Μέσα στο αυτί της οι λέξεις του και τα δάκρυά του.
Έτσι θα καθίσουμε μακριά ο ένας από τον άλλον και θα σας αφηγηθώ μιαν ιστορία. Στο ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας οι περισσότεροι ήτανε γιουγκοσλάβοι. Έμενα σ’ ένα δωμάτιο στο τελευταίο πάτωμα κάθε πάτωμα είχε τρία δωμάτια. Τα άλλα δύο ήταν έρημα. Η σκάλα στενή με κόκκινο χαλί. Μια μέρα ακούστηκαν φωνές στην σκάλα δυο φωνές ανδρική και γυναικεία.
Παράξενο γιατί συνήθως έκαμνε σιωπή και μονάχα όταν ανέβαιναν την σκάλα τα βήματα και το λαχάνιασμα κι οι πόρτες που ανοιγόκλειναν. Δυο φωνές με γέλιο με άγνωστη γλώσσα. Όλο το ξενοδοχείο γέμισε δροσερές με χαρά. Στο σαλόνι του τρίτου πατώματος. Βγήκα από το δωμάτιο και κατέβηκα. Και άλλοι ένοικοι είχαν βγει και μαζεύτηκαν στη σκάλα. Κοίταζαν αμίλητοι μέσα στο σαλόνι κι όλοι είχαν κρεμαστεί στα κάγκελα της στενής σκάλας. Έγερναν να δουν. Γριές γυναίκες και βασανισμένες γυναίκες άνδρες παιδιά. Σαν σε κατάνυξη κοίταζαν μέσα στο σαλόνι με προσοχή μην κάνουν θόρυβο.
Μέσα στο σαλόνι ήταν δυο άνθρωποι σχεδόν έφηβοι. Ίσως όμως να ήταν και μέχρι είκοσι έξη είκοσι εφτά χρονών. Άνδρας και γυναίκα γελούσαν ένα πολύ γέλιο και μιλούσαν μια χαρούμενη άγνωστη γλώσσα. Όλοι είχαν αφαιρεθεί κοίταζαν με κατάνυξη το ζευγάρι και με μια μικρή ευτυχία είχαν αποξεχαστεί και κοίταζαν και πρόσεχαν μη κάνουν θόρυβο. Μια γλυκιά αναπόληση τους είχε κυριεύσει και κοίταζαν βουβοί με χαμόγελο. Εκείνους τους δύο. καθισμένοι στα σκαλιά και όρθιοι ακουμπισμένοι στον τοίχο με τρυφερότητα και πίκρα. Οι δυο εκείνοι γυμνώθηκαν τελείως.
Τα σώματά τους άστραφταν και σαν λυγερές λεπίδες άστραφταν σαν λαμπερές σημαίες κυμάτιζαν. Έκαμναν έρωτα εκεί. Μπροστά μας κι όλο το σπίτι έτριζε κι αγκομαχούσε κι εμείς συνωστισμένοι στην στενή σκάλα βλέπαμε με κατάνυξη κι ακίνητοι.
Κι αμίλητοι σαν μια στιγμή λατρείας γείραμε το κεφάλι και το ακουμπήσαμε σε τοίχο ή σε ώμο. Μικρά παιδιά και στα μάτια μας ζωντάνεψε ένα θαυμαστό παραμύθι, το σπίτι έτριζε κι από τους τοίχους έσταζαν ανατριχίλες κι οι κουρτίνες σάλευαν από έναν χλιαρό άνεμο με μυρωδιά μασχάλης κι όλους μας συνεπήρε εκείνο το σάλεμα, η σκάλα ήταν εκκλησία και πολυέλαιος εκκλησίας κι ο κόσμος ήταν ασημένιο καΐκι, φεύγαμε πια οριστικά και ταξιδεύαμε σε παρθένες κυκλαδίτικες θάλασσες κι εκείνοι οι δυο φωσφορίζοντα ψάρια της αβύσσου έτρεμαν και κυμάτιζαν, τα διάφανα και γαλάζια φτερούχια της ράχης τους και λαμποκοπούσαν τα ολοστρόγγυλα μάτια τους και κροτάλιζαν τα πελώριά τους στόματα και τέντωναν τις οργισμένες τους χελιδονοουρές. Έτρεξα καταπάνω τους κι οι άλλοι άπλωσαν τα χέρια να με κρατήσουν κι έμεινα μια στιγμή ανάμεσα σ’ εκείνο το ζευγάρι και στους άλλους που άπλωναν αργά τα χέρια καλώντας με βουβά πίσω.
