Ένα βράδυ αποφάσισα να πεθάνω…
(Ακούστε την απαγγελία)
Είμαι εικοσιεννέα χρονών.
Τον Οκτώβριο του εξηνταπέντε ένα βράδυ αποφάσισα να πεθάνω.
Τότε έγινε ησυχία. Ακούμπησα το κεφάλι στον κορμό της φιστικιάς κι έγειρα το κεφάλι αναπαυμένος. Οι φανταχτερές καλοκαιριάτικες προκυμαίες. Στις στενές ανηφόρες από χαμηλά με κοίταζαν ακίνητα και σκοτεινά παιδιά.
Σε λίγη ώρα θα κλειστώ για να κοιμηθώ. Θα πω να μην έρθουν το πρωί να με ξυπνήσουν. Είχα υποφέρει πολύ τον τελευταίο καιρό.
Ξαφνικά ήρθαν ο Στέφανος και η Ανθή. Με πήραν και φύγανε. Γύρισα πολύ αργά. Είχε σηκωθεί αέρας. Το χορτάρι γυάλιζε στο φεγγάρι. Περίμενα να φύγουν. Στεκόμουν στην καγκελόπορτα πολύ ώρα. Έσκυψα στην τρύπα δίπλα στο πεζούλι κι έψαξα στα τυφλά.
Πριν μήνες είχα φέρει μια μικρή χελώνα από κυνήγι. Το καύκαλό της ήταν μαλακό σα νύχι παιδιού. Την είχα κρύψει στην τρύπα και τώρα το θυμήθηκα. Άρχισα να κλαίω. Μετά μερικές μέρες σηκώθηκα κι έφυγα στο Παρίσι. Στην Θεσσαλονίκη ήμασταν στις τέσσερις το πρωί και δεν βγήκα από το τρένο. Στο Βελιγράδι φυσούσε ένας άγριος αέρας. Ο Τ έχει μιαν εκπληκτική ομορφιά γοητεύει τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα είναι τέρας. Κανένας δεν το ξέρει γιατί ο Τ. κρύβει την αληθινή του φύση. Όμως κάτι αναβλύζει από την κρυφή ζωή του και σαν χρυσός ιδρώτας στραφταλίζει.
Κανένας ποτέ δεν θα μάθει πώς είναι όταν είναι μονάχος και κανένας δεν μπορεί να έχει μιαν ευχή για τον Τ. Έχει μιαν αλαζονεία σκληρή σαν κάτοχος κάποιου πολύτιμου πράγματος. Πολύτιμο πράγμα είναι εκείνο που έχει μια τρομερή σημασία. Δημιουργεί την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό και τη δυστυχία το έγκλημα. Την έπαρση και το πάθος της σιωπής και την πικρία της προφητείας κι ένα συναίσθημα φιλοσοφικό. Μοναδικό τέρας στον κόσμο των ανθρώπων κατακτά κι αγωνίζεται να κρυφτεί λάμπει η αλλόκοτη ανθρωπιά του. Άγρυπνες νύχτες κατεργάζεται την ζωή του και τον θάνατό του. Έτσι δυστυχισμένος και επηρμένος.
Άγρυπνος προπαντός ζει ο Τ και κανένας δεν πρέπει να μάθει τι είναι στην πραγματικότητα. Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων.
Ο Τ ζει μαζί με την Α σ’ ένα μεγάλο σπίτι με καθρέφτες παντού. Η Α με σιωπή τον ακολουθεί με αγάπη και δεν υπάρχει γι’ αυτήν άλλη χαρά. Αυτές τις μέρες περιμένουν να πεθάνει το τελευταίο τους παιδί. Τα παιδιά τους πεθαίνουν όταν φτάνουν δύο χρονών. Η Α κλαίει κρυφά από τον Τ κι όταν αυτός σηκώνει το κεφάλι. Όταν πει μια λέξη κι όταν κάνει μια χειρονομία αμέσως μεσολαβεί η Α. Σαν να τον παρακολουθεί πίσω από τους τοίχους τρέχει και φανερώνεται. Γιατί η Α αγαπά τον Τ και την ζωή της και ό,τι άλλο θα δώσει γι’ αυτόν και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τον θάνατο των παιδιών της.
