Είναι σήμερα σαν να τρέχουν αλαφιασμένα πολλά ελάφια στα Δάση.
Σαν να ουρλιάζουν τα κύματα,
Όταν τα τραυματίζουν οι καρίνες απ’ τα πλοία.
Και ξαφνικά βαθαίνει το ταβάνι……………
(Ακούστε την απαγγελία)
Γύρω απ’ τα βαγόνια του τραίνου κάποιοι ζητούν ελεημοσύνη.
Μέσα απ’ τα βαγόνια του τραίνου κάποιοι δίνουν ελεημοσύνη.
Δεν ήξερα αν θα ‘πρεπε να φοβάμαι τους συλλέκτες ή την ηδονή που άστραφτε στα βλέφαρα της προσφοράς.
Πάνω σ’ ένα μπαλκόνι άνδρες πίνουν τσίπουρο.
Βαρύ ρεμπέτικο συνοδεύει το κρίμα.
Καπνίζουν ασταμάτητα…
Μέσα σ’ ένα καζίνο άνδρες πίνουν σαμπάνια.
Τζαζ δαιμονισμένη υποκρούει τη γκίνια.
Καπνίζουν ασταμάτητα…
Δεν φοβόμουν ποτέ τους άνδρες που πίνουν.
Φοβόμουν όταν διαχώριζαν το μεθύσι από τσίπουρο ή σαμπάνια.
Πάνω στο Σταυρό μαύριζε η ασπρίλα.
Κάτω απ’ το σταυρό Δράκοι ζωγράφιζαν το καναβάτσο τους ρομαντικά.
Δεν ήξερα αν θα ‘πρεπε να φοβάμαι τη στυγερή έκπτωση του χρώματος ή την ηδονή που παγίδευε το πινέλο της εξαπάτησης.
Σ’ ένα πλατύσκαλο γυναίκες κουβεντιάζουν σιγανά.
Η νοσταλγία ένας εκτοπισμός κι η Ξενιτιά σαν της οχιάς φαρμάκι…
Σ’ ένα μπαρ γυναίκες χορεύουν με βλέμματα αδειανά.
Η πλησμονή μία απέλαση εκτός συνόρων κι η Ξενιτιά σαν της οχιάς φαρμάκι…
Δεν φοβόμουν ποτέ τις γυναίκες που συναθροίζονται.
Φοβόμουν όταν διαχώριζαν την ξενιτιά από πλησμονή ή νοσταλγία…
Στο προαύλιο ενός Σχολείου το βράδυ μαζεύονταν Παιδιά πολλά.
Άκουγαν Χιπ-Χοπ και συναγωνίζονταν στο σκέιτμπορντ.
Πάνω ο Ουρανός σκοτεινός και Πουλιά μελανιασμένα κρώζαν απεγνωσμένα.
Ένα αγόρι πάνω σ’ ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο, με μαύρη κουκούλα και καφέ βελούδο στη θωριά.
Κι ένα κορίτσι με σορτς σχισμένο πίσω στα μισοσπασμένα τακάκια και μαλλιά καστανά ν’ ανεμίζουν σαν της πυγολαμπίδας τη λάμψη.
Τι υποχρεώσεις ν’ απορρέουν απ’ την ανεμελιά τους…
Δεν φοβόμουν ποτέ τους έρωτες πάνω στα σαραβαλιασμένα ποδήλατα.
Φοβόμουν τους νεκροθάφτες της ψευδαίσθησης,
Το βαυκάλισμα της κοινής γνώμης φοβόμουν…