Έτσι τους είδα σωριασμένους χωρίς δύναμη ν’ αργοσαλεύουν πάνω στη σκάλα χωρίς δύναμη να με φωνάζουν κι αργά σήκωναν τα χέρια καλώντας με κι εκείνους τους άλλους που τίναζαν με ορμή τα αστραφτερά μέλη. Πήγα από πάνω τους κι έσκυψα να πιάσω. Τότε. Μαύρα αγκάθια από τη ράχη τους σαν αχινοί και κεντριά πετάχτηκαν από τις τρεμουλιαστές κοιλιές τους σαν σφήκες και χώθηκαν μέσα στο κορμί μου, με ξέσκισαν τα ράμφη τους.
Καταματωμένος έπεσα κι αυτοί πάνω μου σφυρίζοντας. Τα σκληρά τους φτερά πλατάγιζαν αγριεμένα. Το κίτρινο, το καφετί, το μαύρο δέρμα τους με παράτησαν εκεί στη μέση πληγωμένο και πνιγμένο στο αίμα κι έφυγαν, απ’ το παράθυρο τους είδα πριν χαθώ στο σκοτάδι να πετάν στον ουρανό, τους είδα, ήταν τεράστιες πεταλούδες με χρωματιστά μεγάλα φτερά, με κακία κι ομορφιά πετούσαν στον ουρανό και χάθηκαν, και χάθηκα καθώς οι άλλοι με τριγύριζαν και μ’ έπαιρναν στα χέρια τους και με κρατούσαν με ψίθυρο συμπόνιας κι όλοι μαζί κοιτάζαμε στον άδειο ουρανό με λύπη αντίκρυ ο ένας στον άλλον κι από μακριά ο Γ και ο Τ. Ο Γ είναι λαχανιασμένος κι έτσι καθώς αλύγιστος τραντάζεται μαντεύεις τις φοβερές πληγές που κρύβει στο σώμα του. Στο σκοτάδι τα μάτια της Α κι ένα κλάμα ακούγεται από το βάθος του σπιτιού.
Είναι η Μαργαρίτα λέει η Α και σφίγγει το χέρι του Τ και τον κοιτάζει με μιαν ένταση. Το κλάμα σταματά και η Α λέει: δεν μπορώ ν’ ακούω να κλαιν σκυλιά τη νύχτα, αγριεύομαι. Κάθεται στο κρεβάτι και τώρα φαίνεται κουρασμένη και σαν αφηρημένη. Τώρα θα κοιμηθώ. Βαθιά λέει η Α και γέρνει στο προσκέφαλο. Αλλά τα μάτια της μένουν ανοιχτά κι ασάλευτα.
Ο Τ πηγαίνει να βρει την Μαργαρίτα. Η πόρτα του ξένου είναι ανοιχτή. Μπαίνει μέσα με προφύλαξη. Η Μαργαρίτα όρθια με κλαμένο πρόσωπο. Στο κρεβάτι ο Γ κι ένα μαχαίρι χωμένο στο στομάχι του. Απέραντη σιωπή σ’ όλο το σπίτι και ξαφνικά στην πόρτα προβάλλουν η μάνα και η αδελφή του Τ.
Με έξαψη τεντώνονται από την πόρτα να δουν τον ξένο να βεβαιωθούν με μικρές βρισιές χαράς και κακίας.
