Μυθιστόρημα

Μυθιστόρημα

Φωνάξτε! διατάζει, Φωνάξτε!

 

Από το δωμάτιο άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο Τ κατεβαίνει και κάτω τον περίμενε ο ξένος. Ο Τ τον προσπερνά και πάει προς το δωμάτιο του. Αισθάνεται ασφαλισμένος και έχει άνεση και υπεροχή. Ο άλλος τον ακολουθεί.
Ο Τ γυρνάει ξαφνικά και του λέει απότομα και με μίσος ήρθατε σε άσχημη ώρα. Ξαφνικά πιάνεται από τον τοίχο πέφτει δάκρυα τρέχουν από τα κλειστά του μάτια. Έπεσε αναίσθητος. Ο Γ σκύβει και του χαϊδεύει το πρόσωπο σκύβει και τον φιλά στο στόμα. Η Μαργαρίτα σπρώχνει τον ξένο με ορμή φύγετε. Εγώ. Ετοιμάζονται όλοι για την κηδεία. Βάφονται στο πρόσωπο: ο Τ, η Α, η μάνα και η αδελφή, ο Γ η Μαργαρίτα. Με επιμέλεια βάφουν λευκό το πρόσωπο, μαύρα τα φρύδια, μπλε τα βλέφαρα, βάφουν τα χείλια κόκκινα και ξεκινάν. Στο δρόμο πήραν το τραμ. Αργεί να ξεκινήσει μένει στην στάση πολλή ώρα. Ο Γ έχει ένα πάθος για τον Τ. Στο δωμάτιό του κρύβει το πρόσωπο στις παλάμες. Χτυπάει τις γροθιές στον τοίχο και θέλει να τον δει αλλά ο Τ πενθεί. Η εικόνα του Τ δεν φεύγει από το μυαλό του. Συνέχεια καπνίζει και πίνει κονιάκ κι επινοεί διαλόγους με τον Τα μέχρι να αποκάμει και τότε αρχινά να κλαίει με παράπονο.

Άγρυπνος όλη τη νύχτα και το ξημέρωμα φώναξε αυτό το έγκλημα εδώ, αυτό το έγκλημα που γίνεται μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, αυτό το έγκλημα που βαστά όλες αυτές τις ώρες. Αυτό εδώ το έγκλημα ποιος θα το πληρώσει.
Ο Γ παραμονεύει την Μαργαρίτα και την καλεί στο δωμάτιο του. Εκείνη μπαίνει αλύγιστη και τον κοιτάζει με ψυχρότητα χωρίς έκπληξη. Είναι όμορφη γυναίκα με κατάμαυρα μαλλιά που τα μαζεύει πίσω. Φοράει πάντα μαύρα και μαύρες χοντρές κάλτσες και φαίνονται μονάχα το λείο της πρόσωπο και τα δάχτυλά της. Τα δάχτυλά της είναι ασυνήθιστα χοντρά και δυνατά. Δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι σκέφτεται και είναι απλησίαστη με κάποια επιθετικότητα. Κοιτάζει τον Γ και δεν τον ρωτάει. Το πρόσωπο του Γ έγινε κατακόκκινο και τα μάτια του έγιναν θολά.
Πείτε γι’ αυτόν. Σας παρακαλώ, πείτε γι’ αυτόν. μιλάει στην Μαργαρίτα με φανερή ντροπή, λες και της ζητάει πράγματα ακατανόμαστα και την παρακαλεί γρήγορα με δυνατή φωνή.

