Εδώ στου Δρόμου τα μισά
Και πριν την εκπυρσοκρότηση είναι
Που Συρρικνώνομαι
Ευτυχώς η μάνα μου
Δεν έλεγε παραμύθια…
(Ο Ήχος του Μαύρου Φωτός)
Επί Σκηνής βυθίζονται οι μεμβράνες των Αιώνων
Η Σπορά λυγίζει τα πρότυπά της σιμά στ’ αγριόχορτα
Όπως όταν ταξίδεψα στην Κίνα για πρώτη φορά
Κι οι Διαβάτες ήθελαν να φωτογραφηθούν
Με τον Ξανθό-Γαλανομάτη γιο μου
«Άσχημος» καθώς λογιζόταν στους περαχωρίτες
Πλήγμα βαρύ για την «καθαρή κοιλιά»
Της «Πολιτισμένης» Δύσης
Κι όταν μια παγωμένη Στιγμή εξερράγη
Η Φωτιά φόρεσε κοκκάλινα γυαλιά
Δικές οι Φωνές Όλες
Γινήκαν κατασκηνώνοντας στο Μυαλό
Παρεμφερές αποτρόπαιο μοντέλο Κανένα
Την απόλαυση ν’ αποτρέψει
Προσγειώθηκα σαν Οβίδα στη Ζήση
Ως Τιμωρία που θα με «θεραπεύσει»
Όταν λυσσομανά ο Άνεμος
Κι απαιτεί με της συμμόρφωσης τη λαχτάρα
Το σπιρούνισμα στην ολοκληρωμένη Σιωπή
Και τις παράξενες θωριές των πλατιών Σημείων
Τη Μέρα
Κάποιες Κυριούλες στιβαγμένες σε Φωλιές
Νιώθουν «Δίκαιες» δια των σχολιασμών
Κάποιοι Κυριούληδες στης Έπαρσης το αερόστατο
Νιώθουν «Ευαίσθητοι» δια τυμπανοκρουσιών
Χτύποι βασανιστικοί από λεπτοδείκτες
«Αγάπες» ονειρεύονται «ψυχολογικές»
Με τις ριπές απ’ τα γουρλωμένα τους μάτια
Με ομοιότροπο και πάντα παρθένο της Ψύχρας τον Πόνο
Δαγκώνουν τα νύχια τους από αγωνία
Κομμάτια του ατομικού τους παζλ
Στη Λίγδα να ‘βρουν οπωσδήποτε θέση
Οι «Αγάπες» είναι σαν Τρόλεϊ
Στο επικλινές μιας Στέγης παρκαρισμένα
Πλούτια σέρνουν μιας Ιδιότητας ανώτατης
Καταβροχθίζουν τρεις πάστες πάνω από bougies καπνισμένα
Για να τις λέν ανέραστες οι «Ειδικοί»
Λιποθυμούν στα αποχωρητήρια μπρος σε ψολές χοντρές
Άδοξα να καταλήγουν οι Εκδρομές
Χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει και βιαστικά
Συνωστίζονται τα όντα στην υπεροχή επηρμένα
Επανεξοπλισμούς προβλέποντας
Κι «Ανθρώπινες Δικαιο-Διαδρομές»
Στης Ύπαρξης τις παρυφές
Ενθαρρύνεται η αναβίωση του Τρόμου
Φουντώνει κι ερεθίζεται απ’ τα όρια πέρα
Μιαν απειλητική Ωραιότη