Η μάνα μου φώναξε στον Τ:
Η Μαργαρίτα, η μάνα μου, ήταν πολύ φτωχή αλλά ήταν πολύ φιλάρεσκη. Πάντα στον καθρέφτη.
Έφτιαχνε τα άθλια ρούχα της και κοιταζόταν. Πέθανε ξαφνικά και φορούσε παράταιρες παντούφλες. Είχε κόψει παπούτσια των αδελφών μου κι είχε κάνει παντούφλες, μια καφέ και μιαν άσπρη. Δεν πρόλαβε και έμεινε με παράταιρες παντούφλες.
Ήταν φιλάρεσκη και πέθανε με χοντρές παράταιρες παντούφλες.
Η Μαργαρίτα λέει:
Πικρέ μου, λυπημένε Γ! Τριγυρνούσες έξω από τα ζευγάρια των ανθρώπων και ποτέ δεν πλάγιασες δίπλα σε άνθρωπο και δεν ζεστάθηκες από άνθρωπο. Δεν έπιανες παρά πορσελάνες και χρυσά σκαλίσματα κρεβατιών και μονάχα με μάτια, μονάχα με δάκρυα τριγυρνούσες έξω από τα αγκαλιάσματα των ανθρώπων. Χωρίς χαρά και χωρίς κανέναν τελείωσε η βασανισμένη σου ζωή κι ίσως κρυφά να το επιθυμούσες τρυφερά.
Χαϊδεύει τα μαύρα χείλια του Γ, σκύβει.
Όταν κοιτάζω τους ανθρώπους, είναι σαν αγάλματα κι ο κόσμος είναι μια αρχαία πολιτεία, ερείπια.
Στο δάσος χαμένη κι έρημη όμορφη σαν όνειρο κι έχει πεθάνει πριν χιλιάδες χρόνια κι οι άνθρωποι είναι αγάλματα στα πρόσωπα μύξες σαλιγκαριών, οι άνθρωποι πέθαναν πριν χιλιάδες χρόνια διατηρούν την ομορφιά τους.
Πώς διατηρείται τόση ομορφιά;
Ποια αρρώστια σας αφάνισε.
Τώρα φώτισε η τελευταία μέρα στους δρόμους κι εμφανίστηκαν οι νέοι άνθρωποι. Χτες είδα δυο και προχθές είδα πέντε και σήμερα εφτά. Άνθρωποι δεκαοχτώ, δεκαέξι, είκοσι χρονών με ομοιόμορφο ντύσιμο και δεν ξεχώρισα αν ήταν αγόρια ή κορίτσια ή έστω θηλυπρεπείς.
Το δέρμα τους άσπρο και στεγνό.Ήταν αδύνατοι και κοντοί, δεν είχαν γένια, δεν είχαν στήθια και δεν είχαν σπυριά εφηβείας.
Η φωνή τους σιγανή και μαλακή, ούτε γυναικεία κι ούτε ανδρική ούτε παιδική, το περπάτημά τους ίσιο χωρίς λύγισμα, τα μαλλιά μετάξινα και τα χείλια κίτρινα και τα μάτια γυάλινα και δεν μαντεύεις ίχνος σκληρής τρίχας στο μαλακό κορμί τους, φαλακρές οι μασχάλες και τα αιδοία ατροφικά με κάποιο χνούδι κι οι κινήσεις τους μικρές κι ούτε επιδεικτικές.
Σήμερα είδα εφτά, χθες δύο. Κύλησε η πέτρα κι ο αέρας στέγνωσε την υγρασία που έτρεφε τους άγριους σκορπιούς και η βροχή καθάρισε τη βρόμα που έτρεφε τους περήφανους ανθρώπους κι είδα στον ήλιο αυτά τα ασπρουλά και τυφλά μικρά σκουλήκια.
Είδα το νέο είδος ανθρώπων, σήμερα κιόλας εφτά.
Ο Τ φώναξε:
Σωπάστε!
Σωπάστε όλοι.