Λατινικά η Κοινωνιολογία;
Εισαγωγή με ή χωρίς εξετάσεις στα Πανεπιστήμια;
Άλλο ένα ψευτοδίλημμα ή μία καραμέλα να πιπιλούν οι κομματολάγνοι επιδιώκοντας να υποτιμήσουν τη νοημοσύνη μας και να εξευτελίσουν το ήθος μας. Είδαμε τη Μόρφωση να κυριαρχεί τόσες εκατονταετίες που οι μαθητές-φοιτητές καταπίνουν αμάσητα εδάφια Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών;; Και σίγουρα δεν ευθύνονται ούτε τα Αρχαία Ελληνικά ούτε τα Λατινικά, μήτρες απ’ τις οποίες ξεπήδησαν τα φώτα σε όλο τον Δυτικό Πολιτισμό. Δεν υπάρχει σύγχρονη διατριβή, η οποία να μην εδράζεται σε αυτά τα αριστουργήματα. Ακαδημαϊκοί – Γονείς – Υπουργοί – Δάσκαλοι υποκλίνονται στην Υποκρισία, επειδή εδώ και δεκαετίες δυναστεύονται από αυτή κι έμαθαν να βολεύονται μέσα στο παλιό τριμμένο ρούχο της. «Μάθηση δίκαιη και σωστή σημαίνει ζωντάνια – αμεσότητα – σφυγμός μαστιγωμένος – κρούση κατά μέτωπο με τα πράγματα. Η Ελλάδα έχασε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του Δασκάλου, ο οποίος δεν αποτελεί μία απλή ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες ψηφίδες των επαγγελμάτων. Είναι ο Καλλιτέχνης νους – ο κοσμητικός – ο επόπτης, που φιλοτεχνεί ολόκληρο το ψηφιδωτό. Αλλά σήμερα ο Δάσκαλος ο σχολαστικός και ληρολόγος.» αναφέρει ο κύριος Λιαντίνης.
Ο μόνος που δεν ευθύνεται είναι το Παιδί, που παρεμπιπτόντως όλοι να σώσουν θέλουν, μέχρι ωστόσο να ενηλικιωθεί και αυτό και να ακολουθήσει τα ίδια χνάρια, επειδή μετά από τόση γαλούχηση δια του Συστήματος Εκπαίδευσης, το οποίο αντιπροσωπεύει ακρογωνιαίο λίθο των Οικονομικών φρονημάτων και δομείται μεθοδικά, απ’ το Νηπιαγωγείο ως και το Πανεπιστήμιο, ώστε να χαλιναγωγείται η κριτική σκέψη-να διαβρώνονται τα ελατήρια της διάνοιας, έχει απωλέσει την ικανότητά του:
_ να χρησιμοποιεί τη γλώσσα
_ να γνωρίζει ιστορία
_ να ανιχνεύει την κοινωνική διαστρωμάτωση εκτός κι αν τη βιώνει
_ να κάνει λογικούς συλλογισμούς
_ να πλοηγείται παρά σε υποτυπωδώς γραμμένα κείμενα
_ να μάχεται για βασικά δικαιώματά του.
«Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;» τόσο καθηλωτικό το ερώτημα του κυρίου Λιαντίνη…
Αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στις βάσεις του 2018 για να καταλάβουμε πως και το Δημόσιο Σύστημα Εκπαίδευσης και τα Ιδιωτικά κονσόρτσιουμ της Παραπαιδείας, συγκοινωνούντα δοχεία της ίδιας απαρχαιωμένης γραμμικής κουλτούρας, αφού το «ένα νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο», έχουν αφ’ ενός ακολουθήσει κατά γράμμα τις μεθόδους εξοντωτικής αποστήθισης και αποβλάκωσης, που επιβάλλει το Υπουργείο και αφ’ ετέρου έχουν εντελώς αποτύχει.
Καθηγητές του Δημοσίου και του Ιδιωτικού Τομέα εμφανίζονται να διάγουν τη μονομαχία των Ιπποτών, για να διεκδικήσουν μια θέση όχι στον Ήλιο της προνοητικής επιμόρφωσης αλλά σε αυτόν της συνηγορητικής εκδούλευσης, επειδή έχουν αυτοβούλως υπαχθεί στη θέση του ενεργούμενου μιας μηχανής της παρακμής της εγγραμματοσύνης. Η πλειοψηφία των μαθητών σιχαίνεται, όχι απλώς αποδοκιμάζει ή δεν αρέσκεται, σιχαίνεται το Σχολείο, βαμπίρ που ρουφά τις έξι ώρες της Ανατολής, κατά τις οποίες μπορεί ο άνθρωπος να τρέξει στη Φύση και να δημιουργήσει το ουράνιο τόξο του στρέφοντας το μάτι του μέσα στο νερό, σιχαίνεται το φροντιστήριο, βρυκόλακας που σφετερίζεται τις ώρες της Δύσης, κατά τις οποίες μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνικοποιηθεί και να διαλογιστεί.
Παρ’ όλα αυτά οι Σχολές θα γεμίσουν, αποδεικνύοντας ότι η ίδια τακτική πληρώνει με υποβαθμισμένους τίτλους σπουδών και δηλώνοντας τη «μαζική αύξηση του υποβαλλόμενου σε φοίτηση πληθυσμού διαμέσω μετασχηματισμών, που επήλθαν σιγά αλλά σταθερά σε όλα τα επίπεδα του Συστήματος Εκπαίδευσης» όπως ωραιότατα ισχυρίζεται ο Pierre Bourdieu.
Ειδικότερα για τη Δευτεροβάθμια, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προκάτοχο και την διάδοχο, εδραιώνει με τρόπο θαμπό τις ιεραρχημένες κατευθύνσεις και συγκαλύπτει με ορθοβουλία τους περιθωριακούς κλάδους, είτε με διακριτή διαίρεση τις διαστάσεις ευπεψίας-δυσπεψίας σχετικά με τη διδασκόμενη ύλη όπως παλαιότερα, είτε με ανεπαίσθητο αποκλεισμό ομάδων διαμέσω των ισορροπιστών παραγκωνισμού όπως σήμερα.
Όταν η Εκπαίδευση προτάσσει στο οπλοστάσιό της την εισαγωγή πάση θυσία νεωτερισμών, πρόκειται για ξεκάθαρη προσφυγή σε ηθικοπρακτικούς άξονες, γίνεται λόγος ίσα για να γίνεται δηλαδή, αφού εμφανίζει στο τραπέζι ένα δέντρο που δεν πρέπει ν’ αφήσουμε να καεί τη στιγμή που είμαστε όλοι μας μάρτυρες της τεράστιας πυρκαγιά ς που εξαπλώνεται σε ολόκληρο το δάσος.