Σα να είναι πολύς κόσμος που σε λίγο θα ορμήσουν μέσα στο δωμάτιο. Η Μαργαρίτα στέκεται όρθια κι εξακολουθεί να κοιτάζει τον Γ χωρίς να μιλά. Θα σας πω γι’ αυτόν λέει ύστερα. Θα σας πω ό,τι ξέρω αν και είναι πολύ λίγα. Μάλλον είναι ειδικά. Η Μαργαρίτα ξαφνικά γέλασε, λύνει τα μαλλιά της και φαίνεται πόσο νέα και όμορφη είναι.
Είμαι ερωμένη του. Το έχετε καταλάβει;
Κανένας δεν το έχει καταλάβει.
Θα σας περιγράψω πώς είναι το σώμα του γυμνό. Η σάρκα του είναι ελαστική κι όχι σκληρή έχει μια θηλυκή σφιχτή σάρκα. Φαρδιά μεγάλα στήθια και λίγο πλαδαρά.
Ο Γ ρωτάει λαχανιασμένος: οι θηλές;
Ρόδινες και μικρές με μικρά σπυράκια γύρω κι ανάμεσα σε σγουρές μαυρόξανθες τρίχες. Τις δαγκώνω μαλακά χώνω το χέρι στη μουσκεμένη τριχωτή μασχάλη. Τα δάχτυλα των ποδιών και τα νύχια ρωτάει ο Γ. Σαν συσπασμένα και λίγο τετράγωνα και τα νύχια λεπτά και κοντά.
Η κοιλιά του και τα σκέλια του; φωνάζει ο Γ.
Η καμάρα των μηρών και οι μαρμάρινες κλειδώσεις οι τένοντες λυγερές βέργες και κοπάδια αίλουροι σκαρφαλώνουν. Το πρόσωπο βρεγμένο από τα φύκια βυζαίνω τον μακρύ σταλακτίτη την πελώρια κρεμαστή καρδιά ρουφώ το αίμα της το καταπίνω.

Η Μαργαρίτα είναι ιδρωμένη και το πρόσωπό της σας πρησμένο κι έχει παραμορφωθεί. Στο διάδρομο ένα χέρι άρπαξε την Μαργαρίτα. Τι του είπες ρωτάει ο Τ. Η Μαργαρίτα δεν απαντά τα μάτια της φεγγοβολάν. Δώσε μου το χέρι σου λέει με ορμή. Αυτό. Που μ’ έπιασε και με έσφιξε. Πνίγεται αρπάζει το χέρι του το ακουμπά με δύναμη πάνω στο μέτωπό της το φιλάει το τρίβει στο ένα μάγουλο και στο άλλο στα κλεισμένα της μάτια. Με ευγνωμοσύνη η Μαργαρίτα κρατά το χέρι του Τ. Ο Τ φοβάται την αποκάλυψη και όχι την γνώση όσο μένει μυστική. Είναι εύκολο να εξολοθρέψει τον ξένο αλλά δεν μπορεί γιατί ο Γ τον παραλύει κι είναι ένα πρόσωπο ιερό.
Η Α κοιτάζει τον Τ με τα ήσυχα μάτια της.
Θέλω να σε ρωτήσω. Γιατί σου προξενεί ταραχή αυτός ο άνθρωπος. Ποιος είναι. Έχω μια πικρία. Τίποτε δεν πρέπει να σε ταράζει αφού σε αγαπώ.

Ο Τ γέρνει με κούραση έκανα ένα παραμύθι για τη Θεσσαλονίκη. Είναι μια απέραντη πικρή πόλη και τώρα δεν υπάρχει πια. Έκρυβα κάτι στην Θεσσαλονίκη και ένας εχθρός ξεκίνησε να ’ρθει. Οι εχθροί αναβοσβήνουν από μακριά καρφωμένοι σαν άστρα καραδοκούν και γνωρίζουν. Μπορεί να αργήσουν να φανούν και μπορεί να μην έρθουν ποτέ. Γιατί οι εχθροί ενεργούν με μια δική τους λογική κι απρόβλεπτη. Όμως για να προστατέψεις κάτι μέσα στην πόλη πρέπει να προστατέψεις ολόκληρη την πόλη κι έβαλα κι έχτισαν ένα θεόρατο τείχος γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Την έθαψα μέσα στον βράχο. Έκτοτε κανένας δεν έμαθε τι έγινε μέσα στο τείχος τι σπαραγμός έγινε και μονάχα κάθε χάραμα ακούγονται μέχρι μακριά ακούγονται οι φωνές των παγωνιών της.

(Συνεχίστε την ανάγνωση)

Pages: 1 2 3 4

Leave a Reply