Οι Μεγάλες Εταιρείες, που υπό αυτές τις συνθήκες εκμηδενίζουν το κόστος κι εκτοξεύουν το κέρδος τη στιγμή που εκμεταλλεύονται και τους υπαλλήλους με πολύωρη ορθοστασία – καθήκοντα εκτός ρόλου – πίεση για επίτευξη στόχων – μισθούς πείνας, αφού πρώτα έχουν καταφέρει να εκτοπίσουν τον μικρο-έμπορο της γειτονιάς, βασίζουν την επιτυχία τους στα «επωνύμια», τα οποία κατασκευάζουν τα Τμήματα του Marketing. Τα «επωνύμια»=Brands names συνομαδώνουν όλες τις μεταβολές συνειδήσεως ετερόκλητων πληθυσμών επιβάλλοντας την ισχύ τους παγκοσμίως, αφού νοηματοδοτούν μια ανωνυμία – Ανώνυμη Εταιρεία. Η Διαφήμιση έπεται προς επίρρωση του λογότυπου δια μέσω ψυχαναγκαστικών διατάξεων – ρυθμίσεων – πρακτικών, αφού οφείλει πρώτα να διαμορφώσει το νέο πλαίσιο διαβίωσης, στο οποίο οι ανάγκες επιβάλλονται πυροδοτώντας οικειότητα – φιλικότητα εξουδετερώνοντας ταυτοχρόνως τις αντιστάσεις της κριτικής οξύνοιας. Σχήμα ακλόνητης επιτυχίας κι αποδεδειγμένης επιρροής, αφού ο καταναλωτής αγοράζει «επωνύμιο» κι όχι προϊόν.
Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και μη ανεχόμενες πιθανή υπερτέρηση ή έστω συμπόρευση των υπολοίπων Κολοσσών, οι Πολυεθνικές προβαίνουν σε δωροδοκίες – μετατρέπουν τις αποπολιτικοποιημένες μάζες σε γκέτο διερεύνησης – βρίσκουν κοινό σημείο αναφοράς των πολιτισμών. Στοχεύοντας στην αστική φαντασίωση αλλοτριώνουν το κοινωνικό-φυλετικό υπόστρωμα και κατ’ εφαπτομένη φτάνουν σε εμπορική εκμετάλλευση των χειραγωγημένων πλέον ατόμων. Το γόητρο των «επωνυμίων» αναπαύεται πάνω στη νιρβάνα της κριτικής οξύνοιας. «Οι άνθρωποι έχουν την τάση να δημιουργούν κλίκες και να εφευρίσκουν ανάλογα λογοπαίγνια, που αποδεικνύουν την ένταξή τους» ισχυρίζεται η Σούζαν Σόνταγκ σ’ ένα δοκίμιό της. Τα likes ανακλούν και διαθλούν την Ύπαρξη και τις Πράξεις αυτή ακριβώς της «αστικής φαντασίωσης», υπό το πρίσμα βέβαια πάντα της μηδαμινής υποκειμενικότητας του Χρήστη. Η μαζική κουλτούρα εμβολίζει με χυδαιότητα τον μηχανισμό άμυνας…
Μία άκρατη επίδοση των ατόμων στις «Πελατειακές σχέσεις», ώστε να σχηματίσουν ακολουθίες αλληλοεξάρτησης. Είναι οι Ανόητοι, κατά τον Spinoza, που διακηρύττουν παντού τη φιλία προς άγραν φήμης απορρέουσας απ’ τον ιθύνοντα ή αφοσίωσης απ’ τους υφισταμένους. Είναι οι ίδιες σχέσεις που μετακενώθηκαν απ’ την ατζέντα των πολιτικών χαρτοφυλακίων στην διαδικτυακή ημερήσια διάταξη, χωρίς να αποκρούονται οι ιδεολογικές αξιώσεις-προκλήσεις του συρμού, χωρίς η κικερώνεια dignitas ή η μεταγενέστερη γερμανική Würde να συνιστά έναν όρο δηλωτικό του κύρους της. Ο «οδοστρωτήρας» της προόδου καταργεί τα πολιτισμικά θεματολόγια των λαών κι απολήγει σε ομοιογενή τους συνάρθρωση. Η «απεριόριστη ερώτηση» του Καστοριάδη έχει απαλειφθεί παραδίδοντας τη σκυτάλη σε συγκαλυμμένους τίτλους ευγενείας και οφφίκια, ικανά σαν κριτήρια ιεραρχικής περιχαράκωσης να συνομαδώνουν τα άτομα, τα οποία με τη σειρά τους μέσα στο πλαίσιο των νομοκατεστημένων τάξεων δεν διασαφηνίζουν την προσωπική τους αξία απ’ τη νομική θέση, που τους αναλογεί. Κατ’ εφαπτομένη οι δύο αυτές ιδιότητες αφίστανται ή όχι θέτοντας κοινωνικές φαντασιακές σημασίες σαν επιπρόσθετη προβολή και όχι σαν ενδιάθετο προσόν. Σαν πέπλο αόρατο ανεμίζει μία προληπτική λογοκρισία θεσμών-συμπεριφορών, και ασκείται χωρίς άμεσους-εμφανείς ελέγχους ή καταναγκασμούς. Η Οικογένεια και το Σχολείο συνεχίζουν να αποτελούν τις δύο βασικές Αγορές, μέσω της χρήσης τους.
Όσο μεγαλύτερος ο βαθμός νομιμότητας της χαράδρας, τόσο πιο προσοδοφόρα η επίταξη…
Οι «Μαύροι Κόρακες» της Σύλβια Πλαθ επιθυμούν κάποια ανταπόκριση απ’ το βουβό Ουρανό…
Και του Nerouda τα «Όνειρα που ενώθηκαν αργά»…
Ίσως του Μπόρχες τα «κορμιά που απόκαμαν τα φώτα»…
Αλλά σίγουρα το «Μπλε πουλί του Μπουκόφσκι που όλοι οι έξυπνοι τ’ άφησαν να κοιμάται ΜΟΝΟ τη νύχτα»…
Πως να συναρμολογήσεις καθείς τον εαυτό του Ολοκληρωτικά…
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.