ’ την «προσωπική» και συλλογική» τους Ήττα
Μια δίνη «κανονικότητας» που ρουφά τα κύτταρα
Κι απ’ την «υπηρεσία» τους μέσα
Status ν’ αποκτήσουν «Κοινωνικό»
Το Στέμμα να κλέψουν απ’ το Βασιλιά
Ξέρεις ποιος είμαι «Εγώ»
~ ~ ~ ~
Δεν υπάρχει σωτηρία
Εκτός κι αν πεταχτεί κανένα απ’ τα Σκουλήκια
Με την ψευδαίσθηση της «ελεύθερης επιλογής»
Εκπαιδευμένο να φοβάται
Απ’ τη Βροχή μέχρι το Άγνωστο
Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Ένα Σκουλήκι με όνομα κι επίθετο
Με άκρα κομμένα απ’ τα ριζά
Και το Γνωστό, Άγνωστο είναι
Επειδή ποτέ γνωστό εντελώς δεν ήταν
Συνεχής κι αδιάκοπος Φόβος
Μέσα σε Φαρμακίλα βουτηγμένος
Αποτυπωμένος σε κομμάτια χαρτιού
Που υποκρίνονται το Χρήμα
Ήρθαν οι Φονιάδες και βάλαν παρά φύση έδρα
Και μια μαστεκτομή ολική
Κι έπειτα απορούν γιατί κλέβω παγκάρια
Απορούν γιατί βάζω Φωτιά
Απορούν γιατί χύνεται ένα οξύ υγρό
Απ’ τους πόρους μου
Σαν «επέκταση» στην περιγραφή
Του γεγονότος
Δεν υπάρχει Σωτηρία
Εκτός..
Ξέρεις ποια είμαι «Εγώ»