Ο θάνατος των παιδιών δεν χάλασε τη μεγάλη ευτυχία που είναι ο Τ και η ζωή της κοντά στον Τ είναι η ασύγκριτη ευτυχία της ό,τι κι αν συμβεί κι ό,τι κι αν χαθεί.
Η μητέρα και η αδελφή του Τ είναι δυο βουβές ακίνητες γυναίκες. Φοβούνται τον Τ και λατρεύουν το παιδί. Πάντα μαζί τριγυρίζουν στο σπίτι αγκαλιά το παιδί. Ανεβαίνουν τις σκάλες και περπατούν στους μακριούς διαδρόμους. Χάνονται στα κλειστά δωμάτια. Αμίλητες κουβαλούν το παιδί που θα πεθάνει. Δεν το αφήνουν παρά μονάχα στα χέρια της Α. Στέκονται δίπλα και δεν φεύγουν περιμένουν να τους δώσει πάλι. Κρύβουν την λαχτάρα τους και περιμένουν. Φιλούν τα χέρια της Α με ευγνωμοσύνη που τους το ξαναδίνει και το παίρνουν και φεύγουν στα έρημα πάνω δωμάτια.
Η Μαργαρίτα έχει δέος κι έναν πόθο για τον Τ σχεδόν δεν τολμά να τον αγγίξει. Σα να υπάρχει μεταξύ τους μια κοινή ανάμνηση και μάλλον σα να παρευρέθηκαν μαζί μπροστά σε κάτι φοβερό και σα να ξεκίνησαν κι ήρθαν μαζί από μια ξένη χώρα.
Απόψε ήρθε ο Γ. Χτύπησε η πόρτα. Στο επάνω δωμάτιο η γριά μάνα σήκωσε απότομα το κεφάλι. Κοιτάζει τα παράθυρα και την πόρτα και αφουγκράζεται σαν τρομαγμένη σκύλα. Άνοιξε ό ίδιος ο Τ. Με κακό προαίσθημα ο Τ είδε τον ξένο. Ο Γ τον κοίταξε χωρίς να μιλά. Σα να τον περιεργαζόταν και προσπαθούσε από κάποια σημάδια να τον αναγνωρίσει κι ίσως από κάποια περιγραφή. Μπαίνει στο σπίτι. Είναι αδύνατος και χλωμός με μαύρα μάτια και πορφυρά χείλια. Κοιτάζει τον Τ χωρίς να μιλά. Το πρόσωπό του σκόρπιζε και ξαναφτιάχνονταν γύρω από τα ακίνητα μάτια. Ο Τ τον δέχτηκε ευγενικά. Ο Τ κλείστηκε στο δωμάτιο του κι απόμεινε στο σκοτάδι έτρεμε από το φόβο. Ήρθε ο Μεσσίας! ήθελε να μπει πιο μέσα στο σκοτάδι. Είχε καταλάβει πως ήρθε το τέλος κι είχε καταλάβει πως ο ξένος γνώριζε ότι στην πραγματικότητα είναι τέρας κι ήρθε εδώ οδηγημένος ή έστω είναι προορισμένος.
