Μια Γεννήτρια στον Άνεμο - Μέρος VII

Μία Γεννήτρια στον Άνεμο – Μέρος VII

Πράξη 4η

 

Κοίτα
Δεν ξέρω πως ακριβώς «τελεσφορούν» οι θεωρίες σου
Για τις εγκληματικές Πράξεις
Για τις επαναλήψεις της Υπακοής
Για Βουνά δίχως δέντρα
Για Θάλασσα χωρίς Ψάρια
Για Λίμνες δίχως Νερό
Για Ποτάμια χωρίς Ορμή
Για τους Αγρούς δίχως Αλέτρι
Για τα Λιβάδια χωρίς Ανθρούς
Για την «Εργασία που απελευθερώνει»
Στα Κάτεργα
Στα Στρατόπεδα Συγκεντρώσεως
Στις Φυλακές

Το παιδεύεις το κομπολογάκι, βλέπω
Δεν καπνίζεις και το ‘χεις συντροφιά
Είναι και η εκτόνωση του εκνευρισμού
Νεκρός-Αναμάρτητος
Κατάλαβα…
Για πες
Από τι πέθανες;
Ψίθυροι στο Κεφάλι;
Στύση Αιματηρή;
Μη κι ερωτεύτηκες;;
Απλώς κι Εσύ «γαμώ το Χριστό σου»…
Μίλα Ρουφιάνε!
Έτσι!
Έτσι χωμένος στα άδυτα της Ερώτησης
Να ξύνεις τη φαλάκρα σου με τα βιβλιάρια τραπέζης
Από τα επιτόκια της «Πρόνοιας» στριμωγμένος
«Πρόνοια» θεία
Θεία ή κρατική;;
Τι σημασία να ‘χει…
Τρως τα νύχια σου
Γυαλιά
Σφίγγεσαι ν’ αντέξεις
Μαύρο Υγρό
Εσύ μια «Πρόνοια» ζήτησες
Να «συγχωρέσει» καθώς ριχνόσουν
Ριχνόσουν στην Απόλαυση πάνω με μανία
Χαλίκια
Τις πεθαμένες «αμαρτίες» σου
Να «συγχωρέσει»
Μίλα
Από τι πέθανες;

Είναι όπως οι προσφερόμενες Λύσεις στις Κοινωνίες
Δεν είναι ποτέ τελικά «εναλλακτικές»
Πλαστικό
Ή που θα ‘σαι Δουλοπάροικος
Μονάχος θα ζητιανεύεις στα εργοπάζαρα
Και θα πουλιεσαι στο χρήμα για να «ζήσεις»
Πιόνια και Γύπες εν κρυπτώ
Ή που το Γρανάζι εξαναγκασμένο θα ‘σαι
Και θα λαμβάνεις κουπόνια προσφορών
Γι’ αγορές συγκεκριμένων προϊόντων
Και συγκεκριμένης ποσότητας
Δεν σου θυμίζει αρκετά το:
«Σε ταΐσαμε, σε ποτίσαμε. Σκάσε να κοιμηθούμε»;;
Δεν ξέρω πως ακριβώς βλέπεις το Άρμα σου
Μέσα σε Μέρες χωρίς Υποσχέσεις
Μέσα σε Νύχτες χωρίς Αντάρα
Δεν ξέρω πως ακριβώς
Πως ακριβώς ερεθίζεις
Μιαν Ανθρωπότητα δίχως Ανθρώπους…
Και στο προκείμενο λοιπόν
Πως μ’ έκλεισαν στο Άσυλο
Θυμάσαι που τους προσπέρασα Όλους
Πατώντας τέρμα το γκάζι Γυμνή;;
Πίσω απ’ τους Λόφους είχε λουφάξει ο Γιατρός
Να μην τον προσπεράσω…
Κι αφού το Μπαμ με πρόδωσε, που λες, κι αυτό
Δεν αποτυπώθηκε στο Σβέρκο ο ρόγχος του Θανάτου
Με τη Νίκη του Θηρευτή σε ύφεση παγκόσμιου Κραχ
Δεν είδα το Καύκαλό του απ’ τις Φυλλωσιές να προβάλλει
Το πρόσωπό του ήταν τελείως ασπρουλιάρικο
Σαν τη λευκή του μπλούζα
Και η τεχνική του απολύτως ανακριτική
Τσίριξα κι έστρεψα το βλέμμα στη Μάνα
Μα ήδη κοιμόταν Κείνη κι έβλεπε Όνειρα
Με τα λιγδιασμένα της δάχτυλα στο στέρνο σταυρωμένα
«Αυτή υπέγραψε. Θες να δεις το βουλοκέρι με τ’ όνομά της;
Μειδίασε όλο ειρωνία το ασπρουλιάρικο Πρόσωπο
Έτσι κατάλαβα πως «το ανήσυχο Πνεύμα» το φυλακίζεις
Τα βράδια δραπετεύει από την εκφυλισμένη της ζωή
Κι έρχεται τα χύσια μου να ρουφά
Για να σιγάσει τη Δίψα της η Μάνα
Νιώθω και την άκρη του μπαστουνιού της
Να σκουντάει το κοιμισμένο μου Κορμί
Κι ανάμεσα σε τόσους Σκελετούς
Να ‘σου πετιούνται κι οι Κουσκουσούδες
«Τα θαύματα» υμνώντας «του Θεού»…
Πάρε τώρα το Ύφος σου το «κανονικό»
Έτσι αυστηρά περιορισμένο στον Χώρο το Μικρό
Καρέ-Καρέ σε διαφημίσεις
Σε αστυνομικού Δελτίου το Ουρλιαχτό
Βάλε ενέχυρο του Νου την Απόδραση
Και άμε στο «Καλό»
Βγάλε το σκασμό τώρα
Κι άσε στη μπάντα τα «δημοφιλή» τραγούδια σου
Και τις ιστορικές τις φιέστες
Και το θεατρικό σου τάλαντο
Ακόμη-ακόμη τη «διαφορετική» σου «αυθεντία»
Στην άκρια άφησέ τα όλα
Όλη η αφήγηση
Δεν ήταν παρά μία πρόστυχη Σκηνή
Κι έτσι απλά
Η Λογοκρισία έκοψε τη Ζωή μου…
Όπως μπορεί για ένα τόσο δα μικρό λεπτό
Να κόψει και τη δική σου
Μετά θα σε γνωρίζουν μονάχα τ’ αστέρια
Όχι δες!
Δες τ’ αστέρια με τη λευκή τους αίσθηση
Και πίστεψέ με
Το Σύμπαν δεν σ’ έχει καμμία
Μα καμμία απολύτως ανάγκη…

Αυτές που πετούν πάνω από τα κεφάλια
Είναι Σφήκες
Αλλά εσένα νομίζω
Σ’ αρέσει να μπερδεύεις τα πράγματα…
Μίλα Ρουφιάνε
Από τι πέθανες;

(Συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα)

Pages: 1 2 3 4 5

Leave a Reply