Η μάνα όρθια και τρέμει σαν το φύλλο και κάνει βόλτα στο δωμάτιο με προσεκτικά κι αθόρυβα βήματα η κόρη της την παρακολουθεί. Περιμένει παρόλο που έχει αρχίσει να καταλαβαίνει. Η μάνα κοιτάζει την πόρτα άσπρη σαν το κερί τρελή. Είσαι τρελή φώναξε η κόρη της με απελπισία ρίχθηκε πάνω στο παιδί. Η μάνα βγαίνει από το δωμάτιο και τρέχει στην Α. Την βρήκε να πλέκει ένα πουλόβερ για το παιδί. Η Α έκρυψε το πλεχτό με κάποια ντροπή. Όλο ετοίμαζε κι αγόραζε ρούχα για το παιδί και γέμιζε τις ντουλάπες. Κι όλα τα ετοίμαζε μεγάλα για πέντε χρονών και για δέκα και για είκοσι και για όλα τα χρόνια μιας πολλής ζωής.
Κόρη μου φωνάζει η γριά. Ποιος είναι αυτός που ήρθε. Τι είναι. Από πού ήρθε. Θα πάω να του προσπέσω και να του πω. Να φιλήσω τα πόδια του. Κύριέ μου μη μου κάνετε κακό. Το ξέρω ποιος είστε και γιατί ήρθατε. Όμως μην μου κάνετε κακό. Σκοτώστε καλύτερα εμένα. Όμως μην μου κάνετε τέτοιο κακό. Κι εσύ κόρη μου λυπήσου με μην μου κάνεις κακό. Ποιον να παρακαλέσω και ποιον να βρω. Και σ’ αυτόν ακόμα εκεί. Σ’ αυτόν το γιο μου θα πάω να πέσω στα πόδια του να τον παρακαλέσω. Γιε μου μην μου κάνεις κακό. Θα βγω έξω στον κόσμο να παρακαλώ τον καθέναν. Λυπηθείτε με όχι αυτό το κακό. Ας πεθάνω πια.
Ο Τ ανεβαίνει επάνω. Η Α έτρεξε και τον πρόλαβε στην σκάλα.Η Α λέει, χτες τη νύχτα το γύμνωσα και το έβλεπα όλη τη νύχτα έβλεπα τα γόνατά του με τις βαθουλές λακουβίτσες τα έβλεπα τα έβλεπα ο Τα πηγαίνει στο δωμάτιο που είναι η αδελφή του με το παιδί. Η αδελφή του βγαίνει από το δωμάτιο αλλά δεν φεύγει. Έμεινε μπροστά στην κλειστή πόρτα κρατά την αναπνοή της. Ο Τ σκύβει πάνω στο παιδί που κοιμάται.
Πάει και πάει ο μικρός βασιλιάς πολύς δρόμος Εκεί που πάει ένα ποτάμι βαθύ. Στον βυθό τρεις πνιγμένοι σα να συζητούν ο ένας απέναντι στον άλλο. Όρθιοι κι απαλά μπλέκουν τα χέρια τους και σκεπασμένοι με το πράσινο ζωντανό χνούδι του βυθού οι τρεις αγαπημένοι πνιγμένοι φίλοι.
Και πάει και συναντά μια ψηλή γυναίκα και γύρω της πολλά μικρά παιδιά. Η γυναίκα έφτιαχνε ένα περιδέραιο με χοντρές χάντρες τα παιδιά γύρω της. Οι χάντρες σαν μικρά κρεμμύδια. Πλησιάζει και βλέπει. Βολβοί ματιών οι χάντρες. Τα παιδάκια με τρύπια πρόσωπα η γυναίκα περνούσε στην κλωστή μάτια τα παιδάκια μείνανε χωρίς μάτια. Ο Τ κρατά μια μακριά βελόνα. Σηκώνει το απαλό ματόφυλλο.
Γαλάζιος ήλιος έλαμψε πάνω από τα αχνά βουνά της αυγής. Μπήγει βαθιά τη βελόνα στην κόγχη και βαθιά και βαθιά. Η αδελφή έβαλε τις φωνές έξω ένα α ατέλειωτο. Ακούγεται αγκομαχητό και ποδοβολητό στην σκάλα. Μάνα και κόρη ορμάν μέσα. Μαρμάρωσαν εκεί μπροστά στο τραπέζι που είναι στη μέση.